Ο εσπερινός της παραμονής είχε τελειώσει και η νύχτα άπλωνε το σκοτάδι της σφίγγοντας τα φώτα, που εχρωμάτιζαν με δυνατό κόκκινο τας όψεις των παλαιών σπητιών της μικράς πλατείας της Υπαπαντής.
Από τον στενόν δρομίσκον του Άη Γιάννη επρόβαλε ένα γυναικείον σχήμα και επροχώρησε βιαστικά προς την είσοδον του νάρθηκος. Το φως των κεριών απλώνετο διακριτικόν επάνω εις τας αυστηράς αγιογραφίας του τέμπλου και η φωνή του παπά ηκούετο πένθιμος να ψιθυρίζη κάποιαν ευχή. Μόνον ο θρόνος της Μεγαλόχαρης εφωτίζετο από την λάμψιν αμετρήτων λαμπάδων, που ανελύοντο σιγά σιγά εις τους μεγάλους κηροστάτας.
Εμπρός, εις τον θρόνον αυτόν, εγονάτιζε κάποτε ένας ασπρομάλλης γέρος ή ελύγιζε τα γόνατα εκείνη η μητέρα ή μία αδελφή με ένα χαροκαμένο γέλοιο στα κόκκινα χείλη. Και τα μάτια των γυναικών που εγράφοντο καρτερικά επάνω εις τα στασίδια προς το φως εκείνο το πλούσιον και αυγάζον την παλαιάν εικόνα της Μεγαλόχαρης, εστρέφοντο εις μακρυνήν δέησιν.
Η γυναίκα που ήρχετο από το στενό καντούνι του Άη Γιάννη, επροχώρησε με βήμα κλονιζόμενον προς τον Θρόνον, που μεγαλοπρεπής και ολόφωτος εφάνταζε ωσάν θαύμα μέσα εις τον αυστηρόν χώρον της εκκλησίας με την επιβλητικήν αρχιτεκτονικήν του. Εστάθη θαμπή από την λάμψιν των κεριών και των χρυσών αναθημάτων και έπειτα έπεσεν εις τα γόνατα, σφίγγουσα στην αγκαλιά της την βάσιν του Θρόνου.
Έλεγε κάτι με λυγμούς που αντήχουν πνιγμένοι εις τους υψηλούς θόλους αρκετή ώρα και όταν κλονιζομένη ετραβήχθη σε κάποιο στασίδι, τα γυναικεία χείλη εψιθύρισαν με κατάνυξιν και θαυμασμόν και λύπην την ιστορίαν της. Ήτο μία μητέρα πολύ νέα, που είδε πέντε παιδιά της να πεθαίνουν εις την σπαράζουσαν αγκαλιά της. Το τελευταίο, ένα χαριτωμένο τριών χρόνων παιδάκι, εξεψυχούσε το βράδυ εκείνο. Η μητέρα με τα ωχρά χαρακτηριστικά και τα γεμάτα δάκρυα μάτια, έβλεπε από το στασίδι την εικόνα, αστράπτουσαν από φως και δόξαν.
Η ολονυκτία επέρασεν, απηχούσα λυγμούς και θρήνους καρτερημένους, ψιθυρίζουσα εις τους θόλους την παράκλησιν του γέρου παπά, γεμάτη από την δέησιν των θλιμμένων ψυχών και των πονεμένων καρδιών. Έξαφνα η μητέρα που αποκαμωμένη είχε γύρει στο στασίδι, εσηκώθη ορμητική. Ένα κοριτσάκι της έλεγε: Είναι καλά, σε θέλει. Τρέξε, είναι καλά.
Η μητέρα ερρίφθη με λυγμούς χαράς τώρα στα πόδια του Θρόνου ενώ οι γυναικούλες παρετήρουν με ζωηρότητα και ελπίδα. Η φωνή του παπά ηκούσθη εντονωτέρα. Και το φως της αυγής του Φεβρουαρίου, εχάριζε στην εκκλησία χρυσέρυθρον λάμψιν. Και οι βαρειές καμπάνες εδόνησαν τον αέρα με την εορταστικήν φωνή τους.
Εξημέρωνε της Υπαπαντής.
ΑΠΟΜΑΧΟΣ