Η γη της Αλαγονίας δέχθηκε για πάντα στην αγκαλιά της χθες τον μπαρμπα-Γιάννη Ροβολή, ο οποίος έφυγε πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω του ένα πολύ θετικό αποτύπωμα, από τη μια διασώζοντας στο χαρτί σημαντικά κομμάτια της ιστορίας και παράδοσης του τόπου του (μας) και από την άλλη τη μνήμη της παρουσίας ενός ανθρώπου που εξέπεμπε σοφία και πρέσβευε ενότητα, δημιουργία και πρόοδο.
Ο Χρήστος Ζερίτης, κατ’ επιλογήν κάτοικος της περιοχής και με στενούς δεσμούς με τον μπαρμπα-Γιάννη του Ταϋγέτου, ανασκοπεί τη ζωή και το έργο του εκλιπόντος, δίνοντας ταυτόχρονα το στίγμα της άλλης εποχής:
«Ο αγαπητός μας Αλαγόνιος συγχωριανός μπαρμπα-Γιάννης Ροβολής, ο λόγιος της Αλαγονίας, εκδήμησε προς Κύριον, πλήρης ημερών και όχι ακμαίος όπως θα ήθελε. Αφήνει πίσω του υγιή την οικογένειά του με εγγόνια και δισέγγονο, αλλά και το πλούσιο λαογραφικό έργο του, με δύο βιβλία του που έχουν εκδοθεί από το δραστήριο Σύλλογο των Αλαγονίων Καλαμάτας, ένα που ήδη ετοιμάζεται, εκατοντάδες δημοσιευμένα κείμενά του, μερικές δεκάδες αδημοσίευτα και ένα σημαντικό, το οποίο έχει παραδώσει στo γράφοντα με την επιθυμία να δημοσιευθεί μετά το θάνατό του. Διέσωσε και κατέγραψε, εκτός των πολλών λαογραφικών στοιχείων και των 175 τραγουδιών, το σημαντικότερο ίσως έθιμο του χωριού, το έθιμο του Καλού Καιρού. Υπήρξε ένας δάσκαλος για όλους, με πάθος για ζωή και για δημιουργία.
Γεννήθηκε στην Αλαγονία (Σίτσοβα) το 1925. Γονείς του ήσαν ο Γεώργιος Ιωάννου Ροβολής και η Ειρήνη Ιωάννου Παναγοπούλου. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό του. Το 1936 έδωσε εξετάσεις και γράφτηκε στο τότε Ημιγυμνάσιο Αρτεμισίας (πόλη Τσερνίτσας). Προτού προλάβει να φοιτήσει όμως στο σχολείο τούτο, καταργήθηκε. Τότε πήγε έδωσε εξετάσεις και μπήκε στο τότε Πρακτικό Λύκειο Καλαμών. Αντίξοες συγκυρίες όμως δεν τον άφησαν να συνεχίσει. Από το 1937, αφού δε συνέχισε το σχολείο, έμεινε πια στο χωριό, ασχολούμενος με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες, όπως άλλωστε όλοι οι συνομήλικοί του.
Το 1947 πήγε στρατιώτης. Όλη τη διάρκεια του εμφυλίου που μαινόταν τότε, την πέρασε στη γραμμή των “πρόσω”.
Το 1950 απολύθηκε από το στρατό. Άρχισε πάλι τη δουλειά στα χτήματα.
Το 1951, πήγε για ένα χειμώνα (όπως φανταζόταν) στο τότε Κρατικό Ξυλοπριστήριο Αρτεμισίας, αλλά φαίνεται πως δεν ήξερε το ρητό που λέει: “Ουδέν μονιμώτερον του προσωρινού”, όπως θα ιδούμε στη συνέχεια. Στην αρχή δούλεψε σαν εργάτης σε όλες τις δουλειές.
Το 1953 τον πήρε ο τότε δασάρχης προϊστάμενος στο γραφείο για γραφική υπηρεσία. Παρ’ όλο που δεν είχε τίτλους σπουδών, τα κατάφερε με θέληση και επιμονή. Στο γραφείο εργάστηκε σε όλες τις δουλειές γραφείου. Πρωτόκολλο, δακτυλογραφήσεις, διεκπεραίωση, αρχειοθέτηση, συμπλήρωση περιοδικών εντύπων (μηνιαία, τριμηνιαία, εξαμηνιαία, ετήσια), και πολλές φορές στην πληρωμή εργατών στο χωριό του.
Επιπροσθέτως, υπήρξε παρατηρητής Μετεωρολογικού Σταθμού, αποθηκάριος, στην παραλαβή στρογγυλής ξυλείας και παράδοση, πριστής, ελεγκτής ωρολογίου νυχτοφυλάκων.
Στο Ξυλοπριστήριο της Αρτεμισίας δούλεψε 19 χρόνια.
Το 1970 με ένα Νόμο της τότε Κυβέρνησης μονιμοποιήθηκε, καθώς και άλλοι που είχαν ορισμένες προϋποθέσεις. Τότε μετατέθηκε στην Καλαμάτα, στην εκεί Διεύθυνση Γεωργίας, ως κατώτερος διοικητικός υπάλληλος. Υπηρέτησε και εκεί 13 χρόνια. Αρχές του 1983 συνταξιοδοτήθηκε και γύρισε στο χωριό.
Το γράψιμο γι’ αυτόν ήταν ένα με το “είναι” του. Από νέος, δεν άφηνε ευκαιρία να μην ασχοληθεί με το γράψιμο. Έχει ημερολόγια, που το παλαιότερο είναι 70 χρόνων. Έχει “Διηγήματα του κεφαλιού του”, που αυτά είναι βέβαια αυστηρά προσωπικά.
Από τη σύσταση του Συλλόγου Αλαγονίων Καλαμάτας, που ιδρυτικό μέλος του ήταν και αυτός, και με την έκδοση της εφημερίδας “Παναλαγονιακά Νέα”, υπήρξε τακτικός συνεργάτης».