Ο κορυφαίος Έλληνας άλτης του μήκους στο «Θ»
Ο Λούης Τσάτουμας είναι από τις περιπτώσεις αθλητών που με τη διαδρομή τους έχουν καταρρίψει όλα όσα αναφέρονται συχνά για τις περιορισμένες δυνατότητες που διαθέτουν οι αθλητές της περιφέρειας προκειμένου να αναδείξουν το όποιο αθλητικό ταλέντο διαθέτουν.
Ο ίδιος, ξεκινώντας από πολύ μικρή ηλικία να προπονείται στο «Μεσσηνιακό» Γ.Σ., κατάφερε να είναι «παρών» στους τελικούς όλων των μεγάλων διοργανώσεων, ενώ σε ηλικία 25 χρόνων διακρίθηκε ως ο κορυφαίος Έλληνας άλτης, καθώς σημείωσε άλμα στα 8,66μ. -ρεκόρ το οποίο δεν έχει καταρριφθεί πανελλαδικά από το 2007 μέχρι και σήμερα.
Ολοκληρώνοντας το κομμάτι του πρωταθλητισμού, ο Λούης Τσάτουμας εκτιμούσε ότι δε θα ξαναέμπαινε σε στάδιο, κάτι το οποίο όμως δε συνέβη, αφού λίγο καιρό αργότερα επέστρεψε στο ταρτάν, όμως αυτή τη φορά από τη θέση του προπονητή.
Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται πλάι σε νέους αθλητές της Καλαμάτας που δοκιμάζονται στον κλασικό αθλητισμό, παραμένοντας έτσι και ο ίδιος ενεργός στο αθλητικό προϊόν της πόλης.
Όσοι έχουμε προπονηθεί στο πλάι του, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την προσπάθεια που καταβάλει καθημερινά για να μεταφέρει στις νεότερες γενιές την αγάπη του για τον αθλητισμό και το στίβο ειδικότερα.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Λούης Τσάτουμας, μιλώντας στο «Θάρρος», κάνει λόγο για το στίβο, τα κίνητρα και τα αντικίνητρα που διαθέτει μια πόλη σαν την Καλαμάτα γύρω από τον αθλητισμό, ενώ αναφέρεται στη «νέα εποχή» που ξεκίνησε για τον ίδιο το περασμένο φθινόπωρο, όταν ολοκλήρωσε τη συνεργασία του με το «Μεσσηνιακό» και εντάχθηκε στο δυναμικό του «Ακρίτα» ΓΣ.
Ο λόγος στον ίδιο…
-Κατέχεις τον τίτλο του κορυφαίου Έλληνα άλτη έχοντας καταγράψει το ρεκόρ των 8,66 μ., το οποίο αγωνίζεται να ξεπεράσει τώρα ο Μίλτος Τεντόγλου. Θεωρείς ότι με αυτό το ρεκόρ εκπλήρωσες το στόχο σου ολοκληρώνοντας ουσιαστικά έναν κύκλο πολλών χρόνων;
Νομίζω ότι είχε φθάσει ο κορεσμός. Ασχολήθηκα από πάρα πολύ μικρή ηλικία με τον πρωταθλητισμό, οπότε νομίζω ότι έπειτα από μια εικοσαετία κουράστηκα σωματικά και ψυχολογικά, μιας και είχα φτάσει στο επίπεδο που ήθελα. Βέβαια, αυτό το επίπεδο ολοένα ανεβαίνει και ποτέ δεν είναι αρκετό: πάντα έχεις καινούργιους στόχους για κάτι παραπάνω, όμως σ’ εμένα έφθασε η στιγμή που σταμάτησαν αυτοί οι στόχοι. Δεν ονειρευόμουν πλέον να κατέβω στον αγώνα, να κάνω μια νέα επίδοση, να πάρω ένα νέο μετάλλιο, να πάω σε κάποιον επόμενο αγώνα. Οπότε εκεί καταλαβαίνεις ότι έχει έρθει το τέρμα. Έτσι, μια ώρα νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε, πήρα την απόφαση και είπα: μέχρι εδώ, τέλος.
-Σε εκείνο το στάδιο της ζωής σου είχες σκεφτεί να συνεχίσεις με την προπονητική ή είναι κάτι που προέκυψε στην πορεία;
Είχα αποφασίσει ότι δε θα μπω ξανά σε στάδιο. Ήταν τόσα πολλά τα χρόνια, ήταν τόσο μεγάλος ο κορεσμός, που τα πρώτα 2-3 χρόνια είπα θα ξεκουραστώ. Έτσι νόμιζα! Αλλά τελικά το μικρόβιο δε φεύγει ποτέ. Μόλις επιστρέψαμε, λοιπόν, από την Αθήνα στην Καλαμάτα οικογενειακώς, με τη γέννηση της μικρής μας κόρης, ξεκίνησα, μπορώ να σου πω πιο άμεσα από ό,τι θα νόμιζα, με το «Μεσσηνιακό», στο σύλλογο που ήμουν εξαρχής, κάνοντας προπονητική στα παιδιά του συλλόγου που ήταν στα άλματα, και βοηθώντας όπου μπορώ. Ταυτόχρονα ήμουν εκεί για να τους μεταφέρω τις εμπειρίες μου, τις γνώσεις μου, όλα αυτά που έχω αποκομίσει μέσα από τον πρωταθλητισμό. Και έτσι ουσιαστικά είναι σαν να μη βγήκα από το στάδιο. Έγινε αυτόματα το πέρασμα από το ένα στο άλλο.
-Και, κάπως έτσι, εξακολουθείς όλα αυτά τα χρόνια να είσαι ενεργός στο αθλητικό κομμάτι της πόλης…
Τώρα αυτό δεν κόβεται! Θέλω και δε γίνεται, δεν υπάρχει περίπτωση. Είναι ωραίο όταν συνεργάζεσαι με παιδιά και μαθαίνουν. Είναι ωραίο συναίσθημα να τα βλέπεις στα πρώτα τους βήματα, και να μπορείς να τους μεταφέρεις εμπειρίες, γνώσεις, να τους δείξεις ένα δρόμο. Αν θες να τα τραβήξεις από έναν υπολογιστή, έναν καναπέ.
-Πόσο θεωρείς ότι η ταχύτατη ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει απομακρύνει τα σημερινά παιδιά από τα αθλήματα;
Νομίζω ότι τα παιδιά δε φταίνε γι’ αυτό, γιατί και εμείς οι γονείς είμαστε λίγο «κατά» της τεχνολογίας σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι και οι δικές μας γενιές, αν είχαμε τις ίδιες τεχνολογίες στα παιδικά μας χρόνια, θα τις χειριζόμασταν με τον ίδιο τρόπο. Αν κι εγώ όταν ήμουν πιτσιρικάς είχα ένα PlayStation ή έναν υπολογιστή και τόσο εύκολη πρόσβαση στα social media, θα έκανα το ίδιο. Κάθε παιδί που καταφέρνουμε να του δείξουμε τι δουλειά γίνεται έξω, στα αθλήματα, και μένει σ’ αυτά εξελισσόμενο, είναι κέρδος τόσο για εμάς, όσο και για την κοινωνία.
-Τι άποψη έχεις για το ότι πολλοί γονείς μπορεί να μη στρέφουν τα παιδιά στον κλασικό αθλητισμό λόγω του ότι θεωρείται πιο απαιτητικός σε σχέση με άλλα ατομικά ή ομαδικά αθλήματα;
Ο στίβος είναι πιο απαιτητικός, είναι καθαρά ατομικό αγώνισμα, μιας και οποιαδήποτε επιτυχία ή αποτυχία αφορά στον αθλητή προσωπικά. Οι γονείς πολλές φορές δε θα δεχθούν το παιδί τους να έρθει δεύτερο ή ότι δε θα μπορεί να διακριθεί σε αυτό που κάνει. Στα ομαδικά αθλήματα, είναι πολύ πιο εύκολο, μιας και αν κερδίσει η ομάδα, κερδίζουν όλοι οι αθλητές, όπως και αν χάσει η ομάδα, χάνουν πάλι όλοι μαζί. Δεν εισπράττεται η νίκη και η ήττα ως αποτέλεσμα ενός μόνο αθλητή.
-Ολοκλήρωσες την αθλητική σου καριέρα πλάι στον Γιώργο Πομάσκι, ο οποίος τώρα προπονεί άλλους σπουδαίους αθλητές της χώρας, μεταξύ των οποίων και τον Μίλτο Τεντόγλου. Πώς έζησες αυτή τη διαδρομή;
Το καλό ήταν πως όταν ανέβηκα για προπονήσεις στην Αθήνα το 2000, έκανα προπόνηση τόσο με τον Γιώργο Πομάσκι, όσο και το Δημήτρη Βασιλικό, ο οποίος ήταν βοηθός στην ομάδα του Γιώργου. Ήμουν πολύ τυχερός σ’ αυτό το κομμάτι, γιατί μέσα από τον Γιώργο γνώρισα τους καλύτερους προπονητές του κόσμου. Ξαφνικά ένα μικρό παιδί από την επαρχία έκανε προπόνηση με ολυμπιονίκες, παγκόσμιους πρωταθλητές, τους προπονητές τους. Όλα αυτά που κέρδισα μέσα από τον πρωταθλητισμό είναι εμπειρίες ζωής. Δεν είναι μόνο κάποιο μετάλλιο ή ότι έκανα μόνο μια σπουδαία επίδοση. Είναι πολύ μεγάλα τα οφέλη που είχα.
Τώρα ο Πομάσκι έχει μαλακώσει λίγο είναι η αλήθεια, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια που είναι στην προπονητική. Ξεκίνησε από αθλητής, έπειτα προπονητής σε ξένη χώρα. Ερχόμενος δε από το πουθενά, στην αρχή δεν τον ήξερε κανείς, κατάφερε όμως να καθιερωθεί στο χώρο βγάζοντας 15 και 20 πανελλήνιους πρωταθλητές σε όλα τα αγωνίσματα: εμπόδια, 400 μέτρα, 200 μέτρα, άλμα εις μήκος, άλμα εις ύψος, μέχρι και επί κοντώ. Οπότε εκεί καταλαβαίνει κανείς ότι είναι άλλο το επίπεδο του Πομάσκι. Γι’ αυτό τα κατάφερε τόσο καλά και συνεχίζει μέχρι σήμερα!
-Αθλητισμός ή πρωταθλητισμός; Ποια τα εφόδια σε καθένα από αυτά για έναν αθλητή;
Ο αθλητισμός είναι ένα κομμάτι, ο πρωταθλητισμός ένα άλλο. Αθλητισμό μπορούν να κάνουν όλοι, αλλά ο πρωταθλητισμός είναι για λίγους. Είναι πολύ δύσκολο κομμάτι, πολύ απαιτητικό, και πρέπει να το θέλεις κατά βάση εσύ ο ίδιος να το κάνεις. Όταν θέλεις δεν υπάρχουν θυσίες, γενικότερα στη ζωή. Όταν όμως σου το επιβάλλει κάποιος δεν λειτουργεί. Καλύτερα να το καταλάβεις γρήγορα και να διαλέξεις κάτι άλλο. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι ξεχωρίζουν λίγοι. Στο μαζικό αθλητισμό ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και όσο θέλει.
Εφόδια θα πάρει κανείς γενικότερα από τον αθλητισμό, πολύ περισσότερο αν αυτό αφορά τον πρωταθλητισμό. Το θέμα είναι, όμως, ότι για τα νέα παιδιά πλέον έχουν κοπεί λίγο τα κίνητρα. Έχει γίνει μια μεγάλη «ζημιά» στον αθλητισμό από όταν κόπηκαν τα Αθλητικά Σχολεία. Έκτοτε απομακρύνθηκαν τα παιδιά αρκετά από τον αθλητισμό. Από την άλλη χρειάζονται και οι υποδομές, βασικό στοιχείο για να μπορούμε να πούμε ότι κάτι πάει να γίνει. Βέβαια, είναι ένα μεγάλο πακέτο, που από τη στιγμή που όλη η χώρα ζει μια μεγάλη κρίση είναι δύσκολο να απαιτήσεις. Οπότε, σε πολλές περιπτώσεις κάνουμε σύγχρονο πρωταθλητισμό αλλά με υποδομές και μηχανήματα παλιάς εποχής.
-Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για το δημοτικό στάδιο στην Καλαμάτα. Μια μερίδα κόσμου θεωρεί ότι υπολειτουργεί, ενώ μια άλλη υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνουν υποχωρήσεις προς όφελος της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου που αγωνίζεται στο χώρο. Ποια η άποψή σου;
Νομίζω ότι στο στάδιο αυτή τη στιγμή υπάρχει κορεσμός. Μπάσκετ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο, στίβος, πολίτες, καθημερινά αθλούνται, κάτι που αποδεικνύει ότι δε χωράμε όλοι. Από την άλλη, νέες εγκαταστάσεις πάντοτε είναι βοηθητικές ως προς την αποσυμφόρηση της κατάστασης.
Το να έρθει κανείς σε ένα δημοτικό στάδιο και να πει ότι «μου ανήκει» με το ζόρι είναι λίγο τραβηγμένο. Οπότε, αυτή τη στιγμή κάνουμε όλοι υπομονή, «ο ένας στην πλάτη του άλλου» και ευελπιστούμε για το καλύτερο.
Είναι κρίμα πάντως, γιατί η Καλαμάτα είναι μία πόλη που έχει δει πως είναι να ενισχύεται η πόλη από τον αθλητικό τουρισμό και απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι έχει φιλοξενήσει στο παρελθόν πολύ μεγάλες ομάδες και αθλητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι επέλεξαν την πόλη για να περάσουν εδώ μήνες προετοιμασίας, κρίνοντας ότι η περιοχή ήταν ιδανική και λόγω κλίματος. Όταν όμως αρχίζουν και μπαίνουν εμπόδια σ’ έναν ολυμπιονίκη για παράδειγμα, ο οποίος θα έρθει και θα δει κλειστό το μισό κομμάτι του σταδίου, δεν θα ξανά έρθει. Αυτό το πράγμα είναι δυσφήμηση και αφορά το γενικότερο σύνολο, όχι μόνο το αθλητικό κομμάτι της πόλης.
-Σ’ αυτό το πλαίσιο το προηγούμενο διάστημα είδαμε να παίρνει νέα πνοή το δημοτικό στάδιο της Μεσσήνης, παρότι φιλοξενεί πολύ μικρότερο αριθμό αθλητών και αθλούμενων συγκριτικά με την Καλαμάτα. Θεωρείς ότι εδώ δεν γίνεται κάτι αντίστοιχο επειδή τα βλέμματα είναι στραμμένα αλλού ή δεν υπάρχει πρόθεση;
Θα μπορούσε και εδώ να γίνει ένας καινούριος χώρος και να λύσει όλα αυτά τα προβλήματα. Νομίζω ότι εάν αυτοί που ασχολούμαστε με το στάδιο καθημερινά καθίσουμε και μιλήσουμε όλοι μαζί, μπορούμε να βρούμε μια μέση λύση.
Είναι σίγουρο ότι πρέπει να δοθεί λύση, γιατί ό,τι δικαίωμα έχουμε οι σύλλογοι και οι ακαδημίες στο στάδιο, το ίδιο έχει και ο απλός πολίτης που πληρώνει για τη λειτουργία του.
-Είχες καθιερωθεί ως αθλητής και προπονητής του Μεσσηνιακού Γ.Σ. μέχρι το περασμένο φθινόπωρο όπου ανέλαβες το προπονητικό κομμάτι των αλμάτων στο Γ.Σ. Ακρίτα. Πως πάρθηκε η απόφαση γι’ αυτή τη μετάβασή σου;
Η αλήθεια είναι ότι είμαι γενικότερα των αλλαγών. Θέλω να ανανεώνομαι. Ξεκίνησα εκεί, κάναμε τα πρωταθλήματα, οι άνθρωποι του Μεσσηνιακού με βοήθησαν πάρα πολύ σε αυτό που έκανα, βοήθησα κι εγώ όσο μπορούσα περισσότερο στο σύλλογο. Όμως, ήρθε μια στιγμή που είπα ότι θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό.
Είχα μιλήσει με τον Πέτρο Παπαδόπουλο, όπως είχε συμβεί και παλαιότερα, όταν είχαμε σκεφτεί να γινόταν μια συνεργασία ίσως των δύο συλλόγων κάποια στιγμή. Για μένα αυτό θα ήταν το ιδανικό, αφού είμαστε σε μια μικρή πόλη και δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα απολύτως. Ίσα ίσα που αν γινόμασταν ένας σύλλογος, θεωρώ ότι αθλητικά θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε πολλά παραπάνω.
Αυτή η συνεργασία έως τώρα δεν έγινε. Δεν ήταν άσχημος ο τρόπος της προσέγγισης, αλλά για κάποιο λόγο απλά δεν έγινε. Έτσι, έκανα εγώ την καινούργια αρχή, ήρθα σ’ έναν διαφορετικό σύλλογο, και εδώ μπορώ να σου πω ότι το κλίμα είναι ωραίο, έχουμε νέα παιδάκια, κάποια άλλα θέλησαν από μόνα τους να ακολουθήσουν και ήρθαν. Εγώ τους είπα εξ αρχής ότι η μετάβαση θα είναι δύσκολη και τους πρότεινα να μην πάρουν κάποια απόφαση με βάση το τι έκανα εγώ. Έγινε αυτό, λοιπόν, και πλέον συνεχίζουμε δυναμικά.
-Ο πήχης που μπαίνει πλέον;
Έχει γίνει μια νέα ομάδα, έχουμε νέα παιδιά από τάξεις του δημοτικού, σε πολύ καλά επίπεδα επιδόσεων, και το κλίμα είναι φανταστικό. Βλέπω ότι τα μεγαλύτερα παιδιά (Γυμνασίου-Λυκείου) βοηθούν πολύ τους μικρότερους κατά τη διάρκεια της προπόνησης, και γενικά υπάρχει μια καλή συνεργασία απ’ όλους μας. Έχουν χωριστεί όλοι οι αθλητές σε ομάδες αλμάτων, ρίψεων και δρόμων, και κάθε τμήμα έχει το δικό του προπονητή, και αυτό βοηθάει να «βγαίνει» πολύ καλά η προπόνηση. Η καθημερινότητά μας είναι πολύ καλή με υψηλούς στόχους και ευελπιστούμε στο καλύτερο, πρώτα απ’ όλα για τα παιδιά, αλλά και ταυτόχρονα να μπορούν να συνεχίσουν αυτό που κάνουν καλά, με τις ανάλογες υποδομές για τα επίπεδα που εκπροσωπεί η πόλη.
-Θεωρείς ότι η Καλαμάτα μπορεί να δώσει μια ακόμα καλύτερη εικόνα αθλητών στο κομμάτι του στίβου στη συνέχεια; Μπορεί να δημιουργήσει αθλητές;
Πιστεύω ότι στα άλματα και στα υπόλοιπα αγωνίσματα θα δώσει αθλητές. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα πάσχει απ’ αυτή την τάση. Στις ακαδημίες παρατηρείται τα τελευταία χρόνια να αποτελούνται κυρίως από νεαρούς αθλητές οι οποίοι εγκαταλείπουν λίγο αργότερα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πολλοί αθλητές μεγαλύτερης ηλικίας.
Της Χριστίνας Μανδρώνη