«ΘΑΡΡΟΣ» 27 Οκτωβρίου 1929: Η νυκτερινή ζωή της Καλαμάτας είναι ακόμη εις τα σπάργανα

«ΘΑΡΡΟΣ» 27 Οκτωβρίου 1929: Η νυκτερινή ζωή της Καλαμάτας είναι ακόμη εις τα σπάργανα

Έχομε νυκτερινή ζωή στην Καλαμάτα; Έχομε ασφαλώς. Διάβολε. Οι Καλαματιανοί δεν κοιμούνται με τις κόττες, κινούνται, κυκλοφορούν, διασκεδάζουν. Και πολλοί δεν γυρίζουν στα σπίτια των προ της τετάρτης πρωινής.

Παρ’ όλα όμως το ξενύχτι, το καμπαρέ που έχουμε, την Αίγλη και τας δύο ή τρεις λέσχας, δεν μπορούμε να πούμε στα σοβαρά ότι έχουμε νυκτερινή ζωή. Απλώς κινούμεθα την νύκτα μέσα στα στενά περιορισμένα όρια και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε νυκτερινή ζωή σχεδόν δια της βίας.

Η νυκτερινή κίνησις στην Καλαμάτα μας είναι ακόμη στα σπάργανα. Μπορεί να μη λείπει η διάθεσις, το χρήμα, λείπουν όμως τα κέντρα. Παίρνω την περίφημη πόλη δια την νυκτερινήν  της ζωή την Αθήνα, που με την πληθώρα των καμπαρέ και των κέντρων διασκεδάσεως, τα οποία και αν ήθελον οι Αθηναίοι και οι ξένοι, κυρίως οι ξένοι, δεν τους αφήνουν να αγιάσουν.

Πελώρια προγράμματα, με άφθονο γυναικείο γυμνό, περίφημες σκοτεινές διαφημίσεις, αποτελούν ένα συνεχώς γαργάλισμα για τον Αθηναίο, τον ξένο επαρχιώτη που δεν τον αφήνει να κοιμηθή. Και έτσι ενώ στην Αθήνα η νυκτερινή ζωή προκαλεί, εδώ εμείς οι δυστυχίες προσπαθούμε να την προκαλέσωμεν. Και για να σας αποδείξω πόσον έχω δίκαιο, σας προσκαλώ να γλεντήσουμε δυο – τρεις βραδυές μαζί.

Καμπαρέ
Aλλά πριν πάμε στο καμπαρέ, ας περάσουμε από το ουζάδικο του Σκλήβη και Πολιτάκη για να πιούμε κανένα ουζάκι. Στην καθαρά και περιποιημένη αίθουσα του ουζάδικου ας πιούμε. Αυτή είναι γεμάτη από παρέες εμπόρων, επιστημόνων, υπαλλήλων, εργατών. Και εις το βάθος μία άλλη ανάμικτος από διάφορους. Σ’ αυτήν την τελευταίαν, διακρίνω τον Παναγιώτη… και έναν άλλο που στα νιάτα του ήτο πλανόδιος πωλητής και τώρα πολυεκατομμυριούχος, από το Νησί, τον κυρ – Δημήτρη από το Πήδημα της Αμφείας και έναν άλλο που μου διαφεύγει το όνομά του, μα που παίζει πρώτης τάξεως κιθάρα…

  • Παιδί μου, φέρε μας τα ίδια.

Στη συνέχεια πάμε στο καμπαρέ. Μας παραλαμβάνει ο διευθυντής του και μας λιγώνει στα λόγια. Τάχει με το Κράτος. Και ποιος δεν τάχει; Μας έχει πεθάνει το κράτος στην φορολογία.

Δύο μεγάλες έντυπες ρεκλάμες κρεμασμένες στην είσοδο του καμπαρέ πληροφορούν ότι τα ποτά τιμώνται 15 δραχμάς τα μικρά. Τζάμπα, προκειμένου να χορεύση κανείς με τόσο γυναικόκοσμο. Στα τραπεζάκια του καμπαρέ είναι πλασαρισμένα διάφορα διεθνή καραβοτσακίσματα. Αυστριακές, Τσοχοσλάβες, Γερμανίδες και κάμποσες ιδικής μας παραγωγής. Σωστό μωσαϊκό  φυλών και γλωσσών. Γυναίκες αποτυχημένες στο ελαφρό θέατρο των μεγαλουπόλεων, με ένα σουξέ στις επαρχίες, έχουν πλασαρισθή δεξιά και αριστερά.

Μόλις μπαίνουμε μας αναμετρούν και μας υπολογίζουν εις εκατοστάρικα αναλόγως της περιβολής μας και τον αέρα που έχουμε.

Μ… μ… μ… μ’ αυτό διαλογίζονται.

Καλοβαλμένοι και με ανέτους κινήσεις δίδουμε την εντύπωσιν ότι έχουμε να χαλάσουμε πολλά λεπτά.

  • Ή μήπως τα έχουμε για να τα λυπηθούμε.

Το γκαρσόνι τσακίζεται, υποκλίσεις, παρακαλώ, τακτοποιήσεις των καρεκλών, μελιστάλακτον μειδίαμα.

  • Λικέρ.

Άλλη υπόκλισις εδαφιαία, νέον μειδίαμα, άλλες ρεβερέντζες.

Τα θήλεα του καμπαρέ μας ρίχνουν περιπαθή βλέμματα και μία άλλη που την είχα γνωρίσει κάπου αλλού, είναι σαν μισομαραμένο τριαντάφυλλο.

Ένας από την παρέα ενθουσιάζεται. Πιστεύει ο ηλίθιος  ότι τον ηράσθη μια ξανθή.

Και σε λίγο πλησιάζει.

  • Μπον σουάρ, μεσιέ, μας χαιρετά εις παρεφθαρμένην γλώσσαν.
  • Μπον σουάρ μαμζέλ, τσακίζεται ν’ αποκριθή ο Νίκος ο εκπορθητής της καρδίας της. Ταυτοχρόνως όμως σπεύδει και το γκαρσόνι.
  • Τι θα πάρη η κυρία;
  • Ένας σαμπάνια, απαντά η δολοφονούσα την ελληνική γλώσσα, ξανθή, αλλά και την τσέπην του κατακτητού της.

Και το γκαρσόνι χωρίς να περιμένη άλλην εντολήν, νεύμα, απάντησιν της παρέας, άρνησιν ή κατάφασιν εξαφανίζεται δια να επανέλθη κομιστής της σαμπάνιας της τελευταίας ποιότητος.

  • Μπαφφ… φ… φ

Ας πάη και το παληάμπελο.

Μια και τύχατε στο χορό θα χορέψουμε. Αυτός ο αφιλότιμος, ο εκπωματισμός της σαμπάνιας με τον ελληνοπρεπέστατον ήχον του, θαρρείς πως πυροβολούν σε γάμο, μας ενθουσιάζει.

  • Η Τζαζ από τα δυνατά μπαφ –  φ – φ, ξυπνά και παίζει ένα τσάρλεστον.
  • Μειδίαμα λοιπόν τώρα εις τας διεθνείς κακοβαμμένας αρχαιότητας, υποκλίσεις και ρεβερέντζας.
  • Χορεύετε ντεμουαζέλ;
  • Ουί μονσιέ και αρχίζει ο χορός.
  • Οι μισότριβες λαχανιάζουν, το γλέντι ξεφαντώνει ξανακαθώμαστε στις θέσεις μας, και πριν προφθάσουμε καταπλέει το γκαρσόνι.
  • Τι θα πάρετε;
  • Φέρε μας τα ίδια.
  • Τα ίδια προσκομίζονται, νέοι χοροί, νέες ρεβερέντζες και νέα παραγγελία.

Εις το απέναντι τραπέζι μία παρέα κάθεται από δύο ωρών προ δύο κενών ποτηρίων λικέρ και γλεντιού, βλοσυρά, άκεφη κυττάζουσα τους άλλους.

  • Είναι δύο δημόσιοι υπάλληλοι, και τους απαγορεύει το Υπουργείον των Οικονομικών να πίνουν πολλές φορές.

Απέναντι  μια άλλη παρέα από μεγάλους παραλήδες της πόλεώς μας, ανοίγει αράδα σαμπάνιες και έχει συγκεντρώσει τας περισσοτέρας (αρτίστας) και συνεννοούνται με τους δικούς μας με νοήματα.

Αλλά ο Έρως και μάλιστα ο αγοραστός δεν έχει ανάγκην από ιδιαιτέραν συνεννόησιν.

  • Γίνεται εις την διεθνή γλώσσαν των πνευμάτων.

Τα μάτια παίζουν τον σπουδαίον ρόλον.

Άλλη απρόσκλητος προσέλευσις του γκαρσονιού.

  • Δεν θέλουμε τίποτε αποφαίνεται ομοφώνως η παρέα.

Οι αρτίστες κατσουφιάζουν, και μία μία στρίβει με τρόπο.

Μένουμε μόνοι. Καλέ τι λέω. Ξέχασα έχουμε και τον λογαριασμό.

  • Γκαρσόν το λογαριασμό.
  • Μάλιστα. Δύο χιλιάδας τριακόσιες, δέκα πέντε και είκοσι!!!

Γενική κατάπληξις, απογοήτευσις και άτακτος φυγή του κεφιού.

Μα γιατί ερωτώμεθα ενδομύχως; Τι εκάναμε. Χορέψαμε ένα δύο χορούς και πληρώνουμε τόσα;

Πληρώνουμε και φεύγουμε σαν βρεγμένες κόττες, για να πάμε κάπου αλλού.

  • Τα χοροδιδασκαλεία
  • Το γιαλέ και το Τλόου Φοξ

Να ένα ζήτημα το οποίον απασχολεί κατ’ αυτάς την νεαράν ηλικίαν. Και τούτο θα το συμπεράνη κανείς εάν προσέξη εις τας συζητήσεις αίτινες διαμείβονται μεταξύ των νεαρών υπάρξεων.

Δεν θα ακούση τίποτε  άλλο παρά το τί θα χορεύσουν, πώς θα διασκεδάσουν, και εν γένει πώς θα περάσουν ωραιότερα τον χειμώνα, τας βραδυνάς των ώρας.

Ένα λοιπόν ζήτημα το οποίον απασχολεί τώρα σοβαρώς τας χορευτρίας της πόλεώς μας είναι το τί θα χορεύσουν, αφού βεβαίως δεν έχουν τι άλλο να σκεφθούν, εφ’  όσον δι’ όλα τα άλλα ζητήματα μορφώσεως, τροφής, ενδυμασίας κ.λπ. φροντίζει ο μπαμπάς και η μαμά. Επιθυμούντες να εξαγάγωμεν εκ της αδημονίας αυτής τας τρυφεράς μας υπάρξεις, απεφασίσαμε να κάμωμεν μίαν σχετικήν έρευναν και να αφήσωμεν τους πλέον ειδικούς να τους ειπούν πώς θα περάσουν τας χειμερινάς των ώρας και ειδικώτερον που και τι θα χορεύσουν.

Λαμβάνομεν όθεν σοβαρότητα ανθρώπων, οίτινες νομίζουν ότι δια των πράξεων των εξυπηρετούν μία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, αδιάφορον  αν αύτη αποτελείται από κομψούς νέους, ή από χαριτωμένας τσαρλεστονίδας, των οποίων τα ποδαράκια είναι έτοιμα να σχηματίσουν και τους πλέον δυσκόλους συνδυασμούς μιας φυγούρας του Ταγκό ή άλλου τινος χορού, έστω και αν ούτος έλκει την καταγωγήν του και από τας χώρας των μαύρων. Και αρχίζομεν από την πρώτην σχολήν ήτις ευρέθη εμπρός μας καθ’ ην ώραν διελογίσθημεν μίαν τοιαύτην έρευναν.

Ακαδημία Χορού
Επισκεπτόμεθα λοιπόν κατά πρώτον τον γνωστόν εις την Κοινωνίαν των Καλαμών κ. Αλεξ. Βυθούλκαν εις τον οποίον υποβάλλομεν τα στερεότυπα σχεδόν ερωτήματά μας. Πώς προβλέπετε την χορευτικήν κίνησιν εφέτος κ. Βυθούλκα;

  • Πολύ ζωηράν, μας απαντά. Φαίνεται ότι ο κόσμος περιμένει το κρύο να αρχίση και αυτός το χορό. Τονίζω ότι η χορευτική κίνησις εφέτος θα είναι πολύ ζωηρά διότι καίτοι αρχή ακόμη της χορευτικής περιόδου εν τούτοις χορευτικός οίστρος έχει καταλάβει τους χορευτάς μας.
  • Θα λανσάρετε νέους χορούς;
  • Ναι!  Ήδη ήρχισα να διδάσκω το Τλόου Φοξ, αλλά ως φαίνεται δεν θα εύρη μεγάλην απήχησιν εις την διάθεσιν των χορευτών. Οι άλλοι χοροί οι οποίοι χορεύονται, είναι οι περυσινοί.

Τι φρονεί ο κ. Ξυδέας
Αφήνομεν τον κ. Βυθούλκαν να διευθύνη τους χορευτάς και ομολογούμεν μετά του νεαρωτάτου χοροδιδασκάλου κ. Ξυδέα, συνεταίρου του κ. Βυθούλκα, ο οποίος μετ’ ευχαριστήσεως και μετά ίσης προθυμίας μας παρέχει τας σχετικάς πληροφορίας.

Μας λέγει και αυτός ότι προβλέπεται ζωηροτάτη χορευτική κίνησις εφέτος. Όσον αφορά την διδασκαλίαν νέων χορών φρονεί ότι το Τλόου Φοξ, το οποίον άρχισε διδασκόμενον θα χορευθή εν συνθέσει μετά των άλλων και οι χοροί θα χορεύωνται απλοί χωρίς πολλές νέες φιγούρες. Διότι τονίζω ότι οι πολλές φιγούρες δεν κάμνουν τον χορευτήν. Ο χορός πρέπει να γίνεται πολύ ήσυχος. Όλο το παν εις τον χορόν είναι το στυλ του χορευτού.

Αποχαιρετώμεν τους κ.κ. Βυθούλκαν και Ξυδέαν και πριν προφθάσωμεν να εξέλθωμεν της θύρας ακούομεν να μας λέγη ότι προσεχώς ανά παν Σάββατον θα δίδονται γκρουπ… Πού θα δημοσιευθή η καμπάνια αυτή είπατε;

Εις το «Θάρρος» και εφύγαμε δια να πάμε αλλού.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΗΔΗΜΑΣ