Η σόμπα ετοποθετήθη πάλιν εις το ώμορφο δωμάτιο με τα βαρειά παραπετάσματα και η ντεμουαζέλλα που απεφάσισε να μην αναζητήση πλέον την ζωήν του υπαίθρου, το φλερτ εις τον αντιβραχίονα και τα τραπεζάκια του ακραίου παραλιακού κέντρου, έρριψε επάνω της ένα βλέμμα γεμάτο από γλύκαν και πόνον βαρύν. Εις μίαν στιγμήν όπου τα σύννεφα έπνιγον τις ασθενικές του ξανθού Φοίβου ακτίνες και η βροχή μονότονα κτυπούσε εις τους δρόμους και τα πεζοδρόμια, μία δύναμις άγνωστος με έφερε προς το σπίτι αυτό, οι ένοικοι του οποίου κερνούν την χαράν της ζωής εις τα ευρύτατα κύπελλα.
Ο εξοχικός ολίγον δρόμος έδιδε την οσμήν εκείνην η οποία υποχρεώνει κανέναν νοσταλγικά να ενθυμήται παλιές ιστορίες, τα μελαγχολικά αυτά απογεύματα του φθινοπώρου, τα οποία εις άλλους μεν ομιλούν για λύπες τσιγγάνας και εις άλλους δίδουν την χαρά και διηγούνται κατεργαριές.
Το ώμορφο σπίτι μέσα εις τον απέραντον κήπον του, δεν ήτο καθόλου έρημον και η λεύκα απεκρίνετο έξω από το δωμάτιον της σόμπας και του ημίφωτος στη χαρά και στα γέλοια.
Ο χειμώνας έρχεται και φέρει μαζί του τόσα πράγματα ξεχασμένα. Τόσων μηνών ζωή όχι εις κλειστούς χώρους, αλλ’ εις τόπους όπου τίποτε δεν αλυσσοδένει την σκέψιν μας υπεχρέου να κάμνωμεν αβαρίαν εις τα αισθήματα και τα αποτελέσματα της εμπορικής ψυχολογίας.
Τώρα οι απογοητευμένοι με την θερινήν ζωήν και τας εκπλήξεις της, όσοι θέλουν να ζήσουν για λίγο καιρό με τους εαυτούς των και το παρόν, όχι το παρελθόν ή το μέλλον, τοποθετούν την σόμπα, τα ροζ βάζα της αγάπης, τας οδαλίσκας και την μικράν βιβλιοθήκην εις το μικρό σαλονάκι όπου θα αγωνισθούν να ξανανθίση μια χαρούμενη τρελλή ζωή.
Θα το κατορθώσουν; Ίσως εάν το θελήση όχι η λεύκα, αλλά το κλάμα του μπλαζέ και το μουσικόν αίσθημα που εγέμισε το σπιτάκι της μαυροντυμένης γυναίκας, της μεστόκορμης ρωμαντικής κοσμοπολίτιδος, με το οποίον διασκεδάζει αυτήν και τον πόνον της.
Αυτό είπε χθες ένα τρίτον λάλον στόμα μέσα εις το βάσκανο αυτό, την στιγμήν που η σόμπα έδιδε τους πρώτους μεθυστικούς ήχους της φωτιάς της και εσκόρπιζε την μαγγανείαν εις τα ολίγα πρόσωπα τα περιεργαζόμενα το δωμάτιον με το ημίφως, τα βαρειά παραπετάσματα και τον περίεργον ρυθμόν των επίπλων του.
Γ-ς
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 27 Νοεμβρίου 1920
Η νύχτα είναι κρύα και στον ουρανό δεν λάμπει κανένα άστρο. Η θάλασσα αντιβοά την δύναμιν του πόντου, ο βορηάς περνά επάνω της και σαν γερογκρινιάρης με φωνή μυστηριώδη σφυρίζει παλιές ιστορίες και ωραία ξεχασμένα παραμύθια, γεμάτα μάχες και ηρωικά κατορθώματα. Και όλα αυτά τα λέγει με τόση άγρια φαιδρότητα, ώστε τα κύμματα χοροπηδούν στον αέρα και αφήνουν χαρωπές φωνές. Στην ακρογιαλιά, στην θρεμμένη αμμουδιά, ένας ξένος γυρνά και η καρδιά του είναι πιο ταραγμένη κι από τον άνεμο και από τα κύμματα. Τα πόδια του πατούν στα χαλίκια κι αφήνουν μικρές λάμψεις. Είναι τυλιγμένος μ’ ένα σταχτί μανδύα και προχωρεί με βιαστικό βήμα στη σκοτεινή νύχτα, έχοντας για οδηγό το ασθενικό και γλυκό φως που λάμπει πέρα στη μοναχική καλύβα του ψαρά.
Ο πατέρας κι ο αδελφός είναι στη θάλασσα. Στην καλύβα είναι μονάχα η ώμορφη κόρη του ψαρά. Κάθεται κοντά στο τζάκι και ακούει το σιγανό φανταστικό τραγούδι της χύτρας. Το άσπρο και δροσερό πρόσωπό της φωτίζεται από τη φωτιά, ενώ από το χονδρό και γκρίζο φόρεμά της προβάλλουν οι κατάλευκοι και ωραίοι της ώμοι. Έξαφνα η πόρτα ανοίγει και παρουσιάζεται ο ξένος της νύχτας. Ρίχνει μια γλυκειά και σταθερή ματιά στην ώμορφη και δροσερή κόρη, ενώ αυτή ξαφνιασμένη μένει ακίνητη και τρομαγμένη.
Ο ξένος αφήνει τον μανδύα του στη γωνιά, χαμογελά και λέει.
-Βλέπεις, παιδί μου, κράτησα το λόγο μου και ξαναήρθα και μαζί μου ξανάρχεται ο παληός καιρός, όπου οι θεοί κατέβαιναν από τους ουρανούς στις κόρες των ανθρώπων, για να χαρίσουν στον κόσμο τους ημιθέους και τους ήρωας. Όμως, παιδί μου, μη φοβάσαι απ’ τη θεότητά μου και κάμε μου ένα τσάι. Τις νύχτες αυτές κρυώνουν και οι θεοί ακόμη και θέλουν να καλύψουν το κεφάλι των μέσ’ το ξανθό δάσος των μαλλιών των πιστών των. Και το μεστόκορμο κορίτσι με την παράξενη ψυχοσύνθεσι και το λεπτόν αίσθημα ευσπλαχνίσθη τον θεοείκελον πόνον και τον θλιβερόν νόστον που παρεμόνευε ύπουλα εις την ψυχήν του συμπαθητικού γνωρίμου.
Τι δεν κάνει ο χειμώνας με τις νύχτες του! Δεν μακραίνουν πολύ οι ώρες με τις ώμορφες συντροφιές;
Γ-ς.
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΜΜΟΡΦΙΕΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 3 Δεκεμβρίου 1920
Η Καλαμάτα τις νύκτες αυτές εμφανίζεται ως να ήπιε το μαγικό νερό του Φάουστ. Δεν εννοώ την πόλιν των κέντρων όπου η ζωή περνά ήσυχη, χωρίς καμίαν διαμαρτυρίαν ή συγκίνησιν, όπου τα πάντα σε βεβαιούν ότι ευρίσκεσαι εις την κοιμισμένην πόλιν του γνωστού Γάλλου διηγηματογράφου, αλλά την συνοικιακήν πόλιν η οποία καίεται διαρκώς εις αίσθημα, την πόλιν της υπογείου ταβέρνας όπου οι σύντροφοι ομιλούν εις χάσκοντας δια την δύναμιν του προλεταριάτου, το στενοσόκακο με το σπιτάκι και την φαντάζουσαν γαρυφαλλιάν εις το παράθυρον. Θεέ μου, τι κόσμος, τι ποικιλία εντυπώσεων και αισθημάτων, οποίου είδους μωσαϊκόν.
Το Καλάθιον υψούται εις την νυκτερινήν σιγήν ως μπαγκέτα καθολικού μυστηρίου, το κάστρο μας βλέπει και σταυροκοπείται και ο Αλέκος με την λαδωμένην αφέλειαν, το κόκκινο ζουνάρι και το τεράστιον εις το αυτί τριαντάφυλλο, ψάλλει μετά γενναίαν κρασοκατάνυξιν την καντσιονέττα.
Το τραγούδι συνοδεύεται από τα μανδολίνα και τις κιθάρες των λοιπών φλεγομένων εξ έρωτος τραβαδούρων. Αι κραυγαί, αι παραφωνίαι, η βραχνή φυσαρμόνικα, το τσαγρούνισμα της κιθάρας και ο στεναγμός του βιολιού, προξενούν αληθές πανδαιμόνιον εις τον ήσυχον συνοικιακόν δρόμον. Παρ’ όλον το ψύχος, ο Ρωμαίος, χωρίς να έχη φτερό εις το καπέλλο, ίσταται υπό τον εξώστην της Ιουλιέτας του επαναλαμβάνων τους αισθηματικούς λόγους του Ερνάνη προς την δόλια Σολ, την καλεί με εσχάτην και σπαρακτικήν απελπισίαν υπό τους στεναγμούς της κιθάρας: «Μ’ άναψες φωτιά, σκληρά μεσ’ την καρδιά…».
Και προ της μεγάλης αυτής κατηγορίας με την οποίαν αναστατώνεται η συνοικία, εξυπνά ο πατήρ της κατηγορουμένης επί… εμπρησμώ και ρίπτει τενεκέν νερού επί του φλεγομένου εραστού και της ακολουθίας του κατορθώνων με τον τρόπον αυτόν να θέση προς στιγμήν τέρμα εις τα βάσανα και τους βρυχηθμούς του πρώτου.
Ο Κάλφας ολίγον πέραν, με το κουστουμάκι του και την ανεπίληπτον τσάκισιν του πανταλονιού του, υμνεί τα κάλλη της Μαρίκας και απηλπισμένος από ωραία αναμονήν ενός φωνητικού φάλτσου διευθύνεται εις την ανοικτήν ακόμη συνοικιακήν ταβέρναν, όπου κατεβάζων τις σχετικές μίσες καίεται από το πάθος και διηγείται εις το συγκεκινημένον ακροατήριον τους νυκτερινούς ερωτικούς καημούς και τα γυρίσματα της τύχης. Ωρισμένως χάνετε όταν δεν λαμβάνετε την πρώτην ευκαιρίαν να κάμετε μίαν βόλτα την νύκτα εις τας συνοικίας, αι οποίαι όλο και κατεργαριές διηγούνται.
ΦΛΟΡΙΝΤΟΡ
EIKONEΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Δεκεμβρίου 1920
Το πρωινό φόντο του Μεσσηνιακού κάμπου παρουσιάζει μίαν φυσιογνωμίαν την οποίαν πολύν καιρό είχαμε να ιδούμε. Από τα βουνά της Κορώνης που στέκουν ωσάν να κυττούν με περιέργειαν προς τα βάθη της Μεσογείου, μία κάτασπρη μεταξωτή κορδέλλα αρχίζουσα καλύπτει το βουνό του Βουλκάνου, εξακολουθεί να απλώνεται προς τα απομεμακρυσμένα αρκαδικά βουνά, κάμνει ύστερα μίαν παρέκκλισιν προς τα βουνά της Αλαγωνίας, γίνεται πλατυτέρα εις τους πρόποδας του Ταϋγέτου και καταλήγει εις το βουνό της Σέλιτσας, όπου δένεται εις ένα θαυμάσιον φιόγκον με ιριδόχρωμα κρόσσια που καλύπτουν ως την μέση το μελαγχολικό Σελιτσιάνικο βουνό. Και δια να συμπληρωθή η ωραία σκηνογραφία που δεν την εφαντάσθη κανένας ποιητής και κανένας ζωγράφος, ο Μεσσηνιακός κόλπος καταγάλανος κλείει το σύνολον με μίαν απλότητα που μόνον αυτός κατέχει.
-Μια θαυμασία εμφάνισις εσημειώθη το προχθεσινό απόγευμα.
Την ώραν που ο Μποροβίλας διηύθυνε με επιμονήν τα παγωμένα ρεύματά του εις την
πόλιν, από την άκρη ενός δρόμου επρόβαλε μία ψιλόλιγνη σιλουλέτα και έτρεχε με
βήμα βιαστικό προς το άλλο τέρμα. Η τουαλέττα της ήτο κατάμαυρη, το κεφάλι
χωσμένο μέσα εις ένα απλούστατον καπελλάκι, τα χέρια μέσα εις βαρύτιμον μανσόν,
ο λαιμός κρυμμένος εις μαύρο γουναρικό και μόνον το πρόσωπον εράπιζε το αέρινον
κύμα και γι’ αυτό είχε γίνει κατακόκκινο και σχεδόν πυρώδες.
-Μόνον διότι μας ασωτεύει αυτά τα θεάματα, μου λέγει ο φίλος του
χρονογραφήματος, μόνον δι’ αυτό αρκεί να αγαπήση κανείς τον χειμώνα. Την ίδια
γυναίκα θα την έβλεπε το καλοκαίρι, θα παρήρχετο απαρατήρητον. Ανοικτά χρώματα
χωρίς αισθητικήν, ανοικτά ντεκολτέ που δεσμεύουν την φαντασίαν, τι να μας δίδει
το καλοκαίρι. Την σιλουέταν αυτήν δεν θα την ξαναϊδής. Κοίταξέ την λοιπόν πολύ
σε παρακαλώ. Την εκύτταξα και θα την εκύτταζα ακόμη εάν δεν εχάνετο με τα
βιαστικά της βήματα.
ΦΛΟΡΙΝΤΟΡ