Ένας ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής απαντά στο «Θάρρος» για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες
Ο Νίκος Τριμανδήλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα, απ’ όπου και έφυγε προκειμένου να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του εργάστηκε μεν ως δικηγόρος, ωστόσο τον κέρδισε η ψυχανάλυση. Πλέον εργάζεται ως ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής Ομάδας, Ζεύγους και Οικογένειας στην Αθήνα, ιδιωτικά αλλά και ως μέλος της διεπιστημονικής ομάδας του Κέντρου Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής «Κοχλίας».
Το «Θάρρος» μίλησε μαζί του για τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, για το πώς τις επηρέασε ο εγκλεισμός γενικότερα, αλλά και για το πότε χρειάζεται τελικά μια οικογένεια βοήθεια.
-Από τη Νομική στην Ψυχανάλυση… Μιλήστε μας για αυτή τη μετάβαση…
Ήταν μια συνειδητοποιημένη απόφαση, η οποία ωρίμαζε καιρό. Τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός μου, όπως η προσωπική μου θεραπεία και ανάλυση από πολύ καλούς ψυχοθεραπευτές, τόσο στην Καλαμάτα όσο και στην Αθήνα, καθώς και προσωπικές εμπειρίες και γεγονότα, με οδήγησαν σε αυτή την επιλογή. Είναι δύο πεδία φαινομενικά αντίθετα, διότι η μεν Νομική εστιάζεται στο πλαίσιο κανόνων του ατόμου μέσα στην κοινωνία (τι μπορείς να κάνεις, τι σου επιτρέπεται να κάνεις, τι δικαιώματα και υποχρεώσεις έχεις), ενώ η ψυχανάλυση, σε ένα μεγάλο κομμάτι της, ενδιαφέρεται για το πώς έχει αντιληφθεί το άτομο τους νόμους και, κατ’ επέκταση, την κοινωνία.
-Ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής Ομάδας, Ζεύγους & Οικογένειας. Τι ακριβώς κάνετε δηλαδή;
Στο πλαίσιο της εκπαίδευσής μου διδάχθηκα την ατομική θεραπεία ενηλίκων και την ψυχοθεραπεία ομάδας, το γνωστό group therapy. Με βάση αυτούς τους δύο άξονες η εκπαίδευσή μου περιλαμβάνει, επίσης, τη θεραπεία ζεύγους, δηλαδή τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα στη σχέση τους, καθώς και θεραπεία οικογένειας, για δυσλειτουργίες μέσα σε μια οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, βοηθούμε τους θεραπευόμενους να αντιληφθούν την ασυνείδητη πλευρά του ψυχισμού τους, φέρνοντας στην επιφάνεια επιθυμίες και τραύματα, τα οποία δυσκολεύουν την καθημερινότητα τους, ενώ τους εκπαιδεύουμε στο πώς να μάθουν τον εαυτό τους καλύτερα.
-Ασχολείστε, λοιπόν, με τις σχέσεις μέσα σε μια οικογένεια. Τι έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν;
Η σημερινή ελληνική οικογένεια δεν έχει έντονες διαφορές με αυτή του παρελθόντος. Κύρια χαρακτηριστικά της θα μπορούσαμε να πούμε σε γενικές γραμμές πως είναι η ανωριμότητά της, η δυσκολία της να δεχθεί την ατομικότητα των μελών της και τα άλυτα συμπλέγματα που αναπτύσσονται. Μην ξεχνάτε, άλλωστε, πως τα θεμέλια της ελληνικής οικογένειας είναι δύο: η θυσία και η ενοχή. Δηλαδή, οι γονείς επιφορτίζουν τα παιδιά με την αίσθηση του χρέους («εμείς έχουμε γίνει θυσία για σένα, για να ντυθείς, να σπουδάσεις και οφείλεις να μας το ξεπληρώσεις»), το οποίο με τη σειρά του φέρνει την ενοχή («πρέπει να υπακούσω στα θέλω των γονέων και όχι στα δικά μου, προκειμένου να διώξω το αίσθημα ότι φταίω).
Μία εκ των πραγμάτων διαφορά είναι η θέση του πατέρα μέσα στην ελληνική οικογένεια. Η εξέχουσα θέση που είχε, η οποία του προσέφερε και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της εξουσίας του, έχει πλέον χαθεί και έχει αντικατασταθεί από τη συνδιαχείριση με τη μητέρα. Δυστυχώς, τα στερεότυπα κρατούν ακόμα γερά και εκεί εντοπίζονται σημαντικά κομμάτια προστριβών, δηλαδή στο ποιος ασκεί εξουσία εντός της οικογένειας σε ναρκισσιστικό επίπεδο. Είναι δύσκολη η δημοκρατία μέσα στην ελληνική οικογένεια.
-Η περίοδος του εγκλεισμού πώς επηρέασε αυτές τις σχέσεις;
Έχουν γίνει πολλά ψυχαναλυτικά συνέδρια με αυτό το ερώτημα, το οποίο είναι πολύ εύστοχο. Προς το παρόν δεν έχουμε ικανή ποσότητα μελετών για να απαντήσουμε με σιγουριά. Σίγουρα όμως, είναι μια περίοδος την οποία δε συζητάμε. Αυτό δείχνει το επίπεδο του τραύματος που έχουν αφήσει ο εγκλεισμός και η πανδημία στο συλλογικό ασυνείδητο. Ως προς τις σχέσεις, αυτό που παρατηρούμε από την κλινική πρακτική, είναι πως ο εγκλεισμός έφερε στην επιφάνεια ήδη υπάρχοντα προβλήματα. Αυτά με τη σειρά τους οδήγησαν σε μια “επιτάχυνση” της εξέλιξης των σχέσεων. Δηλαδή, όσες όδευαν προς διάλυση, πράγματι δεν τα κατάφεραν, ενώ κάποιες άλλες συνδέθηκαν συναισθηματικά περισσότερο και ουσιαστικότερα.
-Συχνά ακούμε για ενδοοικογενειακή βία. Ήταν κάτι που πάντα υπήρχε και απλά τώρα παίρνει δημοσιότητα;
Όσο οι άνθρωποι παραμένουν με άλυτα τραύματα, θα είναι οι ίδιοι είτε ζουν τον προηγούμενο αιώνα είτε ζουν σήμερα. Η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι σημερινό φαινόμενο, απλώς σήμερα ανοίξαμε τις πόρτες και το φωνάζουμε. Μην ξεχνάτε, φυσικά, ότι βία δε σημαίνει μόνο σωματική βία. Εξίσου τραυματική είναι και η λεκτική βία. Από ψυχαναλυτική οπτική, βία ασκείται και με το βλέμμα, δηλαδή χωρίς καν να χρησιμοποιηθούν λέξεις.
-Τελικά, τα θύματα – γυναίκες τολμούν να κάνουν καταγγελία και να φύγουν από το σπίτι;
Η μεν Πολιτεία δεν είναι έτοιμη ακόμα να περιθάλψει σωστά τα θύματα και η δε κοινωνία δεν είναι έτοιμη να τα εντάξει ψυχικά στους κόλπους της. Παραμένει η αίσθηση του “τα ‘θελε και τα έπαθε”, το οποίο αποτελεί μια επιπλέον κακοποίηση. Σίγουρα όμως, υπάρχει μεγαλύτερη τόλμη σε αυτές τις γυναίκες, να φύγουν μακριά από τον κακοποιητή τους και σε αυτό έχει συμβάλει η ισότητα των φύλων, διότι πλέον οι γυναίκες έχουν δουλειά, εισόδημα και φωνή, το ίδιο δυνατή με αυτή των ανδρών.
Θα ήταν, όμως, μονοδιάστατο να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα αποκλειστικά από την πλευρά της γυναίκας – θύματος. Κακοποίηση υφίστανται και οι άνδρες, κακοποίηση υφίστανται και τα παιδιά, αρκετά συχνά οι παππούδες και οι γιαγιάδες, όπως και τα οικόσιτα ζώα. Μια κακοποιητική συμπεριφορά δεν είναι ίδιον ούτε “προνόμιο” του άνδρα και αυτό πρέπει να το αντιληφθούμε.
-Κεφάλαιο «γονείς»: οι γονείς σήμερα ασχολούνται όσο στο παρελθόν με τα παιδιά τους;
Οι γονείς είναι περισσότερο “εκπαιδευμένοι” στο να ακούν τα παιδιά τους σε σχέση με παλαιότερα. Δε σημαίνει απαραίτητα ότι έχουν γίνει καλύτεροι γονείς, διότι αυτό πρέπει να περάσει από την προσωπική θεραπεία του γονέα, ούτως ώστε να μη μεταβιβάσει τραύματα δικά του στα παιδιά του. Ο όρος, όμως, “ενσυναίσθηση”, δηλαδή συν – αισθάνομαι τον άλλον και συγκεκριμένα τις ανάγκες του παιδιού μου, έχει μπει για τα καλά στα νεότερα ζευγάρια και αυτό είναι πολύ θετικό.
-Κάποιες φορές βλέπουμε «παιδιά σχεδόν ανεξέλεγκτα» στη συμπεριφορά τους. Κάνουν κάτι λάθος οι γονείς;
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι έχει συμβεί σε συλλογικό επίπεδο, πέραν των επιπτώσεων της πανδημίας και του εγκλεισμού των παιδιών.
Πρέπει να εξετάζεται κάθε περίπτωση ξεχωριστά και να μη δίνεται η εντύπωση των κακών/ αδιάφορων γονέων συλλήβδην.
Από την άλλη, παρατηρούμε μοτίβα παιδικής παραβατικότητας μέχρι και σεξουαλικών κακοποιήσεων από ανήλικους σε ανήλικους. Τις απαντήσεις θα τις βρούμε μέσα στις ίδιες τις οικογένειες, στο πώς επέτρεψαν ή όχι στα παιδιά τους να εκφραστούν, να ακουστούν και να διεκδικήσουν το δικό τους ψυχικό χώρο. Η επιθετικότητα είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση και για αυτό πρέπει να δίνονται διέξοδοι στα παιδιά, ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν την επιθετική τους ορμή στο πλαίσιο του πολιτισμού και της κοινωνίας και να μην τη στρέφουν εναντίον αυτής, καταστρέφοντάς την. Σε συμβολικό επίπεδο στρέφονται κατά των εκπροσώπων της κοινωνίας, δηλαδή κατά των γονιών τους. Η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη στροφή προς τον αθλητισμό και τις τέχνες.
-Τέλος, τι θα λέγατε σε μια οικογένεια που αντιμετωπίζει πρόβλημα; Πότε πρέπει να φτάσει σε έναν ψυχολόγο και πόσο σημαντικό είναι αυτό;
Αρχικά πρέπει να γνωρίζουμε πως κάθε οικογένεια αντιμετωπίζει προβλήματα, άλλα μεγάλα και άλλα μικρά. Για αυτό το λόγο, επειδή όλοι έχουμε έναν ελέφαντα στο σαλόνι μας, οφείλουμε να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας, χωρίς να μας νοιάζει “τι θα πει ο κόσμος”, μόλις αισθανθούμε πως κάτι δεν πάει καλά. Άλλωστε, όλα ξεκινούν από την ποιότητα της σχέσης των γονέων. Εάν αυτή είναι καλή, τότε είναι πολύ πιθανό η οικογένεια να αντιμετωπίσει μικρής έντασης και σοβαρότητας προβλήματα. Αυτή τη σχέση θα αναπαράγει και το παιδί στην πορεία του, δηλαδή τη σχέση των γονιών του. Μην ξεχνάτε πως η ποιότητα με την οποία συντροφευόμαστε καθορίζει εν πολλοίς και την ποιότητα της ίδιας μας της ζωής.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση