Ήταν το – σχεδόν μακρινό πια – διάστημα της πρώτης υγειονομικής καραντίνας, όταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισε να γίνεται γνωστή και να εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς η δράση ενός νέου ηλικιακά εκπαιδευτικού, ο οποίος είχε επιλέξει να μοιράζεται στο διαδίκτυο τις ιδιαίτερες δράσεις και τις πρωτοβουλίες που λάμβαναν χώρα στη μικρή σχολική του τάξη σ’ ένα Δημοτικό Σχολείο στην Αττική.
Βέβαια, ακόμα και όταν οι συνθήκες εκείνης της περιόδου επέβαλαν την αναγκαστική μετάβαση στην τηλεκπαίδευση, ο ίδιος συνέχισε να μοιράζεται σκέψεις και συμβουλές με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, θέτοντας πάντοτε στο επίκεντρο το παιδί.
Από τότε συνεχίζει με το ίδιο μεράκι και αφοσίωση, παροτρύνοντας τους μαθητές του (και όχι μόνο) να ανακαλύπτουν φωτεινά μονοπάτια σε σκοτεινές καταστάσεις και εποχές. «Κάνε όνειρα», «Μπες στα παπούτσια μου» και η «Γιορτή της αποτυχίας» είναι μερικά από τα βιωματικά εργαστήρια που έχουν γνωρίσει επιτυχία κι έχουν αγκαλιαστεί από τους μαθητές του Μάριου Μάζαρη, αλλά και τους περίπου 135 χιλιάδες μικρούς και μεγαλύτερους θαυμαστές του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η δράση του, όμως, δε σταματά εκεί, αφού έχει καταπιαστεί και με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων, με το τελευταίο εξ αυτών να είναι το «μετέωρο» από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Ένα βιβλίο που αναλύει τα συναισθήματα αβεβαιότητας που προκαλεί ένα διαζύγιο στην ψυχοσύνθεση ενός παιδιού, αναδεικνύοντας τη ζητούμενη σταθερότητα στις σχέσεις μιας οικογένειας.
Με αφορμή το νέο του βιβλίο, ο Μάριος Μάζαρης πρόκειται να βρεθεί αύριο το πρωί στην Καλαμάτα, όπου παρουσιάζοντάς το θα έχει την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις και συμβουλές με γονείς και παιδιά.
-Έχετε ξεκινήσει να μοιράζεστε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολλές από τις στιγμές της καθημερινότητάς σας ως δάσκαλος, καθώς και διάφορες συμβουλές σε γονείς και παιδιά, κάτι το οποίο δείχνει μια πολύ ιδιαίτερη προσέγγιση από πλευράς σας. Ποια ήταν η αφορμή για να ξεκινήσετε κάτι τέτοιο;
Η αλήθεια είναι ότι από την καραντίνα και μετά ξεκίνησα να το κάνω συστηματικά. Το έκανα βέβαια και παλαιότερα, από όταν ξεκίνησα να δουλεύω, πριν από δεκαοχτώ χρόνια, μιας και πάντα επέλεγα να ανεβάζω στα social media κάτι που έκανα στην τάξη και μου άρεσε.
Ωστόσο, επειδή εγώ ως άνθρωπος προσπαθώ να βρίσκω πράγματα που να με κρατούν σε εγρήγορση, προσπαθώντας να δίνω φως και στα παιδιά, επειδή ήταν μια δύσκολη συνθήκη –έτσι κι αλλιώς- η καραντίνα, ταυτόχρονα συνειδητοποιήσαμε πως ήταν πάρα πολύ δημιουργική για εμάς. Κι αυτό, γιατί ήταν από τις περιόδους που όντως ένιωσα ότι είμαστε χρήσιμοι ο ένας για τον άλλον κι ότι μπορούμε να κάνουμε πολύ ωραία πράγματα μαζί με τα παιδιά.
Όταν αφήσαμε πίσω μας την καραντίνα, με τα ίδια παιδιά είχαμε ξεχάσει ότι περάσαμε μια περίοδο καραντίνας, γιατί είχαμε κατακτήσει όλους τους στόχους μας, είχαμε περάσει ωραία, είχαμε ανταλλάξει πολύ ωραία μηνύματα μεταξύ μας.
Εκείνη την περίοδο που ήθελα να μοιράζομαι πράγματα, γιατί ήταν και μια περίοδος που το ίντερνετ ήταν πολύ τοξικό από όλους τους ανθρώπους που περνούσαν δύσκολα τον εγκλεισμό, κατάλαβα ότι με όσα ανέβαζα από τις δράσεις ή τις προσεγγίσεις υπήρχε πολύ μεγάλη «ανάσα». Ότι «Α! Γίνεται κάτι όμορφο!», και υπήρχε μια πολύ μεγάλη αγκαλιά.
Έτσι, λοιπόν, στο πλαίσιο ότι σκέφτομαι πάντοτε το πως μπορώ να είμαι χρήσιμος στους άλλους, ξεκίνησα πιο εντατικά να μοιράζομαι μερικά από όσα κάνουμε στην τάξη. Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι και άλλοι το εκτιμούν, παίρνοντας κάτι από αυτό, κάτι το οποίο δεν περίμενα να αγκαλιαστεί σ’ αυτό το βαθμό από τον κόσμο.
-Με βάση τη δική σας προσέγγιση, σε τι βαθμό και τι επίπεδο θεωρείτε ότι έχει αλλάξει το σημερινό σχολείο συγκριτικά με παλαιότερα;
Σε κάθε αλλαγή στην κοινωνία υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να πάνε μπροστά και άνθρωποι που από φόβο ή ασφάλεια στο «σίγουρο» δυσκολεύονται να προχωρήσουν και γαντζώνονται στο παρελθόν. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δουλεύουν με παρόμοιο ή πιο εξελιγμένο τρόπο από το δικό μου, και ίσως τα τελευταία χρόνια βλέποντας σελίδες όπως η δική μου, παίρνουμε λίγο θάρρος να κοινοποιούμε αντίστοιχες δράσεις.
Δεν είναι ότι ξαφνικά ανακάλυψα κάτι, απλώς συστηματικά αποφάσισα να μοιράζομαι την καθημερινότητα στο σχολείο, ενώ άλλοι ίσως να μην επέλεγαν αυτή την κατεύθυνση, ίσως επειδή θεωρούν ότι δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο.
Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει λόγος και γι’ αυτό το κάνω συστηματικά, προσπαθώντας να μην ακούω και να μη δίνω σημασία σε κακεντρεχή σχόλια, που ευτυχώς είναι λίγα. Θεωρώ ότι οφείλουμε να δείχνουμε το φως, οφείλουμε να δείχνουμε δράσεις που μας ενώνουν, οφείλουμε στο τοξικό ίντερνετ να έχουμε το ζεστό και το χαμογελαστό, αλλά και δράσεις που μας «ξεβολεύουν» και μας κάνουν να περνάμε ωραία στη δουλειά μας.
Πιστεύω ότι θα ζήσουμε αλλαγές τα επόμενα χρόνια. Ήδη υπάρχουν, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και πάρα πολλές αγκυλώσεις, πάρα πολλά προβλήματα. Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας πρέπει να γκρεμιστεί και να φτάσει στο μηδέν για να χτιστεί ξανά. Σε ένα σαθρό οικοδόμημα, το να βάλεις έναν ωραίο πίνακα, πάλι σαθρό θα είναι. Πρέπει να γκρεμιστούν κάποια πράγματα για να φανεί η αξία τους. Τώρα είμαστε σε ένα ετοιμόρροπο κτήριο. Πολλές φορές απλά του βάζουμε ωραία αντικείμενα και το στολίζουμε, χωρίς να παύει να έχει πολλά πράγματα που πρέπει να αλλάξουν.
-Τι έχετε αποκομίσει από την καθημερινή αλληλεπίδρασή σας με τα παιδιά; Είναι κάτι που ξεχωρίζετε ανάμεσα σε αυτά που σας μεταφέρουν;
Με αρέσει η σκέψη των παιδιών και το μυαλό τους, γιατί εκεί που πιστεύουν πολλοί ενήλικες «τι θα έχει να μου πει» ή «τι έχει να σκεφτεί ένα παιδί», εγώ βλέπω το ανάποδο. Βλέπω συλλογισμούς, επιχειρήματα, φιλοσοφία, χιούμορ. Όλα αυτά, εάν υπήρχαν και στους γύρω μας, θα ήταν πιο ωραία η καθημερινότητά μας.
Αυτό που νιώθω περισσότερο, είναι ότι τα παιδιά δεν τα ακούν. Και μπορεί να είμαστε σε μια εποχή υπερπροσφοράς υλικών αγαθών και να έχουν τα παιδιά τα πάντα από όσα θέλουν, να πηγαίνουν σε πάρα πολλές δραστηριότητες, αλλά το κομμάτι της επικοινωνίας ανάμεσα σε γονείς και παιδιά ακόμα υπολείπεται.
Αυτό που θα έπρεπε, ίσως, και πάρα πολλοί γονείς να καταλάβουν είναι ότι καλός γονέας δεν είναι αυτός που θα γράψει το παιδί του σε οκτώ δραστηριότητες και θα του κάνει όλα τα δώρα ή τα χατίρια. Κυρίως είναι αυτός που θα κάθεται, και θα ακούει, και θα περνάει χρόνο με το παιδί του: αυτό βλέπω ότι λείπει περισσότερο από τα παιδιά.
-Στο βιβλίο σας με τίτλο «μετέωρο» αγγίζετε το ζήτημα του διαζυγίου. Θεωρείτε ότι σήμερα έχουν καταφέρει να «λειανθούν» κάποιες από τις γωνίες που υπήρχαν κάποτε πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα;
Ναι, δεν παύει βέβαια να βιώνεται με πολλές διαφορετικές πραγματικότητες, γιατί κάθε διαζύγιο είναι τελείως διαφορετικό. Στο βιβλίο απλώς περιγράφω ένα ιδεατό διαζύγιο: οι γονείς μετά την απόφασή τους να χωρίσουν, βρίσκουν έναν τρόπο να αλληλοεπιδρούν και οι δύο με τα παιδιά. Σίγουρα, το διαζύγιο δεν είναι το ίδιο ταμπού που ήταν πριν από κάποια χρόνια, όταν το παιδί των χωρισμένων γονιών στο σχολείο ήταν ενδεχομένως στόχος. Τώρα, αυτό σχεδόν δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε.
Αυτό που σίγουρα έχει βελτιωθεί είναι η προσπάθεια των γονέων να βοηθήσουν τα παιδιά τους κατά τη διάρκεια του διαζυγίου και μετά, κι αυτό φαίνεται από το ότι σε πολλές περιπτώσεις συμβουλεύονται ειδικούς, παιδοψυχολόγους. Γενικότερα υπάρχει μια διάθεση να το κάνουν σωστά για να μην πληγώσουν το παιδί τους.
-Στο βιβλίο σας θίγετε τη σταθερότητα που είναι το ζητούμενο σε μια τέτοια συνθήκη, αλλά και την αβεβαιότητα που πιθανόν να βιώνει ένα παιδί μπαίνοντας άθελά του στη «μέση», έπειτα από ένα διαζύγιο. Ποιο είναι το μήνυμα που επιδιώκετε να περάσετε μέσα από τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Νομίζω ότι το «μετέωρο» είναι μια «ποιότητα» την οποία πρέπει και οι ενήλικες να στοχεύουμε πάντα να καλλιεργούμε. Να καταλάβουμε, δηλαδή, ότι όλα είναι μετέωρα γύρω μας, τίποτα δεν είναι δεδομένο: η υγεία μας, οι συνθήκες στη χώρα μας, τα φυσικά φαινόμενα, μας υπενθυμίζουν ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και ότι όλα είναι εύθραυστα.
Παρ’ όλα αυτά, μέσα σ’ αυτή την αβεβαιότητα, στην ανασφάλεια και το φόβο ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν όλα να ανατραπούν, οφείλουμε να έχουμε ένα φως ότι όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν, όταν και εάν έρθει εκείνη η στιγμή. Και βέβαια, για τη λέξη των τελευταίων χρόνων, την «ενσυναίσθηση» οφείλουμε να κατανοήσουμε καλύτερα το νόημά της. Έχω την αίσθηση ότι πολλοί νομίζουμε ότι ενσυναίσθηση είναι το να μας νοιαστούν οι άλλοι όταν περνάμε δύσκολα, ενώ κυρίως είναι το να νοιαστώ τους άλλους όταν περνάνε δύσκολα. Βλέπουμε γύρω μας παράλληλες πραγματικότητες, πολλές οικογένειες που περνούν δύσκολα και γυρίζουμε το κεφάλι. Νομίζω ότι εκεί πρέπει να στοχεύουμε και να δίνουμε αυτό το μήνυμα στα παιδιά: οτιδήποτε γίνεται γύρω μας μπορούμε με τον τρόπο μας να το αγκαλιάσουμε και να βοηθήσουμε από το λίγο του ο καθένας. Αυτή είναι η σιγουριά μέσα στο μετέωρο που περιγράφεται και στο βιβλίο: το νοιάξιμο.
Της Χριστίνας Μανδρώνη
*Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει αύριο Σάββατο 3 Φεβρουαρίου, στις 12.00 το μεσημέρι, στο βιβλιοπωλείο «Μουτζούρα» (Βασ. Γεωργίου 4). Νωρίτερα δε, στις 11.00 π.μ. ο Μάριος Μάζαρης, σε συνεργασία με το Δήμο Καλαμάτας και το Σύλλογο Εστίασης Μεσσηνίας, θα μεταφέρει μία από τις δράσεις του με τίτλο «Απλώνω Ευτυχία» στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας. Πρόκειται για μια φιλανθρωπική δράση, η οποία με την υποστήριξη του Συλλόγου «Φλόγα» στοχεύει στην προαγωγή του εθελοντισμού και του δείκτη ευτυχίας των παιδιών. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Φέρτε μια λευκή μπλούζα και πολλή αγάπη για τα παιδιά σε ανάγκη».