Μονή Ανδρουμπεβίτσης: Ένα βυζαντινό μνημείο της Μάνης

Μονή Ανδρουμπεβίτσης: Ένα βυζαντινό μνημείο της Μάνης

Ένα ιστορικό μοναστήρι, από τα αρχαιότερα στη Μεσσηνία, βρίσκεται ανατολικά της Καλαμάτας και μερικές εκατοντάδες μέτρα από την Κοινότητα Σταυροπηγίου του Δήμου Δυτικής Μάνης, τιμώμενο στα «Εννιάμερα» ή την Απόδοση της Εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 23 Αυγούστου εκάστου έτους.

Η επωνυμία τού εδόθη από την Ιερά Εικόνα της Παναγίας Ανδρουμπεβίτσης, η οποία φυλάσσεται στο Καθολικό (κεντρική εκκλησία κάθε ορθόδοξης μονής, κτισμένης συνήθως στο κέντρο της) αυτού του μοναστηριού και η οποία θεωρείται θαυματουργή, όπως και οι περισσότερες βυζαντινές εικόνες της Παναγίας, φυλασσόμενες σήμερα είτε σε ορθόδοξες εκκλησίες είτε και σε ορθόδοξες μονές.

Ιστορικό
Η Ιερά Μονή Ανδρουμπεβίτσης της Κοινότητας Σταυροπηγίου κτίστηκε αρχικά το 12ο ή 13ο αιώνα, προς τα τέλη της χιλιετούς και πλέον ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί Κομνηνών Αυτοκρατόρων, στην περίοδο της οποίας άκμαζε ο χριστιανισμός και οι ανεγέρσεις μονών και ναών ήταν πολυάριθμες στην επικράτειά της, σε όλη τη μακραίωνη ιστορία και ύπαρξή της.

Η μονή περιήλθε κατά καιρούς και διαδοχικά υπό την κατοχή ξένων κατακτητών: αρχικά υπό την κατοχή των Φράγκων μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους Σταυροφόρους κατά την 4η Σταυροφορία τους, η οποία κατέληξε στην κατάληψη της Πόλης το 1204, αντί για την απελευθέρωση του Λεβάντε ή των Αγίων Τόπων Ιεροσολύμων από τους Μουσουλμάνους, που ήταν και ο αρχικός σκοπός της. Μετέπειτα υπό των Τούρκων Οθωμανών, εν συνεχεία υπό των Βενετών (1687 – 1715) και εν τέλει και πάλι υπό των Οθωμανών Τούρκων, μέχρι την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό με την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του πρώτου για εκείνη την περίοδο ελεύθερου ελληνικού κράτους το 1828.

Σε αυτές τις ανωτέρω περιόδους κατάκτησης και κατοχής της από αλλόφυλους και ξένους δυνάστες κατακτητές της υπέστη βανδαλισμούς, λεηλασίες και καταστροφές στο κτηριακό της συγκρότημα και στα υπόλοιπα περιουσιακά της στοιχεία, καθώς και ποικίλες διώξεις κατά των μοναχών της, ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας στη χώρα μας.

Η Μονή Ανδρουμπεβίτσης Μεσσηνίας ερημώθηκε από μοναχούς κυρίως μετά την αποτυχημένη Επανάσταση των Ρώσων αδελφών Θεοδώρου (Φιοντόρ) και Αλεξέι Ορλώφ, αξιωματικών του Ρωσικού Στρατού και Ναυτικού αντίστοιχα, το 1790, υπό την προτροπή και καθοδήγηση της τότε Τσαρίνας της Ρωσίας, Αικατερίνης της Μεγάλης, για την απελευθέρωση αρχικά της Πελοποννήσου και συγκεκριμένα της Μάνης από τους Οθωμανούς κατακτητές της εκείνη την περίοδο.

Φοβούμενοι τα αντίποινα και την αντεκδίκηση των Τούρκων κατά των κατοίκων γενικά της Πελοποννήσου, καθώς και κατά αυτών των ιδίων, καθότι και η Μονή Ανδρουμπεβίτσης, όπως και όλες οι μονές της υπόδουλης χώρας εκείνη την εποχή, είχε συμβάλει σημαντικά με υλικοτεχνικά μέσα και οικονομικές προσφορές στον επαναστατικό αγώνα των υπόδουλων τότε Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών τους, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, καταφεύγοντας κρυμμένοι στα βουνά και σε ερημικές περιοχές γύρω από τη μονή.

Μετά τα Ορλωφικά η Ιερά Μονή  Ανδρουμπεβίτσης ενσωματώθηκε κατόπιν απόφασης και παραχώρησής της από προεστώτες της περιοχής της στη Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, το 1810, ως Μετόχι της, με σκοπό την αναβίωση και επαναλειτουργία της.

Η ιδιοκτησία της μονής περιήλθε για εκατό (100) και πλέον χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος το 1821 από τους Τούρκους κατακτητές της στην ιστορική οικογένεια Τζανετάκη, μέλη της οποίας, καθώς και ο ίδιος ο γενάρχης της, είχαν λάβει μέρος στον επιτυχή τότε ένοπλο αγώνα των Μανιατών κατά της Τουρκοαιγυπτιακής Στρατιάς του Ιμπραήμ Πασά στη μάχη της Βέργας, στις 22 – 25 Ιουνίου του 1826, την οποία και κατατρόπωσαν τρέποντάς την σε φυγή στα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Τη δεκαετία του 1970 το κτηριακό της συγκρότημα επισκευάστηκε και αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Σπάρτης, καθότι εκκλησιαστικά η μονή ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου Λακωνίας και μόνο διοικητικά στο Νομό Μεσσηνίας, ενώ το 1978 ετέθη εκ νέου σε λειτουργία με Προεδρικό Διάταγμα ως Γυναικείο Μοναστήρι, στελεχωμένο σήμερα από δύο (2) μοναχές.

Επισκευάστηκε εκ νέου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Σπάρτης μετά και τους καταστροφικούς σεισμούς του 1986 στην Καλαμάτα. Ταυτόχρονα, ανακαινίστηκαν και τα κελιά της, ευρισκόμενη σήμερα σε άρτια κτηριακή και λειτουργική κατάσταση.

Το κτηριακό της συγκρότημα εξωτερικά θυμίζει κατασκευή Μεσαιωνικού Κάστρου με ενισχυμένα καγκελόφρακτα παράθυρα και παλαιές βαριές μεταλλικές πόρτες Βυζαντινών Φρουρίων.

Η Ελληνική και μαζί της και η Βυζαντινή Σημαία κυματίζουν εκατέρωθεν της εισόδου της μονής, θυμίζοντάς μας την ορθόδοξη χριστιανική βυζαντινή προέλευσή μας και τον ανέκαθεν στενό και αδιάσπαστο δεσμό της με τον Ελληνισμό.

Πράγματι είναι απίστευτο για τις μέρες μας το ιερό αυτό σύμβολο της Βυζαντινής Σημαίας, της χιλιόχρονης και πλέον Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας (330 – 1453), να κυματίζει ορατό και ζωντανό, ακόμα και μέσα σε ερημικές περιοχές και πάνω σε δύσβατα βουνά της χώρας μας, καθώς και μέσα και έξω από τις πόλεις και τους διάφορους συνοικισμούς της.

Οι μοναχές και αυτής της μονής, τηρώντας και εκπροσωπώντας και τα σεμνά και κόσμια ήθη της ελληνικής φυλής, υποδεικνύουν διακριτικά την προσοχή στην «ενδυματική αμφίεση» των εκάστοτε επισκεπτών και προσκυνητών της, με μια ταπεινή ευανάγνωστη επιγραφή από Κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, διατυπωμένο και σε νεοελληνική γλώσσα, αναρτημένη στην είσοδο, όπως σεβαστούν την ιερότητα και αρχαιότητα του χώρου, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμα και στις μέρες μας άνθρωποι οι οποίοι ακολουθούν ένα σεμνό, κόσμιο και χρηστό τρόπο ζωής, ακόμα και στην εξωτερική ενδυματική τους περιβολή.

Το εσωτερικό
Το εσωτερικό της μονής νοικοκυρεμένο εύτακτα περιλαμβάνει, εκτός από τα λίγα οπωροφόρα δέντρα για τις ανάγκες της, μαζί με τους ευώδεις κήπους της με τα διάφορα τοπικά ευειδή και εύοσμα άνθη, τον Ιερό Ναό της βυζαντινής τεχνοτροπίας, σταυρεπίστεγο μετά τρούλου, αποτελούμενο και από μια προσθήκη νεότερου ναού κατασκευασμένου το 1704, συνεχόμενα (κολλητά) και εφαπτόμενου με τον πρότερο αρχικό αρχαίο βυζαντινό ναό της, κατάγραφο από βυζαντινές αγιογραφίες στους εσωτερικούς τοίχους του, απεικονίζουσες θρησκευτικά γεγονότα και μορφές αγίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Τα τείχη
Τα δε πετρόκτιστα αρχαία τείχη της προκαλούν θαυμασμό και συγκίνηση στον όποιο επισκέπτη και προσκυνητή της μονής, και μόνο για το ότι διατηρούνται ζωντανά και λειτουργικά, ακόμα και στις μέρες μας, μέσα στον υπόλοιπο σύγχρονο κόσμο των μεγαλουπόλεων, των πολυκατοικιών και των ουρανοξυστών.

Πράγματι μόνο κάποια ανώτερη δύναμη και ύπαρξη θα μπορούσε να διατηρήσει ζωντανά και λειτουργικά αυτά τα αρχαία και παραδοσιακά θρησκευτικά πετρόκτιστα κτηριακά συγκροτήματα μέσα στον υπερεξελιγμένο και σύγχρονο κόσμο του σήμερα, των ανέσεων, των απολαύσεων και των ποικίλων ηδονών, προς χάρη της παράδοσης και της πίστης του ορθόδοξου χριστιανισμού, καθώς και της διατήρησης και συνέχισής της και στις μελλοντικές γενιές του Ελληνισμού και όχι μόνο.

Κέντρο πνευματικότητας
Η Ιερά Μονή Ανδρουμπεβίτσης Μεσσηνίας, παρότι βρίσκεται παραπλήσια, σε απόσταση μόλις 250 μέτρων, στην κεντρική οδική αρτηρία και περιφερειακή οδό Καλαμάτας – Γυθείου – Αρεόπολης, απολαμβάνει μια βουνίσια ησυχία, ένεκα του ότι βρίσκεται απόμερα από αυτή την πολύβουη και πολυκίνητη περιφερειακή οδό, κείμενη σε μοναχικές και ερημικές τοποθεσίες βουνίσιων πλαγιών και χωραφιών, ιδανικές για μοναστικά ησυχαστήρια, για προσευχή και πνευματική επικοινωνία με το Υπέρτατο Ον, Θεάνθρωπο Ιησού και ιδρυτή της ορθόδοξης θρησκείας και πίστης, καθώς και για θρησκευτική, μοναστική και ασκητική ζωή.

Η δε άγρια ομορφιά γύρω από η μονή τής δίνει  μια επιπλέον αξία και θέλξη ως τόπο και χώρο γαλήνης του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου του επισκέπτη της, καθιστώντας ταυτόχρονα ανάλαφρη και την ψυχή του, δημιουργώντας του συγχρόνως και αισθήματα μιας πραγματικής ελευθερίας στον εσωτερικό του κυρίως κόσμο, βγάζοντας έστω και προσωρινά βάρος άγχους και αγωνίας από μέσα του, συσσωρευμένο από την πολυτάραχη και πολυμέριμνη καθημερινότητα του σημερινού τρόπου ζωής.

Η κυριότερη, όμως, προσφορά αυτής της μονής, καθώς και όλων των ορθόδοξων μονών της χώρας μας, όπως και όλων των ορθόδοξων μονών σε παγκόσμιο επίπεδο, έγκειται στο ότι αποτελούν κέντρα πνευματικότητας και φάρους, προπύργια και συνεχιστές της ορθόδοξης πίστης ανά τους αιώνες διαχρονικά, το πολύτιμο έργο των οποίων φαίνεται κυρίως σε δυσχερείς περιόδους της ανθρωπότητας και του Χριστιανισμού.

Όλες οι μονές, οι μοναχοί και ο κλήρος της ορθόδοξης θρησκείας και πίστης είναι οι μπροστάρηδες και εκπρόσωποί της, χωρίς τους οποίους οι πιστοί θα ήταν εκκλησιαστικά και θρησκευτικά ακέφαλοι, ορφανοί, ανοργάνωτοι, μετέωροι και εκτεθειμένοι σε χλιαρότητα, αδιαφορία και πλάνη απέναντι στην πίστη και την ορθόδοξη θρησκεία τους. Θα ήταν στην ουσία αδέσποτοι χριστιανοί.

Και μόνο η γνώση και αίσθηση της λειτουργικής ύπαρξης αυτής της μονής, καθώς και όλων των υπόλοιπων λειτουργικών ορθόδοξων μονών της χώρας μας, τονώνει και ενισχύει την πίστη μέσα στον εσωτερικό κόσμο και τη συνείδηση των πιστών, τη διατηρεί ακμαία και ζωντανή και αναπτερώνει ταυτόχρονα και τη θέρμη τους προς αυτή.

Η καθημερινή δε και αδιάλειπτη εκτέλεση των ιερών ακολουθιών και σε αυτή τη μονή, εν είδει προσευχής προς το Θεάνθρωπο Ιησού, την Υπεραγία Θεοτόκο και κατά σάρκα μητέρα Του και όλους τους αγίους της ορθόδοξης Εκκλησίας, προσελκύει την εύνοιά τους, όχι μόνο στις περιοχές γύρω από τη μονή, αλλά και ευρύτερα σε όλη την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα, κατευνάζει και καταπραΰνει και την οργή τους απέναντι στα όποια παραπτώματα του σημερινού κόσμου και αυτών των ιδίων των πιστών, μερικοί από τους οποίους συνεχίζουν να παραμένουν αμετανόητοι και πωρωμένοι σε διάφορα από αυτά, διακατεχόμενοι ενίοτε και από μια διάθεση επανάληψης και συνέχισής τους.

Η τέλεση δε των εκάστοτε Θείων Λειτουργιών είναι μια ακράδαντη και χειροπιαστή απόδειξη ύπαρξης ζωντανής πίστης, ακόμα και στις μέρες μας, στις γύρω από τη μονή περιοχές και όχι μόνο, αφού κατακλύζεται κάθε φορά από αρκετούς πιστούς, κατά τις εορτάσιμες κυρίως ημέρες λειτουργίας της, οι οποίοι με απλότητα και ταπεινότητα την τιμούν με την παρουσία τους, οικειοθελώς, χωρίς να αποσκοπούν σε κάποιο ιδιοτελές υλικό συμφέρον, παρά μόνο για να εκδηλώσουν την πίστη τους, να προσευχηθούν και να εκτελέσουν και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και δη το θρησκευτικό καθήκον του εκκλησιασμού τους, διατηρώντας και συνεχίζοντας ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο και μόνο, με την απλή παρουσία τους στη μονή, τις θρησκευτικές παραδόσεις του ορθόδοξου χριστιανισμού.

Του Σωτήρη Τζανετέα