Με αφορμή τις τιμές του ελαιολάδου
Η «κρίση του ελαιολάδου», τόσο στο επίπεδο της σημαντικής μείωσης της παραγωγής του φέτος στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις μεσογειακές χώρες, όσο και σε σχέση με το ύψος που έχουν φτάσει οι τιμές, είναι «κυκλική» ή αποκτά πλέον χαρακτηριστικά μονιμότητας λόγω κλιματικής αλλαγής; Μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια εποχή που σταδιακά αυτός ο «υγρός χρυσός» θα είναι για τους πλούσιους, ακόμη και σε τόπους σαν τον δικό μας, όπου η ελιά αποτελεί βασικό στοιχείο όχι μόνον της διατροφής μας, αλλά ολόκληρου του πολιτισμού μας;
Τα παραπάνω ζητήματα αναπτύχθηκαν στην εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» (Α’ Πρόγραμμα). Προσκεκλημένος ήταν ο οικονομολόγος Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ).
Οι ειδήσεις γύρω από το λάδι έχουν αρχίσει να απασχολούν για πρώτη φορά σχεδόν καθημερινά, εδώ και εβδομάδες, τα δελτία ειδήσεων στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες ελαιοπαραγωγούς χώρες.
Και πέραν των πληροφοριών που αφορούν στο ύψος των τιμών και της μειωμένης παραγωγής, από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία είναι τα αυξανόμενα περιστατικά κλοπών καρπών και λαδιών, από μικροποσότητες έως τόνους.
Όμως, η φετινή κρίση λαδιού φαίνεται να έχει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά τόσο στο επίπεδο παραγωγής όσο και στο επίπεδο τιμών. Αφενός οι ειδικοί μιλούν για τις νέες δυσμενείς συνθήκες που δημιουργεί στον κύκλο των ελαιόδεντρων και της παραγωγής η κλιματική αλλαγή, φαινόμενο που δεν πρόκειται να αλλάξει προς το ευνοϊκότερο μεσομακροπρόθεσμα.
Η κλιματική αλλαγή
Επιπλέον, οι ειδικοί στη χώρα μας προειδοποιούν πως η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη γεωγραφία και δομή του ελληνικού ελαιώνα, τα 132 εκατομμύρια δέντρα του οποίου καλύπτουν περίπου το 5,7% της επιφάνειας της χώρας.
Η αύξηση των θερμοκρασιών, οι παρατεταμένες ξηρασίες, οι μεγάλες πυρκαγιές κ.λπ. μπορούν να οδηγήσουν σε συρρίκνωση των ιστορικών ελαιώνων στη Ν. Ελλάδα (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησο) και σε ανάπτυξη ή μεγέθυνση άλλων στη Β. Ελλάδα, σε ψυχρότερες και υγρότερες περιοχές π.χ. της Μακεδονίας ή της Θράκης που υπήρχαν μικρές ή καθόλου τέτοιες καλλιέργειες (αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και σε ανάλογες γεωγραφικές ζώνες των άλλων ελαιοπαραγωγικών χωρών).
Και βεβαίως, έχει σημασία το τι θα σημάνουν για το είδος της παραγωγής, αλλά και την οικονομία (τοπική και εθνική) τέτοιες αλλαγές.
Αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες
Τέλος, η κρίση του ελαιολάδου σε επίπεδο παραγωγής και τιμών, εφόσον διατηρηθεί, είναι πιθανόν να οδηγήσει και σε αλλαγές διατροφικών συνηθειών.
Ήδη στη Ισπανία σημειώνεται φέτος μείωση της κατανάλωσης έως και κατά 82% του ελαιολάδου και υποκατάστασή του από σπορέλαια. Ορισμένοι θεωρούν πως κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στη χώρα μας, εφόσον οι τιμές συνεχίσουν την ανηφόρα. Κι άλλωστε, το θέμα δεν αφορά μόνον στην οικιακή κατανάλωση, αλλά και την επαγγελματική, στην εστίαση, στη βιομηχανία/βιοτεχνία τροφίμων κλπ.
Επιπλέον, η αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου από ανερχόμενα μεσοστρώματα στην Ασία, καθώς και στις πλούσιες χώρες του Κόλπου κ.λπ., δεν μπορούν παρά να ασκήσουν πιέσεις για αύξηση των τιμών, ακόμη και χωρίς τα προαναφερόμενα προβλήματα.
Έτσι, μήπως μιλάμε για τη δημιουργία ενός νέου «υγρού χρυσού», πολύτιμου μεν για τους παραγωγούς, αλλά ολοένα και πιο δυσπρόσιτου για τους μέσους ανθρώπους κι ακόμη κι αυτούς που έχουν μεγαλώσει σε χώρες και πολιτισμούς της ελιάς;