Η σύσταση του ΕΣΥ από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αποτέλεσε τομή για τη δημόσια υγεία στη χώρα μας. Η οργάνωση της δημόσιας υγείας αποτελεί πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών πολιτικών και αντιλήψεων, που αποτυπώνονται στη νομοθεσία και επιδρούν θετικά ή αρνητικά στην κοινωνία, στους ασθενείς, στους συγγενείς τους.
Στο άρθρο 1 του ιδρυτικού ν. 1397/1983 αναφέρεται: «1. Το κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών. 2. Οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ενιαίο και αποκεντρωμένο εθνικό σύστημα υγείας, που οργανώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού».
Η κυβέρνηση Κων/νου Μητσοτάκη με το ν. 2071/1992 αντικατέστησε το άρθρο 1 ως εξής: «1. Το κράτος μεριμνά για την ίδρυση, λειτουργία, οργάνωση και εποπτεία των κατάλληλων φορέων προς εξασφάλιση της υγείας όλων των πολιτών. 2. Το κράτος εξασφαλίζει το δικαίωμα και τη δυνατότητα στον πολίτη να επιλύσει προληπτικά ή θεραπευτικά το πρόβλημα της υγείας του, μέσα από διαδικασίες που θα του διασφαλίζουν στο ακέραιο την ελεύθερη επιλογή και το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Η κυβέρνηση Παπανδρέου με το ν. 2194/1994 κατάργησε την παραπάνω αλλαγή της κυβέρνησης Μητσοτάκη και επανέφερε το άρθρο στην αρχική του μορφή, όπως ισχύει και σήμερα.
Οι αλλαγές δεν είναι ασήμαντες. Δεν πρόκειται για αδιάφορες λεκτικές αλλαγές. Οι λέξεις αποτυπώνουν σχέσεις. Πρόκειται για διαφορετικές κρατικές δεσμεύσεις. Για διαφορετικές πολιτικές και επιλογές στον κρίσιμο τομέα της υγείας.
Η πρώτη διατύπωση αναφέρεται σε ευθύνη του κράτους να διασφαλίζει την πρόσβαση στις δημόσιες δομές υγείας ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, ενώ η δεύτερη αποσιωπά την ευθύνη του κράτους και αναφέρεται ουσιαστικά σε ημιδημόσιες δομές και διαφοροποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η δεύτερη προσέγγιση επανήλθε με το ν. 4999/2022 της παρούσας κυβέρνησης, όπου με την ακύρωση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών του Δημοσίου, την εισαγωγή του ιδιωτικού έργου και της ιδιωτικής αμοιβής των γιατρών, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό χώρο, περιορίζεται, υποβαθμίζεται και αλλοιώνεται ο δημόσιος χαρακτήρας του ΕΣΥ.
Οδηγούμαστε, ουσιαστικά, σε ασθενείς δύο ταχυτήτων με βάση το εισόδημά τους.
Στην Τριφυλία οι ελλείψεις των υγειονομικών δομών σε προσωπικό είναι μεγάλες.
Στο Κ.Υ. Φιλιατρών, για παράδειγμα, δεν υπάρχει γιατρός ειδικότητας. Η εξαγγελθείσα λύση για δήθεν κάλυψη του Κ.Υ. Φιλιατρών με γιατρό τρεις φορές την εβδομάδα από το Κ.Υ. Γαργαλιάνων και το Νοσοκομείο Κυπαρισσίας δεν αντέχει σε κριτική και δεν μπορεί να λειτουργήσει. Οι ίδιες, άλλωστε, νοσηλευτικές μονάδες Κυπαρισσίας –Γαργαλιάνων έχουν ελλείψεις.
Αρνητική εντύπωση προξένησε η αφωνία της Δημοτικής Αρχής, θεσμικών παραγόντων του νοσοκομείου και της περιοχής κατά την πρόσφατη επίσκεψη της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, κας Γκάγκα, στο Νοσοκομείο Κυπαρισσίας. Είδαμε φωτογραφίες με την κα υπουργό. Καμία, όμως, δήλωση, διατύπωση αιτήματος και δέσμευση για την κατάσταση του Νοσοκομείου Κυπαρισσίας και την ανάγκη στελέχωσης με ιατρονοσηλευτικό προσωπικό των δομών υγείας της Τριφυλίας.
Η χώρα μας, και η πρόσφατη πανδημία το επιβεβαίωσε, έχει ανάγκη από ένα ισχυρό και σύγχρονο Δημόσιο Σύστημα Υγείας, που παρέχει υψηλές υπηρεσίες και λειτουργεί με δικαιοσύνη και σεβασμό στην αξία της ανθρώπινης υγείας και ζωής.
Του Δημήτρη Α. Δριμή