«Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής» παρουσιάζονται σήμερα το απόγευμα στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας
Παρότι η ίδια έλκει την καταγωγή της από τη Μεσσηνιακή Μάνη, εντούτοις αυτή είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται τη Μεσσηνία για να παρουσιάσει βιβλίο της. Έχοντας ήδη στο ενεργητικό της το άκρως επιτυχημένο «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα», και πολλά ακόμα μυθιστορήματά της που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό, η Μάιρα Παπαθανασοπούλου παρουσιάζει σήμερα στην Καλαμάτα το τελευταίο της μυθιστόρημα με τίτλο «Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής».
Θέτοντας στο επίκεντρο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, η συγγραφέας μέσα σε ένα βαθιά πολιτικό και κοινωνικό βιβλίο υπενθυμίζει σκοτεινές μνήμες του παρελθόντος, μέσα από τις ζωές εκείνων που βρέθηκαν «στην άλλη πλευρά» ερήμην τους.
Συμμετοχή στην παρουσίαση, που διοργανώνεται από το βιβλιοπωλείο «Βιβλιόπολις» και τις εκδόσεις Πατάκη, θα έχει και ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, που θα μιλήσει για τη συγγραφέα και το αντικείμενο που πραγματεύεται το βιβλίο της.
-Επιστρέφετε στην Καλαμάτα, έναν τόπο αναφοράς για εσάς, για την παρουσίαση του τελευταίου σας βιβλίου. Ποια η σχέση σας με τη Μεσσηνία; Διατηρείτε δεσμούς με τους ανθρώπους της;
Μητρόθεν κατάγομαι από τη Μεσσηνιακή Μάνη. Ο παππούς μου ήταν Αβραμέας από το Ξεχώρι (ο προπάππος μου ήταν δάσκαλος στο υπέροχο σχολείο του χωριού). Η μητέρα της μαμάς μου ήταν της οικογένειας Αρκουμανέα από την Πλάτσα. Ωστόσο, έζησαν για μεγάλο διάστημα στην Καρδαμύλη. Είμαι τόσο υπερήφανη για τις ρίζες μου. Επιπλέον, έχω φίλους στην Καλαμάτα, την οποία θεωρώ μία από τις ωραιότερες πόλεις της Ελλάδας.
-Πώς πάρθηκε η απόφαση να θίξετε μια τόσο ιδιαίτερη χρονική περίοδο όπως είναι αυτή του Ψυχρού Πολέμου;
Ο Ψυχρός Πόλεμος με όλες τις προεκτάσεις του αποτελεί πεδίον δόξης λαμπρόν για τους συγγραφείς σε όλο τον κόσμο. Είναι μια πολύ σκοτεινή, επικίνδυνη, αλλά και γοητευτική περίοδος για όσους έχουν την υπομονή να σκάψουν πολύ βαθιά, σε άγνωστες πτυχές της Ιστορίας. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είναι μια στείρα συρραφή πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων, αλλά ένας πυκνός ιστός ερωτημάτων γύρω από αυτά τα γεγονότα. Καθώς επιχειρώ να τα απαντήσω, φτιάχνω την πλοκή του μυθιστορήματος.
-Επιλέξατε για πρωταγωνιστή του βιβλίου σας το μικρό Σταύρο, ο οποίος είναι ΑμεΑ. Θεωρείτε ότι έχουμε ακόμα αρκετά βήματα να διανύσουμε ως κοινωνία για τη συμπερίληψη και την ισότιμη μεταχείριση ενός ΑμεΑ;
Θα δώσω συγκεκριμένο παράδειγμα για την εξαιρετικά δύσκολη καθημερινότητα ενός ΑμεΑ. Στη Ραφήνα όπου ζω μόνιμα από το 1993, οι δύο βασικοί δρόμοι, άνοδος και κάθοδος, έχουν ψηλά πεζοδρόμια σε όλο το μήκος τους και ουδεμία από τις ευθείες διαβάσεις για τα ΑμεΑ και τα καροτσάκια των μαμάδων, της λαϊκής κ.λπ. Κάτι που μπορεί με λίγες ώρες δουλειάς να προσφέρει προσβασιμότητα σε πολύ κόσμο, δεν έχει γίνει τόσα χρόνια. Πρωτίστως είναι θέμα ενσυναίσθησης. Ο άνθρωπος που ευελπιστεί σε δεύτερη θητεία στο Δήμο Ραφήνας-Πικερμίου έχει επιλέξει ως σύνθημα το «ΜΠΟΡΩ!». Μπράβο του, είναι τυχερός. Υπάρχουν κι αυτοί που, δυστυχώς, δεν μπορούν και περιμένουν από εκείνους που μπορούν, αλλά πρέπει και να θέλουν.
-Έπειτα από την άκρως σημαντική επιτυχία του πρώτου σας βιβλίου «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» (1998), νιώσατε την ανάγκη να θέσετε τον πήχη ακόμα πιο ψηλά κατά τη συγγραφή του επόμενου βιβλίου σας ή δε σας απασχόλησε αυτή η λογική;
Δε με απασχόλησε, ωστόσο πιστεύω ότι κάθε βιβλίο μου είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Βρίσκομαι σε μια σταθερή πορεία προς τη συγγραφική ωριμότητα, ίσως να την έχω κατακτήσει κιόλας. Εσείς θα μου πείτε αν στα 25 χρόνια που βρίσκομαι στο χώρο γίνομαι όλο και καλύτερη στο να κάνω τους αναγνώστες να γοητεύονται και να ταυτίζονται συναισθηματικά με αυτά που γράφω.
-Πόσο εύκολο είναι για εσάς κάθε φορά να «συλλάβετε» την ιδέα του επόμενου βιβλίου;
Δεν το έχω σκεφτεί. Δεν ξέρω αν είναι εύκολο ή δύσκολο. Ο κόσμος πιστεύει ότι οι συγγραφείς έχουν αχαλίνωτη φαντασία και συλλαμβάνουν ιδέες με μια απόχη, πότε εύκολα και πότε δύσκολα. Αλλά θα σας πω το εξής: Όταν το κοινό ξέρει ότι είσαι συγγραφέας, σε προμηθεύει με ήρωες και γεγονότα. Κι όσο διατηρείς την ικανότητα να ακούς προσεκτικά αυτά που σου λένε και να τα αξιολογείς, οι ιστορίες θα σε βρίσκουν πάντα. Έτσι συνέβη με το τελευταίο μου βιβλίο «Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής». Κάποιος που είχε τρέλα με την Ανατολική Γερμανία και είχε διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο μου, την «Ιεραποστολική στάση», που αναφέρεται στο Τείχος του Ανατολικού Βερολίνου, μου μίλησε για την άγνωστη πτυχή του παιδομαζώματος που αφορούσε στη συγκεκριμένη Λαϊκή Δημοκρατία. Ήταν η σπίθα που έβαλε φωτιά στη φαντασία μου.
-Είχατε δηλώσει παλαιότερα (2014) ότι δεν υιοθετείτε την ιδιότητα του συγγραφέα. Παρόλα αυτά, βλέπουμε κάθε φορά να αγγίζετε την κάθε σας ιστορία με ξεχωριστό τρόπο. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι αυτό για εσάς, και ακόμα, πόσο καιρό προετοιμάζετε κάθε νέο σας βιβλίο;
Όταν το είχα πει αυτό, ασφαλώς δεν εννοούσα ότι υστερώ έναντι των άλλων συγγραφέων σε αφηγηματική ικανότητα και λοιπά λογοτεχνικά εργαλεία, αλλά ότι δεν έχω τα τυπικά χαρακτηριστικά που θεωρώ ότι διαθέτουν οι συγγραφείς, ήτοι αυτοπειθαρχία, σύστημα και, το σημαντικότερο, διαρκή επιθυμία. Ο κόσμος συχνά θεωρεί πως η συγγραφή ενός βιβλίου ξεκινά από μια ιδέα, ενώ στην πραγματικότητα ένα μυθιστόρημα ξεκινά από την επιθυμία να γράψεις. Μπορεί να έχεις στα χέρια σου την καλύτερη πλοκή, αν όμως δεν έχεις την επιθυμία να γράψεις, δεν κάνεις τίποτα. Υπάρχουν συγγραφείς που εκδίδουν ένα βιβλίο το χρόνο ή κάθε δύο χρόνια, και μπράβο τους που τα καταφέρνουν. Εγώ δεν είμαι απόλυτα αφοσιωμένη στη συγγραφή βιβλίων. Δεν πιστεύω στο Nulla dies sine linea. Περνούν, όχι απλώς μέρες χωρίς να γράψω γραμμή, αλλά και χρόνια χωρίς να σκεφτώ να γράψω. Αυτό, άλλωστε, εξηγεί το γεγονός ότι μεταξύ των μυθιστορημάτων μου υπάρχουν μεγάλα κενά, ακόμα και οκτώ ετών. Ένας άλλος λόγος για τις μεγάλες παύσεις μεταξύ των μυθιστορημάτων μου είναι η πολυετής έρευνα σε διάφορες γλώσσες. Ας πούμε «Η ιεραποστολική στάση» (Μάιος 2017) και «Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής» (Δεκέμβριος 2022) έχουν γραφτεί από υλικό που έχω ξεκινήσει να συγκεντρώνω ήδη από το 2013 από ελληνικές, αγγλικές και γερμανικές πηγές.
-Ποια προσωπική σας ανάγκη «εξυπηρετείται», λοιπόν, μέσω της συγγραφής;
Η υστεροφημία, πρωτίστως στο στενό μου περιβάλλον. Θέλω οι γιοι μου να λένε στα παιδιά τους κι εκείνα στα δικά τους παιδιά ότι η γιαγιά τους υπήρξε γνωστή συγγραφέας. Προσπαθώ να εξασφαλίσω μια πνευματική γνωριμία με τις γενιές που δε θα γνωρίσω.
-Οι βλέψεις σας για το συγγραφικό σας μέλλον ποιες είναι;
Επειδή η υγεία μου είναι πολύ εύθραυστη, θα ήθελα πρωτίστως να έχω μέλλον.
Της Χριστίνας Μανδρώνη