Άμεσα μέτρα για να σταματήσουν οι συνεχείς αυξήσεις στην τιμή του ελαιόλαδου που πλήττουν τους βιοπαλαιστές αγρότες, αλλά και το λαϊκό εισόδημα, διεκδικεί η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ με ερώτηση που κατέθεσε ο ευρωβουλευτής Λευτέρης Νικολάου-Αλαβάνος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ειδικότερα, στην ερώτησή του σημειώνει: «Η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα την ελαιοκομική περίοδο 2022-2023 έφτασε τους 340 χιλιάδες τόνους, από τους οποίους οι 190 χιλιάδες κατευθύνθηκαν σε εξαγωγές – ενδοκοινοτικό εμπόριο και οι 120 χιλιάδες σε εσωτερική κατανάλωση, ενώ υπάρχει και ένα απόθεμα που υπολογίζεται στους 30 χιλιάδες τόνους.
Οι προβλέψεις για την ελαιοκομική περίοδο 2023-2024 αναφέρονται σε παραγωγή γύρω στους 200 χιλιάδες τόνους, μειωμένη δηλαδή σε σχέση με πέρυσι κατά 41%. Μειωμένη αναμένεται η παραγωγή ελαιολάδου και στις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Ε.Ε. με κυριότερη την Ισπανία, όπου και πέρυσι η παραγωγή παρουσίασε μεγάλη πτώση, πάνω από 55% σε σχέση με το μέσο όρο των προηγούμενων ετών.
Η παραπάνω εξέλιξη της παραγωγής, στις συνθήκες του οξυμένου ανταγωνισμού της διεθνοποιημένης αγοράς, έδωσε την ευκαιρία στις μεγάλες μεταποιητικές, εμπορικές, εξαγωγικές επιχειρήσεις να εκτοξεύσουν τις τιμές και την κερδοφορία τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, που αυτή τη στιγμή πωλείται στα ράφια των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα σε τιμές από 13 έως 18 ευρώ το λίτρο και στη Βόρεια Ευρώπη πάνω από 20 ευρώ, οι ελαιοπαραγωγοί πήραν από 3 έως 4,5 ευρώ το λίτρο.
Αυτή ήταν η διακύμανση της τιμής στον παραγωγό την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2022 έως και τον Απρίλιο τους 2023, κατά την οποία διατέθηκε στους εμποροβιομήχανους ο μεγάλος όγκος της παραγωγής.
Την ίδια ώρα, η κυριαρχία των μονοπωλίων (αγροτικών εισροών, ενέργειας, μεταποιητικών, εμπορικών και τραπεζικών) και ο ανταγωνισμός για τα κέρδη που εγγυάται η Ε.Ε. με τους κανονισμούς και τις πολιτικές της, έχουν εκτοξεύσει το κόστος παραγωγής με το ακριβό πετρέλαιο, τις ανατιμήσεις σε ρεύμα, αγροτικά εφόδια και φυτοφάρμακα. Εντείνουν την υποχρηματοδότηση των απαραίτητων υποδομών και προγραμμάτων προστασίας της παραγωγής από φυσικές καταστροφές και ασθένειες, αποτελούν μόνιμο εφιάλτη για τους βιοπαλαιστές ελαιοπαραγωγούς της Ελλάδας, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η όποια βελτιωμένη, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, τιμή πάρουν φέτος για το λάδι τους θα είναι πρόσκαιρη. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι η Ε.Ε. εγγυάται τιμές μόνο στα μονοπώλια όπως είναι οι ενεργειακοί όμιλοι με τις εγγυημένες τιμές στο ρεύμα, οι κατασκευαστικές εταιρείες με τις εγγυημένες τιμές των διοδίων και όχι στους αγρότες που το εισόδημά τους είναι περιορισμένο εξαιτίας της μικρής παραγωγής.
Ως συνέπεια των παραπάνω το ελαιόλαδο μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας για τα λαϊκά στρώματα, που πληρώνουν ακριβά το τίμημα που έχει η πολιτική της “εξωστρέφειας” την οποία εφαρμόζουν ευλαβικά και διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις και η Ε.Ε., όπως και η πολιτική των δημοσιονομικών πλεονασμάτων που, εκτός των άλλων, έχει οδηγήσει και στην εκτόξευση της έμμεσης φορολογίας (πχ ΦΠΑ στο ελαιόλαδο στο 13%).
Έτσι, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι πλεονασματική σε ποιοτικό ελαιόλαδο, οι κοινωνικές ανάγκες γι’ αυτό το προϊόν παραμένουν ανικανοποίητες, γιατί κίνητρο της παραγωγής είναι το επιχειρηματικό κέρδος και όχι η ικανοποίηση των αναγκών».
Με βάση τα παραπάνω ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ υπέβαλε τα εξής ερωτήματα: «Πώς τοποθετείται η Επιτροπή:
-Στο αίτημα για εγγυημένες τιμές στα αγροτικά προϊόντα ώστε ο βιοπαλαιστής αγρότης να μην είναι έρμαιο των εμποροβιομήχανων, οι οποίοι καθορίζουν τις τιμές επικαλούμενοι την “αγορά”, να εξασφαλίζει εισόδημα επιβίωσης και παράλληλα οι τιμές των προϊόντων στη λαϊκή κατανάλωση να είναι προσιτές
-Στα αιτήματα για μείωση του κόστους παραγωγής με πλαφόν στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, αφορολόγητο πετρέλαιο, εξασφάλιση προσιτών αγροτικών μέσων, εφοδίων και μηχανημάτων με ευθύνη του κράτους, κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, μέτρα προστασίας της παραγωγής από φυσικές καταστροφές και ασθένειες
-Στο γεγονός ότι η ευρωενωσιακή κοινή αγορά και η ΚΑΠ το μόνο που εγγυώνται είναι τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων οι οποίοι, μαζί με το κράτος, καταληστεύουν τόσο τους βιοπαλαιστές αγροτοπαραγωγούς όσο και τα λαϊκά στρώματα, που έρχονται αντιμέτωπα με την τεράστια ακρίβεια».