Την αναφορά της Frontex για την τραγωδία στα ανοιχτά της Πύλου αποκάλυψε η εφημερίδα «Realnews», παρουσιάζοντας και φωτογραφίες λίγο πριν αποπλεύσει από το Τομπρούκ της Λιβύης το αλιευτικό που οδήγησε στο θάνατο εκατοντάδες μετανάστες,.
Επίσης, γίνεται αναφορά σε εκτεταμένη σύρραξη εν πλω με έξι νεκρούς, κάτι το οποίο κατέθεσαν στις ελληνικές Αρχές οι διασωθέντες.
Πληροφορίες για τα ταξίδι
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, η Frontex είχε γνώση για το μοιραίο αλιευτικό που απέπλευσε από τη Λιβύη και το παρακολουθούσε επί μέρες. Ωστόσο, η αλληλουχία των γεγονότων αποκαλύπτει έλλειμμα επικοινωνίας και έγκαιρης κοινοποίησης των στοιχείων στους άμεσα εμπλεκόμενους φορείς. Αυτό προκύπτει από την απόρρητη έκθεση που αποκαλύπτει η Realnews. Πρόκειται για αναφορά που η ευρωπαϊκή υπηρεσία συνέταξε στις 15 Ιουνίου, μία ημέρα μετά το ναυάγιο.
Στην έκθεση της Frontex περιλαμβάνονται δορυφορικές εικόνες από το Τομπρούκ της Λιβύης. Σε αυτές δε φαίνεται μόνο το μοιραίο πλοίο, αλλά και δύο πανομοιότυπα σκάφη μαζί με ακόμη ένα μικρότερο και άλλα πέντε υποστηρικτικά, αρκετές ημέρες πριν από τον απόπλου. Ωστόσο, εγείρονται ερωτήματα για το πότε ενημερώθηκαν ακριβώς το ελληνικό Λιμενικό και η ιταλική ακτοφυλακή.
Η «Realnews» αναφέρει και σημαντικές πληροφορίες για το ταξίδι, όπως αυτές προκύπτουν από την έρευνα των ελληνικών Αρχών. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο έχει να κάνει με τον τρόπο που έγινε η επιβίβαση των μεταναστών στο σκάφος. Όπως αποκάλυψε η «R» στο φύλλο της Κυριακής, οι μετανάστες συγκεντρώνονταν σταδιακά επί 40 με 50 ημέρες σε αποθήκη στο Τομπρούκ. Όταν ήρθε η ημέρα της αναχώρησης, στις 9 Ιουνίου, το σκάφος απέπλευσε άδειο από το λιμάνι. Φτάνοντας στα 10 ναυτικά μίλια από τις ακτές του Τομπρούκ, παρέμεινε αρόδο για αρκετές ώρες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα οι μετανάστες, κατά ομάδες των 20-30 ατόμων, μεταφέρθηκαν με τα βοηθητικά σκάφη, που ήδη είχαν καταγραφεί στις δορυφορικές φωτογραφίες της Frontex, και επιβιβάστηκαν στο μοιραίο πλοίο.
Επεισόδιο
Έτσι, οι διακινητές αποφεύγουν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες των μεταναστών για τις συνθήκες που επικρατούν στα πλοία, καθώς, όταν κάποιος επιβιβάζεται σε ένα σκάφος που ήδη βρίσκεται στη θάλασσα, είναι αδύνατον να ζητήσει να μην ταξιδέψει. Σταδιακά, λοιπόν, έβλεπαν να στοιβάζονται στα αμπάρια όλο και περισσότεροι, μέχρι που γέμισε και το κατάστρωμα. Συνολικά υπολογίζεται, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των διασωθέντων, ότι στο πλοίο βρίσκονταν περίπου 500 άτομα.
Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό στοιχείο, είναι το γεγονός ότι περίπου 50 μίλια μετά την αναχώρησή του το πλοίο υπέστη βλάβη εν πλω. Επισκευάστηκε και συνέχισε το ταξίδι του. Όμως, λίγες ώρες αργότερα, στις 10 Ιουνίου, κατά το μεσημέρι, παρουσίασε εκ νέου βλάβη στη μηχανή. Χρειάστηκε να μείνει για ώρες ακυβέρνητο μέχρι να επισκευαστεί και να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία του, όμως με πολύ μικρότερη ταχύτητα. Εκείνη τη χρονική στιγμή ομάδα Πακιστανών, που φέρεται να είχε πληρώσει και τα περισσότερα χρήματα, ξεσηκώθηκε, απαιτώντας να γυρίσει το πλοίο πίσω, αφού δεν ήταν αυτό που τους υποσχέθηκαν. Ακολούθησε σύρραξη. Το αποτέλεσμα ήταν να μαχαιρωθούν θανάσιμα έξι άνθρωποι, οι σοροί των οποίων, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, μεταφέρθηκαν στα αμπάρια.
Το πλοίο συνέχισε την πορεία του, όμως φαίνεται ότι ο κυβερνήτης και το πλήρωμα είχαν ήδη αποφασίσει ότι δε θα κατάφερνε να φτάσει στην Ιταλία, γι’ αυτό και πήρε ρότα προς Πελοπόννησο. Τελικά, βυθίστηκε στο «φρέαρ των Οινουσσών», όπως λέγεται το σημείο, που είναι το βαθύτερο της Μεσογείου, σε βάθος μεταξύ 4.000 και 5.000 μέτρων.