Μετά τη συγκλονιστική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του, ο καθένας με το δικό του τρόπο, επαναλαμβάνουν αυτό που είχε πει ο Μπάμπης Δρακόπουλος, ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ εσωτερικού, όταν η Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων δεν έπιασε το 3% για να μπει στη Βουλή: «Έχουν δικαίωμα και οι λαοί να κάνουν λάθος». Βλέπετε, θεωρούν ότι ξέρουν το συμφέρον του λαού καλύτερα από τον ίδιο το λαό. Όταν γνωρίζουν μία ήττα, πιστεύουν ότι φταίει ο λαός και όχι οι ίδιοι!
Ο Ξυδάκης το είπε καθαρά: «Ένα μέρος όσων ψήφισαν Ν.Δ. έχουν ομίχλη στα μυαλά, είναι θυρωροί της νύχτας – Οι νέοι που ψήφισαν Μητσοτάκη δεν έχουν καταλάβει τίποτα – και μάλλον φταίνε οι γονείς τους», φτάνοντας να μιλήσει για το «σύνδρομο της Στοκχόλμης», όταν δηλαδή το θύμα μιας κακοποίησης ή μιας αιχμαλωσίας νιώθει κατανόηση, συμπόνια και άλλα θετικά συναισθήματα προς το πρόσωπο του θύτη.
Φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο να χαρακτηρίσει τον Μητσοτάκη πρώην ναζί σαδιστή και το 40% του εκλογικού σώματος «εθελόδουλο θύμα – ερωτικού θηράματος που υπέκυψε στον βασανιστή»!
Οι παραλληλισμοί του Ξυδάκη δεν είναι αποτέλεσμα μιας ψυχικής αποσταθεροποίησης λόγω της ήττας. Είναι ο κυρίαρχος αντικυβερνητικός λόγος στα «πετσωμένα» κοινωνικά δίκτυα της τετραετίας που πέρασαν # Ν.Δ. φασίστες, # Ν.Δ. βιαστές, # Ν.Δ. δολοφόνοι, # Μητσοτάκη y a.
Και τι δεν είπαν, τι δεν έγραψαν και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Σεξουαλικά εγκλήματα παρουσιάστηκαν σαν σκάνδαλα διαφθοράς της εξουσίας. Το ξέσπασμα της νεολαίας την περίοδο της πανδημίας ερμηνεύτηκε και υποδαυλίστηκε ως σαν κοινωνική εξέγερση.
Από την άλλη, ο Τσίπρας είπε ότι φοβάται για την κοινωνία από την αλαζονεία του Μητσοτάκη.
Δεν υπάρχει πιο αλαζονικό σε μια δημοκρατία να κατακρίνεις το λαό για την επιλογή του και να τον απειλείς ότι θα πληρώσει το λάθος του.
Ξεχνούν πως στις εκλογές δεν κρίνουν οι πολιτικοί τους ψηφοφόρους. Οι ψηφοφόροι τούς κρίνουν.
Κι όλα αυτά για να κρύψουν τους δικούς τους φόβους για τη δική τους αδυναμία.
Η σκέψη τους έχει προγραμματιστεί από το σύνδρομο του «ηθικού πλεονεκτήματος» που οδηγεί στην αλαζονεία.
Του Μιχάλη Βασ. Σούμπλη