Με έκδηλη ικανοποίηση και αίσθηση ότι έκανε το καλύτερο, η Δημοτική Αρχή εισηγήθηκε και φέτος -και ψήφισε κατά πλειοψηφία- τη διατήρηση των δημοτικών τελών στα ίδια επίπεδα με πέρσι.
Βέβαια, σε μια χρονιά που η ακρίβεια μαστίζει τα νοικοκυριά και η αγοραστική δύναμη των πολιτών, κυρίως μισθωτών, συνταξιούχων και χαμηλοεισοδηματιών, έχει υποστεί μείωση της τάξης του 40%, ακόμα και η διατήρηση των περσινών δημοτικών τελών δεν αρκεί. Η μόνη συζήτηση που θα είχε νόημα υπό τις σημερινές συνθήκες θα ήταν η αναζήτηση δυνατοτήτων για μείωσή τους.
Όμως, μόνιμη και συνηθισμένη επωδός της Δημοτικής Αρχής και του δημάρχου στην πρόταση για διόρθωση προς τα κάτω των δημοτικών τελών, που προτείνεται κάθε χρόνο από την αντιπολίτευση, είναι: «δεν είναι δυνατή μείωση διότι πρέπει ο Δήμος να μείνει όρθιος» (οικονομικά εννοείται).
Λες και όσοι τολμήσαμε να προτείνουμε μία μικρή μείωση της τάξεως του 5% για τον επόμενο χρόνο θέλουμε την οικονομική κατάρρευση του Δήμου μας και την αδυναμία του να επιτελέσει το σκοπό του! Άραγε, ο Δήμος της Αθήνας, από τον οποίο συχνά αντλεί ιδέες η Δημοτική Αρχή, θα καταρρεύσει οικονομικά με την απόφαση του δημάρχου της Αθήνας να μειώσει οριζόντια τα δημοτικά τέλη για το 2023 κατά 5%, ανακουφίζοντας έστω και λίγο τους δημότες του;
Πώς, όμως, να προχωρήσει ο Δήμος σε μείωση όταν τα ανταποδοτικά έσοδα από τέλη καθαριότητας και φωτισμού τα έτη 2021 και 2022 είναι περίπου ίδια (2021: 6.413.103 ευρώ, εκτίμηση 2022: 6.363.557ευρώ), ενώ οι λειτουργικές δαπάνες για τις ίδιες υπηρεσίες από 5.776.517 ευρώ το 2021 φέτος εκτιμώνται στο ποσόν των 6.354.075 ευρώ, δηλαδή αυξημένες κατά 577.000 ευρώ, ήτοι ποσοστό 10%;
Για το 2023 δε, ενώ τα έσοδα προβλέπονται στα 6.510.000 ευρώ, οι λειτουργικές δαπάνες προϋπολογίζονται ακόμα μεγαλύτερες στα 7.445.817 ευρώ, δηλαδή προσαυξημένες κατά 1.091.742 ευρώ (δηλ. 17%) σε σχέση με φέτος.
Με μία, λοιπόν, μικρή συγκράτηση των δαπανών η διόρθωση της τάξεως του 5% που προτείναμε όχι μόνο δε φαίνεται ανέφικτη, αλλά μπορεί εύκολα να επιτευχθεί. Πολύ δε περισσότερο αν η εξοικονόμηση δαπανών συνδυαστεί και με αναπροσαρμογή χρεώσεων σε κάποιες κατηγορίες που είναι καταφανώς άδικες.
Παράδειγμα: δεν είναι δίκαιο μεγάλες και κερδοφόρες επιχειρήσεις (που τα τελευταία χρόνια αποκόμισαν σημαντικά κέρδη) να πληρώνουν 2,77 ευρώ/μ2, ενώ τα μικρομάγαζα και τα γραφεία να πληρώνουν 2,16 ευρώ/μ2!
Επίσης, μια επιχείρηση στην κεντρική πλατεία ή στην Αριστομένους δεν μπορεί να πληρώνει το χρόνο 40,00 ευρώ/ανά μ2 δημοτικού χώρου που καταλαμβάνει, ενώ μία επιχείρηση στην περιφέρεια της πόλης (π.χ. οδός Ηρώων, Αθηνών, Αύρας κ.λπ.) να πληρώνει 20 ευρώ/μ2, όταν τα προσδοκώμενα έσοδα για την πρώτη είναι πολλαπλάσια της δεύτερης.
Ακόμη και η χρέωση των διαφημίσεων προτείναμε να αναπροσαρμοσθεί, αφού με τα σημερινά δεδομένα ένα τετραγωνικό μέτρο διαφήμισης (αφίσες κ.λπ.) κοστίζει λιγότερο από 20 ευρώ το χρόνο, ενώ αντίστοιχα χαμηλές παραμένουν και οι χρεώσεις επιγραφών και ηλεκτρονικών διαφημίσεων. Επαναφέραμε και φέτος την πρόταση για διόρθωση του ποσοστού αναπηρίας από 80%, που προβλέπεται, σε 67% για τα ΑμεΑ που δικαιούνται μειωμένα δημοτικά τέλη, δυστυχώς όμως για μία ακόμα φορά χωρίς να εισακουσθούμε!
Τέλος, οφείλω να επισημάνω ότι κατατέθηκαν πολλές και αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις από αρκετούς συναδέλφους όπως π.χ. για την υπερβολική χρέωση των προστατευτικών σκαλωσιών των διατηρητέων, για τον εξορθολογισμό των χρεώσεων στα κοιμητήρια, για τις χρεώσεις στα μικρομάγαζα στις Τοπικές Κοινότητες κ.ά., που αν γίνονταν αποδεκτές από τη Δημοτική αρχή, θα είχαμε οδηγηθεί σε μια δικαιότερη, πιο ισορροπημένη και κοινωνικά πιο αποδεκτή απόφαση».
Του Βασίλη Τζαμουράνη
Πολιτικού μηχανικού, δημοτικού συμβούλου, επικεφαλής δημοτικής παράταξης «Πρότυπος Δήμος»