Με κοινή τους τοποθέτηση οι νεολαίες του ΣΥΡΙΖΑ σε Μεσσηνία και Αρκαδία έκαναν γνωστό ότι αποχωρούν από την παράταξη.
Ακολουθεί η τοποθέτησή τους.
Η βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις προηγούμενες εκλογές έφερε στην επιφάνεια τις πολλές οργανωτικές αλλά κυρίως πολιτικές παθογένειες του κόμματος, που κάποτε εξέφραζε ταυτόχρονα, τόσο την ελπίδα για μια Αριστερή κυβέρνηση, όσο και την ριζοσπαστικότητα των κινημάτων της τελευταίας 15ετίας. Αποτέλεσε μοναδικό, αριστερό εγχείρημα παγκοσμίως, εκφράζοντας με εκλογική και οργανωτική επιτυχία αυτόν τον ριζοσπαστικό ρεαλισμό.
Η Έκφραση αυτής της επιτυχίας κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, την περίοδο 2010-2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ με πρωταγωνιστικό ρόλο της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, κατόρθωσε να συμμετέχει, αλλά κυρίως να οργανώσει κινηματικές αντιστάσεις ποικίλων ειδών, από τα εργατικά σωματεία και τα πανεπιστήμια, μέχρι τις πλατείες της αντίστασης, τα κινήματα “δεν πληρώνω”, την υπεράσπιση του περιβάλλοντος στις Σκουριές Χαλκιδικής και αλλού, καθώς και τα κινήματα υπεράσπισης περιθωριοποιημένων από το σύστημα ομάδων, όπως μεταναστών εργατών απεργών πείνας στη Νομική και στη συνέχεια στην Υπατία, κρατουμένων, οροθετικών γυναικών που διαπομπεύθηκαν επί κυβέρνησης Παπαδήμου, τα δίκτυα αλληλεγγύης που συγκροτήθηκαν πανελλαδικά και πληθώρα άλλων, μικρών ή μεγαλύτερων αγώνων.
Η βάση για όλες αυτές τις κινηματικές επιτυχίες που έκαναν τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά και εκλογικά πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα βέβαια, είχε μπει ήδη από το 2008, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ, με πρόσκαιρο εκλογικό κόστος, ήταν το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που είχε ταχθεί στο πλευρό της εξέγερσης του Δεκέμβρη, η οποία είχε ξεκινήσει με αφορμή τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου.
Την περίοδο 2012-2015, μια περίοδο μεγαλύτερης κινηματικής και πολιτικής αναμονής, ξεκίνησαν να διαφαίνονται για τον ΣΥΡΙΖΑ οργανωτικά και πολιτικά προβλήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε στο εξαιρετικά ευρύ κοινωνικά αφήγημα “λαός εναντίον μνημονίου”, το οποίο κατάφερε να συσπειρώσει μια ευρεία μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εργάστηκε επαρκώς πάνω στην πολιτικοποίηση και ιδεολογικοποίηση του αφηγήματος αυτού από Αριστερή σκοπιά, με αποτέλεσμα να εδραιώσει και να εμβαθύνει την επερχόμενη νίκη του στις εκλογές σε κοινωνικές συμμαχίες οι οποίες ήταν εκ των πραγμάτων αντιφατικές (πχ άνεργοι/ες και φτωχοί φτωχές που επωφελήθηκαν από τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μεγαλο- γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί που δυσανασχετουσαν για τη δήθεν υπερφορολόγηση) και οι οποίες στηρίζονταν σε δυσανάλογες και διαστρεβλωμενες προσδοκίες για την μελλοντική κυβερνητική του πορεία.
Εντούτοις, ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να οργανώσει τις αντιστάσεις, να τις εκφράσει πολιτικά, αλλά και να προτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο παρότι αφελές σε ό,τι αφορά τις πανίσχυρες λειτουργίες του διεθνοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ήταν σαφώς ορισμένο, ριζοσπαστικό αλλά και συμβατό με τις ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας την εποχή που κλήθηκε να το εφαρμόσει. Αποτέλεσμα της στρατηγικής αυτής ήταν η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα, μετά την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (πιο γνωστή ως κυβέρνηση του βουνού).
Ο συντριπτικά αρνητικός συσχετισμός δύναμης σε διεθνές επίπεδο όμως, οδήγησε στον επώδυνο συμβιβασμό της εφαρμογής ενός 3ου μνημονίου. Παρά την πολύ ελλειπή πολιτική και κυρίως οργανωτική διαχείριση των δυνάμεων του κόμματος, η κυβερνητική θητεία επέτρεψε σημαντικές μικρές και μεγάλες νίκες, όπως τη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων, τη θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, την πολιτική ένταξης μεταναστών και προσφύγων, τη συμφωνία των Πρεσπών, την καθολική ένταξη όλων των πολιτών στο ΕΣΥ. Σημαντικότατα αποτιμάται επίσης η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια μετά από σχεδόν 10 χρόνια αντιδημοκρατικής οικονομικής εποπτείας. Αυτές είναι νίκες που η Αριστερά δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει χωρίς να γίνει κυβέρνηση και καμία κυβέρνηση δεν θα επεδίωκε, αν δεν ήταν Αριστερή.
Η ήττα του 2019, βρήκε τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει απωλέσει σημαντικό μέρος της εκλογικής του δύναμης, ενώ ήδη από το 2015 είχε αρχίσει η αποκοπή του από τις κινηματικές διαδικασίες, παράλληλα με τον μαρασμό των κομματικών οργανώσεων που με τη σειρά του οδήγησε σε κοινωνική απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κορυφώθηκε της οποίας τα αποτελέσματα φάνηκαν και στις πρόσφατες εκλογές του 2023. Η λάθος ανάλυση των αιτιών της ήττας οδήγησε σε μια επίσης λάθος νέα στρατηγική, όπως αυτή εκφράστηκε από την λεγόμενη οργανωτική και πολιτική «διεύρυνση». Επί της ουσίας, αυτή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια προσπάθεια πολιτικού ανοίγματος προς τις αποτυχημένες συνταγές του κέντρου, και μια συγκόλληση μηχανισμών από τα πάνω. Αυτά οδήγησαν στη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, από κόμμα της Αριστεράς, σε ένα κόμμα χωρίς πολιτική ταυτότητα, απολύτως ανίκανο να κινητοποιήσει κομματικές δυνάμεις για πολιτικά επίδικα, ενώ εντάθηκε και η πολιτική αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών του, που σε πολλά μέρη αντικαταστάθηκαν από τους επίσης ανεπαρκείς μηχανισμούς τοπικών βουλευτών ή παραγόντων. Με λίγα λόγια, εκτός από ένα κόμμα χωρίς στίγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε τον εαυτό του σε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Ένα κόμμα που δεν είχε την οργανωτική επάρκεια να επιτελέσει βασικές λειτουργίες (επαφή με την κοινωνία, ζύμωση μελών- στελεχών, παραγωγή και υλοποίηση πολιτικής γραμμής).
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να αδυνατεί να αντιληφθεί την κοινωνική κίνηση και πολύ περισσότερο να την επηρεάσει.
Οι ήττες του 2023 θα μπορούσαν, και όφειλαν, να είναι μια ευκαιρία για την πραγματοποίηση μιας ειλικρινούς συζήτησης και αναστοχασμού για την πορεία μας. Τελικά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Από τις πρώτες κινήσεις της νέας ηγεσίας δεν ήταν ο αναστοχασμός για τα αίτια της ήττας, αλλά η αναζήτηση εσωτερικού εχθρού προκειμένου όχι απλώς να μη διορθωθεί τίποτα, αλλά να βαθύνουν οι παθογένειες που μας έφεραν ως εδώ. Η “αδιαμεσολάβητη σχέση αρχηγού-λαού”, παρακάμπτοντας τα όργανα και τις δημοκρατικές διαδικασίες που ένα αριστερό κόμμα οφείλει να διαθέτει, όχι απλώς δεν οδηγούν σε αναπτέρωση, έστω εκλογική, αλλά αντίθετα αποτελούν το γρηγορότερο τρόπο για την εξαφάνιση του πολιτικού μας χώρου.
Η αξιοπιστία και η σοβαρότητα του χώρου μας θίγεται συνεχώς, καθώς γινόμαστε μάρτυρες δημόσιων τοποθετήσεων, που πηγαίνουν κόντρα στις αποφασισμένες θέσεις του κόμματος, όπως η ομιλία του νέου Προέδρου στο ΣΕΒ, η ανακοίνωσή του για την Παλαιστίνη, αλλά και η σταδιακή αποδόμηση της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, εγκολπώνοντας επιχειρήματα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, ακόμη και με επιθέσεις ενάντια σε ομόφωνες πολιτικές επιλογές, που υπερασπίστηκε ως πρωθυπουργός ο Α. Τσίπρας, όπως το δημοσιονομικό μαξιλάρι των 37 δις, που ο Σ. Κασελάκης επέλεξε να χρησιμοποιήσει για μικροκομματικούς σκοπούς. Αξίζει δε να σημειωθεί, πως όλα τα παραπάνω συμβαίνουν, όχι υπό την διαρκή επίθεση και απειλή των ΜΜΕ, που έζησε ο ΣΥΡΙΖΑ, επί της ουσίας χωρίς σταματημό, από το 2008 και μετά, αλλά σε ένα περιβάλλον όπου τα συστημικά ΜΜΕ δίνουν μεγάλα χρονικά και πολιτικά περιθώρια στον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Παρακολουθούμε καθημερινά πλέον τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να αλλάζει πορεία, να απαρνιέται τις αριστερές και ριζοσπαστικές δομικές του αρχές, να μετατρέπεται σε κάτι διαφορετικό, ολοένα και πιο κεντροδεξιό, ασκώντας πολιτική, στην καλύτερη περίπτωση με όρους μεταπολιτικής στη χειρότερη περνώντας σε μία φάση ολότελα μη πολιτική.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, θεωρούμε όλοι/ες πως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν αποτελεί πλέον έναν χώρο σύνθεσης διαφορετικών απόψεων και παραδόσεων της αριστεράς, δεν μπορεί στη σημερινή του μορφή να αποτελέσει τον χώρο ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου, και κυρίως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κυρίαρχο πολιτικό σχέδιο του συστήματος στην Ελλάδα, το οποίο εκφράζεται από τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Έτσι λοιπόν, επειδή παραμένουμε υπέρ της συγκρότησης μια νικηφόρας, κυβερνώσας, ριζοσπαστικής Αριστεράς, θεωρούμε πως η παραμονή μας στη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν έχει κάτι περισσότερο να προσφέρει ούτε σε εμάς ούτε στις κοινωνικές δυνάμεις που θέλουμε να εκφράσουμε.
Η ακρίβεια, η κλιματική κρίση, η στεγαστική κρίση, οι έμφυλες διακρίσεις, ο κρατικός αυταρχισμός, η έλλειψη σύγχρονου και δημοκρατικού παραγωγικού μοντέλου δεν μπορούν να περιμένουν τις παλινωδίες ενός αποτυχημένου, ακόμη και εκλογικά πλέον, κόμματος, το οποίο παρότι αυτοαποκαλείται σύγχρονο, δεν έχει πολιτικές αναλύσεις για κανένα από τα σύγχρονα ζητήματα.
Η συγκρότηση ενός ισχυρού πόλου της Αριστεράς, που επιδιώκει να φέρει τη δημοκρατία σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Εξάλλου, η Αριστερά θα είναι πάντα επίκαιρη, όσο υπάρχουν άνθρωποι, που υποφέρουν από τις απάνθρωπες συνέπειες του καπιταλισμού.