Ο Γιάννης Καρακατσιάνης είναι ο καθηγητής που όλοι θα θέλαμε να έχουμε στο σχολείο… Πάντα μειλίχιος και πάντα κοντά στα παιδιά, έχει τον τρόπο να τα κερδίζει, προωθώντας το ομαδικό πνεύμα, τη συνεργασία, μέσα από τη βιωματική μάθηση αντί για τη στεγνή διδασκαλία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τάξεις του -τα τελευταία χρόνια στο 7ο Γυμνάσιο Καλαμάτας- είναι γεμάτες ακόμη και στα προαιρετικά μαθήματα!
Ανάμεσα σε όλες τις βασικές επαγγελματικές, οικογενειακές και άλλες υποχρεώσεις, βρίσκει το χρόνο για έρευνα και συγγραφή σημαντικότατων πρωτότυπων ιστορικών πονημάτων, για διοργανώσεις και συμμετοχή σε ημερίδες, για δημοσιεύσεις άρθρων, ενώ είναι από τους πρωτεργάτες στην ανάδειξη της Προφορικής Ιστορίας στην περιοχή μας.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, φυσικά, αφού ο Γιάννης Καρακατσιάνης «ενίσχυσε» την αγάπη του για την Ιστορία με μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, οπότε τα παιδιά μας έχουν την τύχη να έχουν στην τάξη τους έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο και η ευρύτερη περιοχή της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου έναν ακούραστο ερευνητή, ενώ περιμένουμε σύντομα να πιάσουμε στα χέρια μας τον επόμενο καρπό της ερευνητικής και συγγραφικής δουλειάς του…
Είχαμε πολλά να πούμε, λοιπόν, με τον κ. Καρακατσιάνη…
-Οι ιστορικές σπουδές ανήκουν στις ανθρωπιστικές ή στις κοινωνικές σπουδές και έχουν θέση στο σημερινό κόσμο;
Θέσατε ένα ερώτημα που μπορεί να φαίνεται απλό, αλλά εμπεριέχει έννοιες κι ερμηνείες, που διχάζουν τους σύγχρονους επιστημολόγους, παιδαγωγούς και θεωρητικούς της μεθοδολογίας της επιστήμης. Ας τους διασαφηνίσουμε. Τι μπορεί να θεωρηθεί ανθρωπισμός στη σύγχρονη εποχή; Ο σύγχρονος ανθρωπισμός ποια σχέση έχει, άραγε, με τον ίδιο όρο που αποδιδόταν στην Αναγέννηση, που σήμαινε κυρίως στροφή στη μελέτη των Γραμμάτων και του αρχαιοελληνικού κόσμου; Μήπως ο ανθρωπισμός ως μορφή αλληλεγγύης σε αδύνατους, όπως εξελίχθηκε ο όρος στον 20ό αιώνα, ταιριάζει καλύτερα στις ιστορικές και στις φιλολογικές σπουδές;
Στο δυτικό κόσμο η Ιστορία εντάσσεται κατεξοχήν στις Κοινωνικές Επιστήμες κι όχι τόσο στις Ανθρωπιστικές, που γενικά από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα υποβαθμίζονταν.
Στην Ελλάδα η Ιστορία είχε ενταχθεί στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, επειδή σφυρηλατούσε αρετές, συνδιαμόρφωνε την προσωπικότητα και είχε σχέση με το αρχαίο και το ανατολικό ρωμαϊκό πνεύμα. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μία προσπάθεια η Νεότερη Ιστορία να αποκολληθεί από την ανθρωπιστική εκδοχή και να ενταχθεί αυτόνομα στις Κοινωνικές Επιστήμες, τουλάχιστον στο σκέλος που αφορά στη Νεότερη Ιστορία. Αυτό έχει να κάνει ασφαλώς και με τον τρόπο που η Ελληνική Πολιτεία έχει επιλέξει να δομήσει τις πανεπιστημιακές σχολές και τα τμήματά της. Σήμερα Τμήματα Ιστορίας εκκολάπτουν νέους ιστορικούς, όχι μόνο στις Φιλοσοφικές Σχολές, αλλά και σε Τμήματα Σχολών Πολιτικών Επιστημών, Εθνολογίας ή Εθνογραφίας. Έτσι οι Έλληνες ιστορικοί μετέχουν τόσο Ανθρωπιστικών όσο και Κοινωνικών Επιστημών.
Με βάση αυτά, λοιπόν, η Ιστορία, επειδή είναι και γνώση (η λέξη άλλωστε προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα οίδα, που σημαίνει γνωρίζω), είναι σφυρηλάτηση της προσωπικότητας, είναι και κοινωνική ευθύνη. Θα έλεγα ότι είναι η γνώση του παρελθόντος στις πράξεις μας στο εκάστοτε παρόν, για να πιστεύουμε σε ένα καλύτερο μέλλον. Ειδικά στη σύγχρονη εποχή, που το 2% του πληθυσμού κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου ή που ακόμα οι τηλεφωνικές συσκευές του Μανχάταν είναι διπλάσιες από αυτές της Αφρικής και τα παιδιά της Αφρικής περπατούν ακόμα 2,5 ώρες κατά μέσο όρο την ημέρα, για να έχουν πρόσβαση στο νερό, κι οι παραγκουπόλεις αυξάνονται σαν τα μανιτάρια, μάλλον χρειαζόμαστε την ιστορική γνώση καθεαυτή, που μπορεί να μετασκευαστεί σε κοινωνική ευθύνη.
Ως προς τις φιλολογικές σπουδές, δε θα επεκταθώ περαιτέρω. Αρκεί απλά να αναφέρω ότι είναι αξιοσημείωτο το πώς και το γιατί η Ελλάδα ως μήτρα του ανθρωπισμού με την αναγεννησιακή έννοια δεν έχει καταφέρει να γίνει το απόλυτο σημείο αναφοράς του φιλολογικού κόσμου. Παρατηρούμε οι φιλολογικές σπουδές να υποβαθμίζονται διαρκώς, αφού η πληθώρα των προσφερόμενων θέσεων εργασίας είναι θέσεις τεχνικής κυρίως εξειδίκευσης κι όχι οικοδόμησης ολόπλευρης προσωπικότητας. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που ξεπερνά τη συζήτησή μας…
-Τελικά πώς πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία η Ιστορία;
Πρωτίστως, ιδανικό είναι να διδάσκεται από ιστορικούς, που έχουν εντρυφήσει στη μεθοδολογία και την ιστορική έρευνα πέρα από τις πιο εξειδικευμένες ιστορικές γνώσεις που έχουν. Κι αυτό ακόμα αποτελεί πολυτέλεια στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο με την οικονομική δυσπραγία, που σφραγίζει όλες τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας. Δεύτερον, χρειάζεται απογαλακτισμός από τον αναγκασμό των μαθητών να αποστηθίζουν κομμάτια από το σχολικό βιβλίο. Αυτές είναι δύο προϋποθέσεις άρρηκτα συνδεδεμένες και οι νέοι ιστορικοί έχουν τις γνώσεις. Πολλοί νέοι ιστορικοί θα μπορούσαν να αναλάβουν τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στα σχολεία. Η γνώση τους θα αποτελεί εγγύηση ότι θα απεγκλωβιστεί το εκπαιδευτικό σύστημά μας από την αποστήθιση σχεδόν αυτούσιων κομματιών του εγχειριδίου από τους μαθητές.
Από εκεί και μετά, νομίζω ότι είναι θέμα επιλογής παιδαγωγικής μεθόδου ο τρόπος μεθοδολογίας της διδασκαλίας της Ιστορίας. Πιο αξιόπιστο εργαλείο, για να αφυπνιστεί το ενδιαφέρον των μαθητών, είναι η παιδαγωγική αξιοποίηση των προτάσεων διδασκαλίας του Ρουσσώ: ας του γεννήσουμε του μαθητή το ενδιαφέρον, ας του προκαλέσουμε το ερώτημα γιατί έγινε κάτι, για ποιος λόγους υπάρχει ή φαίνεται ή συμβαίνει ένα γεγονός ή μία κατάσταση, τι σχέση μπορεί να έχει μια πράξη του παρελθόντος στη σύγχρονη καθημερινότητά μας. Από τη ζεστασιά εκπηγάζουν ποικίλοι τρόποι. Εγώ, για παράδειγμα, εδώ και 13 χρόνια χρησιμοποιώ ποικίλες μεθόδους επανάληψης και προέκτασης στη διδασκαλία, όπως τη δημιουργία από τους μαθητές ολιγόλεπτων ιστορικών ντοκιμαντέρ, ιστορικών επιτραπέζιων παιχνιδιών, την ιστορική δραματοποίηση μίας στιγμής ή την ιστορική μεταμφίεση, την αναπαλαίωση ιστορικού εγγράφου ή την ιστορική κατασκευή κι άλλα.
Και να ξέρετε ότι έχουν επιτυχία στην τάξη και διδακτικά αποτελέσματα. Στα 13 χρόνια εφαρμογής τέτοιου είδους καινοτομιών στο μάθημα της Ιστορίας έχουν παραχθεί από τους μαθητές πάνω από 400 πρωτότυπες τέτοιες, όπως αυτές που προανέφερα, εργασίες. Άλλωστε, η τάξη είναι ο πυρήνας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Μ’ αυτά τα εργαλεία η ζεστασιά της αγάπης για την Ιστορία συνδυάζεται στους μαθητές με την εμπλοκή με την ιστορική ενσυναίσθηση, με το αίσθημα δημιουργικότητας και την εμπέδωση στα ιστορικά γεγονότα και στις αιτίες τους.
-Και απ’ ό,τι βλέπω, προσπαθείτε να μοιραστείτε αυτή τη θετική εμπειρία σας, όπως αποδεικνύει η έκδοση του διδακτικού βοηθήματος «Ελάτε να κάνουμε Ιστορία», αλλά και η ημερίδα που διοργανώσατε την άνοιξη στο 7ο Γυμνάσιο για τη σημασία της εικόνας στη διδακτική πράξη…
Βεβαίως! Διδακτικός σκοπός της ημερίδας ήταν η ανάδειξη της εικόνας ως παιδαγωγικού εργαλείου στην Ιστορία και ο τρόπος χρήσης της. Ασφαλώς συνυπήρχαν κι άλλοι στόχοι, όπως η ανάδειξη στοιχείων της Τοπικής Ιστορίας, το πρόγραμμα για το Μεσοπόλεμο, πάνω στο οποίο εργάζεται η κυρία Μπρέγιαννη και η επαφή των μαθητριών και των μαθητών του Ομίλου Ιστορίας με την ιστορική μεθοδολογία.
Και στο παρελθόν είχαμε αναδείξει και με άλλη μία ημερίδα τη σημασία της βιωματικότητας και της ενσυναίσθησης στο μάθημα της Ιστορίας και χαίρομαι που οι κατευθύνσεις αυτές αρχίζουν να εισάγονται ως προτάσεις σιγά σιγά στα αναλυτικά προγράμματα της διδασκαλίας της Ιστορίας.
-Ο χώρος των Πειραματικών Σχολείων βοηθά να αναπτυχθούν τέτοιου είδους δραστηριότητες; Τι θα μπορούσε να δώσει περαιτέρω ώθηση σε ένα νέο πνεύμα πρόσληψης της γνώσης στα σχολεία μας;
Σίγουρα βοηθά. Δίνει και μία θεσμική, ας το πούμε έτσι, κάλυψη για τέτοιες πρωτοβουλίες και ταυτόχρονα μία αίσθηση ελευθερίας κινήσεων. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι και σε όλα τα σχολεία της περιοχής μας αναδεικνύονται διαρκώς τέτοιες δράσεις. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αναμφίβολα το φιλολογικό δυναμικό της Καλαμάτας και ευρύτερα της Μεσσηνίας είναι όχι απλά ευρυμαθές και δυναμικότατο, αλλά και πρωτοπόρο στην πρόσληψη και τη διάχυση νέων ιδεών και προτάσεων.
Ως προς το δεύτερο ερώτημά σας, σίγουρα κατά τη γνώμη μου χρειάζεται σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα μία περισσότερη ελευθερία δράσης των εκπαιδευτικών. Ξέρετε, η ίδια η πραγματικότητα “τρέχει” πολύ πιο γρήγορα, μεταβάλλεται ραγδαία σε σχέση με τις αλλαγές των εκπαιδευτικών σχεδιασμών και των Αναλυτικών Προγραμμάτων. Αυτή την απόσταση νομίζω ότι μπορεί να την καλύψει ο εκπαιδευτικός και η πρωτοβουλιακή του δράση.
-Πείτε μας για τον Όμιλο Ιστορίας του Πειραματικού Γυμνασίου, στον οποίο είστε υπεύθυνος…
Προβλέπεται να αφιερώνονται κάποιες διδακτικές ώρες στο πλαίσιο της διδασκαλίας της Ιστορίας στο Γυμνάσιο για επαφή των μαθητών με την Τοπική Ιστορία. Και υπάρχουν πολλοί και πολλές εκπαιδευτικοί που αφιερώνουν χρόνο, αναθέτουν εργασίες, ετοιμάζουν πρότζεκτ με επίκεντρο την Τοπική Ιστορία. Αλλά μπροστά στο άγχος των διδασκόντων να ανταποκριθούν στην προγραμματισμένη ύλη του μαθήματος, η Τοπική Ιστορία βρίσκει ακόμα περιορισμένο χώρο στη διδακτική πραγματικότητα.
Εμείς προσπαθούμε να βρούμε αυτό το χώρο στο πλαίσιο λειτουργίας του Ομίλου Ιστορίας. Ο Όμιλος Ιστορίας του Πειραματικού Γυμνασίου Καλαμάτας λειτούργησε την περσινή χρονιά με θέμα τη «Νεότερη Ιστορία της Καλαμάτας από το 1870 έως το 1939». Εκτός από το θεωρητικό κομμάτι της παρουσίασης των γεγονότων και των πηγών, οι μαθήτριες και οι μαθητές του συνέλεξαν κι επέλεξαν να σχολιάσουν σε λεζάντες ιστορικές φωτογραφίες της περιόδου, τις οποίες παραδώσαμε ως υλικό στο πρόγραμμα που διευθύνει η κυρία Μπρέγιαννη, όπως προαναφέραμε.
Τη φετινή χρονιά ο Όμιλος Ιστορίας λειτουργεί κι έχει ως θεωρητικό θέμα τη Μεσαιωνική Ιστορία της Καλαμάτας από το 1000 έως το 1776. Στο εργαστήριό μας οι μαθητές μαθαίνουν τεχνικές της Προφορικής Ιστορίας. Με αυτές θα καταγράψουν προφορικές αφηγήσεις ζωής για το πώς βίωσαν οι Καλαματιανές και οι Καλαματιανοί το σεισμό της Καλαμάτας το 1986, ώστε να προκύψει μία μικροϊστορία της Καλαμάτας προ του σεισμού και της μετασεισμικής πόλης, μια και, όπως μάλλον ξέρετε καλά, κάθε κρίση είναι ταυτόχρονο μία ευκαιρία για αλλαγή, αν αναλογιστούμε την πολιτιστική κι αρχιτεκτονική έκρηξη στη μετασεισμική Καλαμάτα.
Τα αποτελέσματά μας θα παρουσιαστούν σε Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας και θα κατατεθούν στον Όμιλο Προφορικής Ιστορίας Μεσσηνίας, καθώς θεωρούμε σημαντική τη διάχυση των αποτελεσμάτων μίας δράσης στην τοπική αλλά και την επιστημονική κοινότητα.
-Ως ειδικός στην Τοπική και την Προφορική Ιστορία, αλλά και τη μεθοδολογία της (σ.σ. μεταξύ άλλων εμβληματικό θεωρείται το έργο του κ. Καρακατσιάνη «Ο Πόλεμος στη Μάνη»), πείτε μας δυο λόγια…
Η Προφορική Ιστορία εκ πρώτης όψεως είναι μία “ιστορία από τα κάτω”. Είναι οι εμπειρίες κι οι προσλήψεις της κοινωνικής πραγματικότητας από κοινωνίες πολιτών. Αν θελήσουμε να βλέπουμε κι όχι μόνο να κοιτάζουμε τη σημασία των ανθρώπινων βιωμάτων, η Προφορική Ιστορία σημασιοδοτεί και το πώς οι κοινωνίες πολιτών αλλάζουν τη ροή μιας πραγματικότητας, ιεραρχούν τις δραστηριότητες με άλλη σειρά από αυτή που ισχύει σε μακρινά ή άλλα κέντρα, δίνουν σημασία σε διεργασίες που δε φαίνονται και επηρεάζουν βαθύτερα τη σφυρηλάτηση προσωπικοτήτων, τις πολιτιστικές επιλογές, τη διασκέδαση, τις αντιλήψεις, τις έμφυλες σχέσεις. Τα κοινωνικά και ατομικά τραύματα κι η επούλωσή ή η διαιώνισή τους, οι μεταβολές της τιμής των προϊόντων κι οι επιπτώσεις του πληθωρισμού σε μία τοπική κοινωνία, οι βίαιες ή οι απότομες αλλαγές των εργασιακών σχέσεων, το κλείσιμο ή το άνοιγμα ενός εργοστασίου σε μία πόλη ή μία γειτονιά, η αλλαγή του τρόπου διασκέδασης και των καταναλωτικών ή διατροφικών συνηθειών στην επαρχία, οι επιρροές των τελετουργιών ή διάφορων εκκλησιαστικών ή πολιτικών οργανώσεων στην εφηβική ζωή ενός νέου ή νέας, τα σεξουαλικά ταμπού κι οι οικογενειακές σιωπές κι άλλα πολλά είναι γεγονότα που μεταβάλλουν τις πολιτισμικές και κοινωνικές συνήθειες πληθυσμών.
Και κάποια στιγμή έρχεται μία ρήξη, μία πολιτική, πολιτιστική, κοινωνική ρωγμή, που εμφανίζεται με ένα πολιτικό ή στρατιωτικό γεγονός, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευτεί με μία αλλαγή των διαθέσεων των ψηφοφόρων ή με μία γεωστρατηγική και μόνο γενικότητα.
Η Προφορική Ιστορία, λοιπόν, ξετρυπώνει τις περιφερειακές μικροϊστορίες και τις συνενώνει με τα μεγάλα ιστορικά φαινόμενα. Κι έτσι αφυπνίζει τους πολίτες. Αποτελεί ένα εργαλείο της Κοινωνικής Ιστορίας, που ταυτόχρονα ενδυναμώνει την κοινωνική ευθύνη των πολιτών, αναμοχλεύοντας την κριτική τους ικανότητα.
-Εσείς πώς χρησιμοποιήσατε την Προφορική Ιστορία στον «Πόλεμο στη Μάνη», πώς δηλαδή η πελοποννησιακή ιστορία της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφύλιου Πολέμου συνδέθηκε με την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή Ιστορία;
Ο «Πόλεμος στη Μάνη» είναι δίτομο έργο. Ο πρώτος τόμος περιγράφει μέσα από θεματικές ενότητες τη μανιάτικη κι ευρύτερα τη νοτιοπελοποννησιακή πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική, πολιτισμική ιστορία από το 1935 έως το 1950. Πέρα από το να την περιγράφει, αφήνει να φανούν τα πώς και τα γιατί έγιναν τα γεγονότα κι αναδεικνύει τις κοινωνικές και πολιτισμικές συγκρούσεις στις πελοποννησιακές κοινωνίες και τα μετέπειτα τραύματα σε σχέση με το ευρύτερο ελληνικό και παγκόσμιο περιβάλλον.
Ο δεύτερος τόμος είναι όλος πρωτογενείς πηγές: ανέκδοτα αρχεία, ημερολόγια, επιλεγμένα κείμενα πρωταγωνιστών από κάθε ιστορική πλευρά κι άλλα, που ξεχώρισα για τη σπουδαιότητα και τη σημασία τους για την αλλαγή μίας πραγματικότητας στην περιοχή μας. Πέρα από αυτά, ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει και 31 αφηγήσεις ζωής πρωταγωνιστών ή ανθρώπων που ήξεραν από πρώτο χέρι ή είχαν βιώσει εμπειρίες, που επηρέασαν όχι μόνο τα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης ή του Εμφύλιου, αλλά και τις αλλαγές στις τοπικές κοινωνίες.
Οι αφηγήσεις από μόνες τους είναι συνταρακτικές είτε πρόκειται για εξομολογήσεις δολοφονιών, είτε για βιασμούς από ζώα, είτε για μαζικές δολοφονίες, είτε για βιωμένα οικογενειακά τραύματα. Τα στοιχεία του δεύτερου τόμου διασταυρώθηκαν με τις ήδη υπάρχουσες έως τότε πηγές κι έδωσαν την αφήγηση του πρώτου τόμου.
Ωστόσο, ο δεύτερος τόμος, και οι αφηγήσεις ζωής του, είναι τόσο ζωντανός, αφού οι αφηγητές μιλάνε οι ίδιοι, που διαβάζεται κι από μόνος του λογοτεχνικά. Έτσι γενικά και χωρίς να υπεισέρχομαι σε μεθοδολογικές ή άλλες λεπτομέρειες, μπορούμε να πούμε ότι η Προφορική Ιστορία έρχεται στο επίκεντρο και γράφει ολόκληρη ιστορία 15 περίπου χρόνων, αλλά και δείχνει πόσο αυτά τα 15 χρόνια επηρέασαν την ελληνική επαρχία της νότιας Ελλάδας μέχρι πολύ αργότερα, ίσως μέχρι το 1980.
Ως προς το τελευταίο σκέλος του ερωτήματός σας, το έργο αυτό κάνει μάλλον ένα βήμα παραπέρα από μία πρώτη ολοκληρωμένη κι ολόπλευρη παρουσίαση των γεγονότων της περιόδου που είπαμε. Εξηγεί γιατί και πώς δημιουργήθηκαν μετεμφυλιακά τραύματα στη νότια Πελοπόννησο, τι έγινε και αυτά δομήθηκαν κι ανδρώθηκαν. Και τα “κουμπώνει” στο ευρύτερο ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της Ελλάδας, τονίζοντας πού υπήρχαν τοπικές επιρροές από το αθηναϊκό κέντρο, πού υπήρξαν ρωγμές, ασυνέχειες κι ιδιαιτερότητες.
Από αυτό το έργο είμαι χαρούμενος, επειδή έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης λογοτεχνών, καθώς αρκετές και αρκετοί λογοτέχνες έχουν εμπνευστεί εν μέρει σε έργα τους, ενώ δύο έχουν συγγράψει εξ ολοκλήρου λογοτεχνικές δημιουργίες τους εμπνευσμένες από αυτό.
-Πρόκειται για δύσκολα κι ανεξερεύνητα θέματα, που μάλλον μας βόλευε για πολύ καιρό να αποσιωπούμε και να κρύβουμε…
Πράγματι! Η πρώτη εντύπωση σε κάτι κακό είναι η άρνηση κι η σιωπή. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου συνειδητοποιούμε ότι η σιωπή δεν είναι χρυσός, αλλά συναίνεση και συνενοχή και μας γεμίζει συνήθως με κρυφούς εφιάλτες.
Η κάθαρση έρχεται με το διάλογο με το τραυματικό μας παρελθόν και την αποδοχή του τραύματος του άλλου. Κι ο διάλογος συνήθως δεν έρχεται από τη δεύτερη γενιά, που ακολουθεί κάποια δραματικά γεγονότα. Έρχεται συνήθως με την τρίτη γενιά. Δηλαδή, τα παιδιά δε θέλουν να μαθαίνουν, δεν μπορούν εύκολα να διαχειριστούν το τραύμα των γονέων. Τα εγγόνια και τα δισέγγονα, όμως, συνήθως είναι πιο έτοιμα να ρωτήσουν, να μάθουν, να εξηγήσουν, να καταλάβουν, να αποδεχτούν. Δείτε, για παράδειγμα, τη μεταπολεμική Γερμανία. Η πρώτη γενιά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σιώπησε στο ναζιστικό παρελθόν. Το έκρυβε, το αποσιωπούσε, το κάλυπτε. Η δεύτερη και σίγουρα η τρίτη γενιά Γερμανών άρχισε να ρωτά, να μαθαίνει, να ερμηνεύει, να καταλογίζει ευθύνες ή να δικαιολογεί, να αποδέχεται το παρελθόν της. Κάπως έτσι συμβαίνει με τραυματικές εμπειρίες, όπως η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος στη νότια Πελοπόννησο.
-Με τι άλλο ασχολείστε αυτό τον καιρό;
Δίνω μία έμφαση στην ανάδειξη κομματιών της Τοπικής Ιστορίας τον τελευταίο καιρό. Είναι σχεδόν έτοιμη να εκδοθεί από τις εκδόσεις Αλφειός μία εμπεριστατωμένη ιστορία της μεσαιωνικής Καλαμάτας από το 1000 μ.Χ έως το 1776 μ.Χ. Θα αναδεικνύει άγνωστες πτυχές της περιοχής σε μερικώς ή καθόλου εξερευνημένες περιόδους, αλλά και θα συνενώνει αποσπασματικές γνώσεις μας για την πόλη, θέλω να πιστεύω με επιστημονική εγκυρότητα.
Κάθε κεφάλαιο θα περιέχει χρονολόγιο, αναλυτική αφήγηση σε ενότητες, πηγές και παραθέματα και φωτογραφίες.
Επίσης, με μία ομάδα φίλων είμαστε έτοιμοι να ολοκληρώσουμε ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ μίας ώρας για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους Γερμανούς το 1944. Μένουν κάποια λίγα τεχνικά σημεία και πιστεύω ότι σύντομα θα είμαστε έτοιμοι να το παρουσιάσουμε.
Ποιος είναι ο Γιάννης Καρακατσιάνης
Ο Γιάννης Καρακατσιάνης είναι διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έχει μεταπτυχιακή ειδίκευση στην Ιστορία της Φιλοσοφίας.
Έχει δώσει πολυάριθμες διαλέξεις σε ελληνικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, για θέματα κυρίως που σχετίζονται με την περίοδο 1930-1960, την Ιστορία των Συνεταιρισμών, την Προφορική και την Τοπική Ιστορία, την Ιδεολογία και για καινοτόμες προσεγγίσεις στη Διδακτική της Ιστορίας.
Εκτός από τις ποικίλες επιστημονικές ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους, έχει γράψει το «Οι σαλοί στη Βυζαντινή Κοινωνία, Βίος Αγίου Ανδρέα Σαλού» (μετάφρ. Γιάννης Σούκης), εκδόσεις, Αρμός, 2005, έχει επιμεληθεί το συλλογικό τόμο «Νότια Πελοπόννησος 1935-1950», εκδόσεις Αλφειός & Σύνδεσμος Φιλολόγων Μεσσηνίας, 2009. Έχει εκδώσει το «Πότε γεννήθηκε η Ιδεολογία; Πότε έφτασε στην Ελλάδα», εκδόσεις Αλφειός, 2012 και το δίτομο έργο «Ο Πόλεμος στη Μάνη, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος μέσα από προφορικές μαρτυρίες πρωταγωνιστών και ανέκδοτα αρχεία», Αρεόπολη 2014.
Άλλες αυτοτελείς εκδόσεις του είναι: «Ελάτε να κάνουμε ιστορία, Βοήθημα για καθηγητές και γονείς με παράδειγμα τη διδακτική της Ιστορίας Β’ Γυμνασίου», τ. Α. 2015, τ. Β, 2016. «Πώς ξετυλίγεται η ιστορία στο ορεινό αρκαδικό χωριό: μία σύντομη ιστορία για το Μάναρι Αρκαδίας», εκδ. Συλλεκτική, Αθήνα, 2018. «Μεσαιωνική Ιστορία της πόλης της Καλαμάτας, τ. Α’. Βυζάντιο- Φραγκοκρατία-Δεσποτάτο Μυστρά, 1000-1460», Καλαμάτα 2021.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη