Κάποιο απόγευμα, το δραματικό καλοκαίρι του 1974, ένας καλός φίλος είχε έρθει στο σπίτι για να δούμε σε απευθείας μετάδοση από το Μουντιάλ της –τότε– Δυτικής Γερμανίας τον αγώνα ανάμεσα στη μεγάλη ομάδα της ενιαίας ακόμα Γιουγκοσλαβίας και στο Ζαΐρ (νυν Κονγκό), κατά το οποίο η παρέα του Ντούσαν Μπάγιεβιτς φιλοδώρησε τους συμπαθείς Αφρικανούς με… εννέα γκολ!
Μερικές ημέρες πριν είχα δει σε ένα νεανικό περιοδικό μία συσκευή γυμναστικής, η οποία μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση: αποτελείτο από δύο καλαίσθητους επιχρωμιωμένους μεταλλικούς σωλήνες που εισχωρούσαν ο ένας μέσα στον άλλο, συγκρατούνταν από δύο χοντρά και καλυμμένα με παχύ πλαστικό συρματόσχοινα και διέθεταν από ένα πλαστικό χερούλι ο καθένας. Οι φωτογραφίες που παρέθετε το περιοδικό έδειχναν θηριώδεις… μποντιμπιλντεράδες να ποζάρουν έχοντας δίπλα τους και από μια χαμογελαστή καλλονή και εκθέτοντας σε κοινή θέα τις υπερτροφικές τους μυϊκές μάζες, τις οποίες είχαν –δήθεν– αποκτήσει μετά από λίγες μόνον εβδομάδες εκγύμνασης με το συγκεκριμένο μηχάνημα!
Το εντυπωσιακόκατo σκεύασμα στελνόταν στους ενδιαφερόμενους ταχυδρομικώς με αντικαταβολή, η δε τιμή του έφτανε, ας πούμε, τα πενήντα ή εξήντα σημερινά ευρώ. Αμέσως ένιωσα τη σφοδρή επιθυμία να το αποχτήσω, αλλά διέθετα μόνο λίγα παραπάνω από τα μισά χρήματα. Έδειξα ενθουσιασμένος στον αδελφό μου τη διαφήμιση και εκείνος προθυμοποιήθηκε όχι απλώς να μου δανείσει, αλλά να μου χαρίσει όσα χρήματα μου έλειπαν, με την προϋπόθεση ότι θα άφηνα κι εκείνον να γυμνάζεται. Εννοείται ότι δέχθηκα την πρότασή του ευχαρίστως και αμέσως τηλεφώνησα στον αριθμό που αναγραφόταν στη διαφήμιση. Την προηγούμενη της ημέρας που θα παρακολουθούσαμε τον αγώνα με τον φίλο μας, είχε φτάσει στο σπίτι μας η συσκευή!
«Μην αρχίσεις να τη χρησιμοποιείς απροετοίμαστος!…» ήταν η σοβαρή συμβουλή του αδελφού μου, «…θα διαβάσουμε πρώτα προσεκτικά τις οδηγίες και μετά θα αρχίσουμε σιγά-σιγά και μεθοδικά να τις βάζουμε σε εφαρμογή». Εξαιρετική αντιμετώπιση και δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω στο ελάχιστο. Πήρα, ωστόσο, ευλαβικά στα χέρια μου το μαγικό όργανο, που υποσχόταν σε λίγες μόνο εβδομάδες να με κάνει ακαταμάχητο στις συμμαθήτριές μου, και άρχισα να το καμαρώνω. Επεχείρησα δειλά-δειλά να σπρώξω τον ένα σωλήνα μέσα στον άλλο, αλλά δεν κατάφερα να τον μετακινήσω παρά ελάχιστα μόνον εκατοστά, λόγω του πανίσχυρου εσωτερικού ελατηρίου. Γοητευμένος, ξανάβαλα τη συσκευή στη θήκη της με δέος και σεβασμό, ενώ ανάλογα συναισθήματα έδειξε και ο συνιδιοκτήτης της, ο αδελφός μου, όταν γεμάτος περηφάνια, του την επέδειξα μόλις επέστρεψε στο σπίτι το μεσημέρι. Περιττό να πω πως τη νύχτα κοιμήθηκα ελάχιστα, καθώς η σκέψη μου δεν ξεκολλούσε από το νέο μας απόκτημα που, με σωστή χρήση και, όπως υποσχόταν η διαφήμιση, μέσα σε λίγες εβδομάδες, θα με μεταμόρφωνε σε έναν από τους γρανιτένιους γίγαντες που πόζαραν στις φωτογραφίες!
Με τον φίλο μας είδαμε τον αγώνα και την εντυπωσιακή γιουγκοσλάβικη ομάδα και περιμέναμε να έρθει ο πατέρας του να τον πάρει. Πράγματι, κάποια στιγμή ακούσαμε το κουδούνι και σε λίγο εμφανίστηκε από την πόρτα του ασανσέρ ο κύριος Δημήτρης. Ο πατέρας του φίλου μας, πενηντάρης πια, εργαζόταν από μικρό παιδί στην οικοδομή. Ήταν μετρίου αναστήματος, αλλά είχε φαρδύ σωματότυπο, ενώ το κάθε του μπράτσο είχε μεγαλύτερη διάμετρο από καθέναν απ’ τους μηρούς του γιου του! Μας έπιασε για λίγο την κουβεντούλα στο όρθιο, αλλά, δυστυχώς, είχα την, καταστροφική όπως αποδείχθηκε, ιδέα να του δείξω το καινούργιο μας όργανο εκγύμνασης, ίσως για να υπαινιχτώ ότι σύντομα θα διαθέτω τα μπράτσα του! Έβγαλα το πολύτιμο αντικείμενο από τη θήκη και, κρατώντας το οριζόντιο από τις λαβές του, το παρουσίασα καμαρωτός στον πατέρα του φίλου μας. Για να του δείξω αμέσως πώς λειτουργεί, συμπίεσα όσο δυνατότερα μπορούσα τους δύο σωλήνες. Με κοίταξε με ενδιαφέρον. Σειρά πήρε ο αδελφός μου, που έκανε κι εκείνος το ίδιο, αλλά και ο φίλος μας, όλοι σπρώχνοντάς με μόχθο μερικά μόνον εκατοστά τα δύο κινητά μεταλλικά μέρη το ένα μέσα στ’ άλλο. Όλη αυτή την επίδειξη ο κύριος Δημήτρης την παρακολουθούσε σιωπηλός. Αφού την ολοκληρώσαμε, μας ζήτησε κι εκείνος τη συσκευή. Την πήρε στα χέρια του, την περιεργάστηκε για λίγο και μετά την έπιασε από τις λαβές, παράλληλα προς το έδαφος, και τη συμπίεσε. Ο μικρότερος σωλήνας μπήκε αδιαμαρτύρητα και χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση ολόκληρος στο εσωτερικό του άλλου, ενώ το… μυθικό μηχάνημα σούρωσε, απόλυτα υποταγμένο, στο μισό! Ο πατέρας του φίλου μας επανέλαβε την ίδια κίνηση πολλές φορές –λες και κρατούσε ένα ξεχαρβαλωμένο παιδικό ακορντεόν– χωρίς να συναντήσει την παραμικρή δυσκολία ή να του πεταχτεί η παραμικρή φλεβίτσα στο λαιμό ή στα μηνίγγια, και χωρίς να βγάλει, παρά τη ζέστη, στάλα ιδρώτα ή να τρεμουλιάσουν τα χέρια και τα μπράτσα του στο ελάχιστο απ’ την προσπάθεια. Και όλα αυτά μπροστά στα γυάλινα, θολά βλέμματά μας!
«Καλά, αυτό δεν υποτίθεται πως έχει μέσα κάποιο ελατήριο;… Παιδιά, την πατήσατε, χαλασμένη συσκευή σας στείλανε!» σχολίασε, γελώντας θορυβωδώς! Με περιφρόνηση, ακούμπησε το μεταλλικό ψοφίμι στον τοίχο, δίπλα σε μια καρέκλα, έκανε νεύμα στο γιο του και μας αποχαιρέτησε.
Εγώ κι ο αδελφός μου ήμασταν πια δυο ψυχικά κουρέλια. Ακόμα κι αν για τη δική μας μυϊκή δύναμη το νέο, πανάκριβο για το βαλάντιό μας, απόκτημα επαρκούσε, η ξεφτίλα που μόλις είχε υποστεί δεν καταπινόταν με τίποτε. Απλώς και μόνον επειδή είχαμε καταβάλει ήδη τα χρήματα, το χρησιμοποιήσαμε για λίγες ημέρες και μετά το παρατήσαμε για πάντα. Αν κάτι ή κάποιος χάσουν το σεβασμό σου, πάνε, τέλειωσαν οριστικά για σένα. Και, εδώ και χρόνια, αγνοώ παντελώς πού βρίσκεται εκείνο το απομυθοποιημένο ρεντίκολο. Μάλλον σκουριάζει στο βάθος κάποιου παταριού…