Σε ηλικία 78 ετών, έφυγε από τη ζωή η Μυρσίνη Ζορμπά μετά από «μάχη» που έδωσε με τον καρκίνο.
Η Μυρσίνη Ζορμπά διετέλεσε Υπουργός Πολιτισμού με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν Ευρωβουλευτής, πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, αλλά είχε μεγάλη παρουσία και στο κομμάτι του βιβλίου καθώς υπήρξε και εκδότρια
Όπως αναφέρεται σε ανάρτηση στον λογαριασμό της στο Facebook, η Μυρσίνη Ζορμπά «πέρασε στην ανυπαρξία πριν από λίγο».
Η Μυρσίνη Ζορμπά, διετέλεσε Υπουργός Πολιτισμού (Αυγ. 2018-Ιουλ.2019), Ευρωβουλευτής (2000-2004), πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (1995-1999) και εκδότρια (εκδόσεις «Οδυσσέας» 1973-1992).
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1968-1972)και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στη Φιλοσοφία του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Ρώμης ως υπότροφος της Ιταλικής Κυβέρνησης (1973-74). Η διδακτορική της διατριβή έχει τίτλο «Η κρατική πολιτική για το βιβλίο» (Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1992). Δίδαξε θεωρία και πολιτική του πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1992-1995 και 2005-2007) και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (2006-2012). Ίδρυσε την εθελοντική οργάνωση «Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού» (2004) με ιδιαίτερη δραστηριότητα στα προσφυγόπουλα, για τα οποία δημιούργησε και το πρώτο σχολείο το καλοκαίρι του 2015. Το 2022 το Πανεπιστήμιο Ρώμης La Sapienza την τίμησε ως διακεκριμένη απόφοιτό του και έδωσε το όνομά της στο Laboratorio di Studi Neogreci του Τμήματος Ευρωπαϊκών, Αμερικανικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών.
Αντιστάθηκε στη δικτατορία ως μέλος του ΠΑΜ, της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων και της πρώτης έκδοσης του Αντί. Υπήρξε συνιδρύτρια του εκδοτικού οίκου Οδυσσέας (1973), μετέφρασε και έκανε γνωστά στην Ελλάδα τα έργα του Γκράμσι. Στη Μεταπολίτευση ήταν μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού, της Κ.Ε. της ΕΑΡ (1987) και της κίνησης «Πολιτεία». Το 2000-2004 εξελέγη μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με το ΠΑΣΟΚ, και συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομάδα και στην Επιτροπή Πολιτισμού του Ευρωκοινοβουλίου.
Η ανάρτηση
«Η λέξη που ταιριάζει σε αυτόν τον σύντομο ορίζοντά μου είναι η ανυπαρξία. Δεν περιγράφεται, γιατί είναι ένας ου τόπος, ου χρόνος. Την περασμένη εβδομάδα στη συζήτηση με τον γιατρό κατάλαβα ότι διακόπτουμε τις χημειοθεραπείες, δεν είχαν αποτέλεσμα, και ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές.
Επομένως η ανυπαρξία είναι αυτό που εκφράζει καλύτερα, που διατυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτό που έρχεται. Βέβαια όλο το διάστημα, εδώ και έναν χρόνο, μέσα από τη συμπίεση, που διαρκώς μεγαλώνει, τον χρόνο που η κλεψύδρα του αδειάζει, διογκώνεται ο φόβος, που στην αρχή είχε μερικές χαραμάδες, κάποιες ελπίδες, μερικά ίσως πιθανόν, και σιγά σιγά ο φόβος καταλαμβάνει όλον τον υπάρχοντα χρόνο και είναι τόσο απόλυτος που πια δεν φοβάσαι, γιατί δεν υπάρχει μέσα σε αυτό κάτι που να κινείται, να έχει μία ροή».
«Υπάρχει μόνο αυτό που ζεις και που από τη μία μεριά είναι σκοτεινό και δυσοίωνο, μια δυστοπία, από την άλλη είναι η πραγματική ζωή, αυτό το κάθε μέρα, που το επιμελείσαι, το φροντίζεις. Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ’ όλα, η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει να υπάρχει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από χρόνο.
Επομένως υπάρχουν οι δύο πλευρές και η ζωή είναι αυτή που κερδίζει την καθημερινότητα, οπότε αυτός ο συμπαγής όγκος του φόβου μένει εκεί, παγωμένος και παγιωμένος και σου επιτρέπει να ζήσεις αυτό που ζεις. Πιο πέρα, σηκώνοντας το βλέμμα, η ανυπαρξία είναι το πιο ρεαλιστικό… Είναι λίγο αστείο βέβαια, καμία ανυπαρξία δεν είναι ρεαλιστική, παρά μόνο άμα τη βλέπεις απ’ έξω και εγώ τη βλέπω από πολύ κοντά πια. Πέρασε στην ανυπαρξία πριν από λίγο».