«ΘΑΡΡΟΣ» 21 Αυγούστου 1931: Καλαματιανοί τύποι

«ΘΑΡΡΟΣ» 21 Αυγούστου 1931: Καλαματιανοί τύποι

Ο ΧΑΜΗΔΙΕ
Ποίος δεν γνωρίζει το κουδούνι της καθαριότητος, τον «σκουπίδια δω, κυράδες», τον χωλόν οδοκαθαριστήν, τον Χαμηδιέ;

Ο φίλτατος ποιεί τας διατριβάς του εις την πόλιν μας από 15ετίας και πλέον και όλες αι κυράδες και τα δουλικά – ιδίως τα τελευταία – έχουν να κάμουν με την φιλεργατικότητα και την αγαθωσύνην του. Τον Χαμηδιέ τον εγνώριζα μέχρι χθες, μόνον ως θόρυβον που ταράζει την μεταμεσημβρινήν ανάπαυλαν.

Χθες το πρωί όμως ένα γεγονός εις το οποίον παρέστην αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς μου παρέσχε την ευκαιρίαν να πληροφορηθώ ότι ο δυνάστης των συνοικιών, αγαπητός Χαμηδιέ, είναι και… προκλητικός και οπωσούν πειραχτικός στις δούλες με τις οποίες ευρίσκεται, λόγω του επαγγέλματός του, εις στενήν επικοινωνίαν.

Ώρα 2 μεταμεσημβρινή.

Νάτος εκεί υπό τον εξώστην ενός σπιτιού.

-Σκουπίδια δωωωω… Και ταυτοχρόνως  το καμπανέλι του αλόγου που έσερνε το πολύτιμο βάρος των συνοικιών ετράνταξε την συνοικίαν. Αλλά η σερβάν απειθαρχεί, παρασπονδεί, δεν φαίνεται πουθενά. Ο ήρως μας φαίνεται εκνευρισμένος. Το καμπανέλι ηχεί δαιμονιωδώς. Μόλις και μετά τέταρτον της ώρας η υπηρέτρια κάμνει την εμφάνισίν της μεγαλοπρεπέστατα, με χωρίς σκουπίδια στο χέρι…

-Γιατί άργησες, μωρή!

-Δεν σε άκουσα, Παναγιώτη μου – το όνομά του – άλλως τε δεν έχομε σήμερα σκουπίδια.

-Για ξαναπέστο…

-Να… δεν έχομε τίποτε σήμερα.

Αμ’ δεν τον εσκαμπίλιζε, δεν τούκοβε τα μουστάκια καλλίτερα…

-Τι είπες, μωρή;

-Αυτό που είπα.

Ο Παναγιώτης λαμβάνει στάσιν ανθρώπου που θίγεται στο φιλότιμο. Και βέβαια τον επείραξαν στα ιδανικά του, στην υπόστασή του. Αμ’ τι διευθυντής κάρρου της καθαριότητος είναι αυτός, χωρίς να έχη προϊόν;

-Γρήγορα… σκουπίδια, γιατί…

Το δουλικό άκον ηναγκάσθη να λείψη λίγα λεπτά της ώρας και κατόπιν να εμφανισθή με έναν γκαζοντενεκέ πλήρη χωμάτων και αχρήστων μικροπραγμάτων τα οποία επί τροχάδην εμάζεψε.

-Νταγκ, νταγκ, νταγκ….

Και ο δυνάστης των συνοικιών ανεβαίνει στο… άρμα του, λακτίζει το άλογο και σείων τον δείκτην απειλεί την δούλαν:

-Σαν σου βαστάει ξανακάμε το αυτό…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ

Ο… ΕΠΑΙΤΗΣ!
«ΘΑΡΡΟΣ» 28 Αυγούστου 1931
Ο κ. Ανοητόπουλος ηγνόει παντελώς ότι εις την σημερινήν εποχήν έχει χρεωκοπήσει το λαϊκόν γνωμικόν δια την γυναίκα: «Μακριά μαλλιά και λίγη γνώση». Εντεύθεν εξηγείται το πώς εφωράθη προχθές παρακολουθών κατά πόδας μίαν αφράτην νεράιδα λικνιζομένην εν τη οδώ Αριστομένους και εκπέμπουσαν αρωματώδη αέρια προκαλούντα την γλυκείαν μέθην:

-Μαμζέλ… ετραύλισεν ο ήρως μας εις μίαν στιγμήν.

Αλλ’ εκείνη εξηκολούθησε την απαθή και αδιάφορον πορείαν της. Η στάσις όμως αυτή έθιξεν ιδιαζόντως τον θαυμαστήν της, ο οποίος λαβών και πάλιν θράσος υπετονθόρισεν εις το αυτό μελιστάλακτον ύφος:

-Μαμζέλ…

Εκείνη προφανώς μόλις την δευτέραν φοράν ήκουσεν όπισθέν της την πρόκλησιν. Και ως γυνή της συγχρόνου εποχής, «ζεμανφουτίστρια», εστάθη αποτόμως, έστρεψεν όπισθεν την κεφαλήν και ηρώτησε σταθερώς:

-Ωμιλήσατε, κύριε;

Ο κ. Ανοητόπουλος δεν ηδυνήθη να απαντήση εις την ερώτησιν… ελησμόνησε αν την επροκάλεσε και συνεπώς εθεώρησε πρέπον να σιγήση, συγχρόνως δε να… αλλάξη χρειάν προσώπου, να… επιτρέψη εις τους πόδας του να ριγούν ως να ηλεκτρίζωνται και… αι…

Και εν τω μεταξύ, εκείνη νομίσασα ότι έχει έμπροσθέν της κύριον σοβαρώτατον και καθ’ όλα αξιόλογον, ο οποίος δεν καταδέχεται καν να συζητή ούτε με δεσποινίδας, εθεώρησε καλόν ότι έπρεπε να θιγή, δι’ ο και:

-Μα τόση σοβαρότης δεν χρειάζεται, βρε παιδί μου…

Εκείνος εκεραυνοβολήθη… το λογικόν του δια μιας επολτοποιήθη, οι οφθαλμοί του εθόλωσαν και τα μηνίγγια του ήρχισαν να δονούν.

-…

Θα είναι κωφάλαλος, ασφαλώς… διελογίσθη εκείνη και επροχώρησεν εις τον δρόμον της.

Ο κ. Ανοητόπουλος ήρχισε να συνέρχεται κάπως και τρίψας εσπευσμένως τους απολιθωμένους οφθαλμούς του την επήρε «το κατόπι».

Εκείνη δεν άργησε να ακούση τους βηματισμούς όπισθέν της. Στρέφει και βλέπει πάλιν εκείνον πεδινόν, συσπειρωμένον, δειλόν.

Στάσις εκατέρωθεν!

-Μα τι αγαπάτε, επί τέλους, κύριε… και παρακολουθείτε;

Μηδέν απάντησις!

Διάβολε! είπε καθ’ εαυτήν εκείνη… Θα είναι κάποιος δυστυχισμένος, κάποιος ξεπεσμένος ευγενής που αισχύνεται ο καϋμένος να ζητήση ελεημοσύνην, αλλ’ αφήνει να τον αντιληφθούν. Και ταυτοχρόνως θέσασα την χείρα εις την τσάνταν εξάγει εν νόμισμα το οποίον και εγχειρίζει εις τον… καθ’ υπόθεσιν επαίτην… και απήλθε…

Εκείνος έτεινε μηχανικώς την χείρα, το έσφιγξε καλώς εις την παλάμην, ετέντωσε και πάλιν τους οφθαλμούς, ήρχισε και πάλιν να τρέμη σύγκορμος, ήνοιξε ηλιθίως το στόμα – και εις αυτήν την στάσιν, ευρίσκεται ίσως ακόμη…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ

Η ΣΥΜΠΤΩΣΙΣ…
«ΘΑΡΡΟΣ» 8 Σεπτεμβρίου 1931
Ο κ. Χρεοφειλετόπουλος, άνθρωπος της εποχής, γνωρίζει προ παντός να κάμη θαυμασίους ελιγμούς, οσάκις κατά σατανικήν σύμπτωσιν τρακαρισθή μ’ έναν δανειστήν του. Την μέθοδον των ελιγμών έχει εφαρμόση αφ’ ότου έπαυσεν ο μεγάλος πόλεμος, αφ’ ότου δηλαδή άρχισε  να δανείζεται. Ο ευφυέστατος ήρως μας επί ένα σχεδόν χρόνον κατόρθωσε να διαφύγη την αρπαγήν των δανειστών του, πότε κρυπτόμενος, πότε κάμνων ελιγμούς και πότε αποτόμους μεταβολάς.

Αλλ’ εις αυτόν τον πρόστυχον κόσμον όλα έχουν το τέλος των και όλαι αι ευφυίαι χρεωκοπούν μπρος εις μίαν σύμπτωσιν. Αχ αυτές οι συμπτώσεις…

Προ διημέρου, λοιπόν, ο ήρως μας εβάδιζε κατά μήκος μιας οδού της πόλεώς μας. Οι οφθαλμοί του, ως συνήθως, εξέπεμπον αστραπές δεξιά αριστερά, εμπρός και κάπου – κάπου πίσω. Εδιώκετο ο ταλαίπωρος από το φάσμα του δανειστού του, ο οποίος δεν άργησε – φευ!- να ξεπροβάλη μπροστά του απειλητικός, βλοσυρός, καταπέλτης: Επήλθε μοιραίον τρακάρισμα την στιγμήν που ο κ. Χρεοφειλετόπουλος πήγε να «στρίψη» τον δρομο…

-Βρε καλώς τον! εβρυχήθη το φόβητρον. Εσκέφθη να κάμη κανονικήν μεταβολή, αλλά θα έπρεπε και να βάλη τετάρτην ταχύτητα στα πόδια, οπότε… Έκρινε, λοιπόν φρονιμότερον να ρίξη ταπεινά το κεφάλι κάτω και να δεχθή αδιαμαρτύρητα την ψυχρολουσία.

-Ώστε… έτσι ε;

-Δεν μιλάς;

Τι να πη, ο καϋμένος;

Ο δανειστής πλησιάζει κοντήτερα και τον περιαρπάζει από το σακάκι.

-Θα μου δώσης αυτή τη στιγμή τα λεφτά, αλλοιώς…

-Τι θα κάμης; εγρύλισεν εκείνος.

-Θα σε τσακίσω στο ξύλο.

-Κάμε το να τελειώνουμε…

-Βρε, ακούς τι σου λέω;

-Στα χρωστώ… όταν οικονομήσω θα σε θυμηθώ.

-Κι εγώ θα σου βγάλω το σακάκι αυτή τη στιγμή.

-Πάρε μου και το… πανταλόνι… αλλά σύντομα να τελειώνουμε.

-Τον αυθάδη! Βρε μου δίνεις τα λεφτά μου;

Αλλά και η υπομονή, ως γνωστόν έχει τα όριά της.

-Εις τι νόμισμα τα θέλεις;

-Ώστε κοροϊδεύεις κιόλας…

Η δεξιά του κ. Χρεοφειλετόπούλου εγερθείσα εις γρόνθον κατέπεσεν βαρεία επί της κάρας του σταυρωτού δανειστού του, ο οποίος μονομιάς εσωριάσθη.

Να τον ξαναενοχλήση άραγε;
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ

«ΟΙ ΑΜΑΚΑΔΟΡΟΙ»
«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Σεπτεμβρίου 1931
Τους γνωρίζετε τους κυρίους «με το δίχως», τους αμακαδόρους, τους τζαμπατζήδες, τους σελέμηδες; Περιμένετε. Και βέβαια τα σκήπτρα της αμάκας τα κατέχουμε μεις οι δημοσιογράφοι. Μα – διάβολε – εμείς βρήκαμε ένα έθιμο, μίαν παράδοσιν της οποίας την… μνήμην δεν θέλομε να βεβηλώσουμε! Άλλως τε είμαστε και κομμάτι χρήσιμοι.

Αλλά δεν μου λέτε, σας παρακαλώ πού οσφαίνονται οι διάφοροι γνωστοί και φίλοι την άφιξιν κάποιου, οποιουδήποτε θεάτρου; Και σαν μας επισκεφθή ένα θέατρο… βράσε όσπρια:

-Ω! καλημέρα, Γιώργο μου .

-Βρε, καλώς τον Νίκο, χρόνια και χρόνια έχεις να μας χαρίσης την ωραία συντροφιά σου.

-Σε ευχαριστώ!… καλωσύνη σου.

-Πώς απ’ εδώ;

Μη τα πολυλογούμε. Ο φίλος θα αρχίση από την πολιτικήν, θα προχωρήση εις την υγείαν της οικογενείας δια την οποίαν τόσω ενδιαφέρεται (!) και τέλος, με έναν αριστοτεχνικόν ελιγμό, θα χτυπήση στο ψαχνό:

-Δεν τώχεις διαθέσει το αμπονέ σου, βέβαια!

Όλες οι μελιστάλακτες ερωτήσεις και οι φιλικές διαχύσεις επεστρατεύθησαν για την κατάκτηση του διαρκούς.

Είναι διατεθειμένος να μη σας ξαναμιλήση αν δικαιολογηθήτε πως είναι «αυστηρώς προσωπικό» ή πως τώχετε διαθέσει.

Αλλ’ ας μιλήσουμε και λίγο έξω από το στοιχείο μας. Ξέρετε πόσοι «με το δίχως» αναλογούν σε αριθμό 100 θεατών; Τουλάχιστον 45! Μάλιστα… Δεν αστειευόμεθα. Πάρετε την θέση του ελεγκτού των εισιτηρίων ένα βράδυ.

-Το εισιτήριό σας.

-Είμαι δημοσιογράφος.

-Το εισιτήριό σας.

-Είμαι εφοριακός.

-Το εισιτήριό σας.

-Είμαι ταμιακός.

-Το εισιτήριό σας.

-Είμαι αστυνομικός.

-Το εισιτήριό σας.

-Είμαι… διάβολος!

Προσθέσατε εις όλους αυτούς (και είναι δεκάδες απ’ το κάθε επάγγελμα) και τους φίλους των ηθοποιών, τα αδελφοξάδελφα του ταξιθέτου, τους προστατευομένους του ιδιοκτήτου του κτηρίου, τον συντεχνίτη του αδελφού του φορατζή, τον γαμπρό του θείου του ελεγκτού, τον… τον… τον…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ