Στα δύο θα «σπάσει» τελικά το πρόγραμμα «Διατηρώ», το οποίο είχε εξαγγελθεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) στα τέλη του 2020, αλλά ακόμη δεν έχει μπει σε ράγες υλοποίησης.
Όπως αναφέρει στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” ανώτατο στέλεχος του υπουργείου, έχει αποφασιστεί η… διχοτόμησή του προκειμένου να προχωρήσει, σε πρώτη φάση, πιθανώς στις αρχές Ιουνίου, ένα «μίνι» πρόγραμμα 40 εκατ. ευρώ για την κάλυψη των αναγκών αποκατάστασης αξιόλογων ιστορικών, διατηρητέων, αλλά και ετοιμόρροπων κτισμάτων, τα οποία ανήκουν ιδιοκτησιακά σε φορείς του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Δηλαδή, δε θα μπορούν να υπαχθούν στο πρόγραμμα κτήρια στα οποία στεγάζονται δημόσιες υπηρεσίες, αλλά ανήκουν σε ιδιώτες.
Τα ιδιωτικά κτήρια
Για τα ιδιωτικά κτήρια θα ακολουθήσει αργότερα ένα πρόγραμμα άλλων 40 εκατ. ευρώ, δίχως ακόμη να προσδιορίζεται με ακρίβεια η ημερομηνία έναρξης. Τα δύο προγράμματα θα λειτουργούν ως «συγκοινωνούντα» δοχεία. Δηλαδή, όπως επισημαίνει παράγοντας του ΥΠΕΝ, στην περίπτωση που δεν απορροφηθούν όλοι οι πόροι σε έργα αποκατάστασης δημόσιων κτηρίων, τα κονδύλια θα μεταφερθούν στο «Διατηρώ» των ιδιωτικών.
«Ανοίγοντας την πρώτη πρόσκληση για τα δημόσια κτήρια θα φανεί το ενδιαφέρον και η ετοιμότητα των φορέων για την υπαγωγή στο πρόγραμμα, αλλά και η ωριμότητα των έργων, ώστε να δοθούν οι χρηματοδοτήσεις. Αν δεν υπάρχει ενδιαφέρον, τα κονδύλια θα περάσουν στο πρόγραμμα για τα ιδιωτικά», εξηγεί η ίδια πηγή.
Τα δημόσια κτήρια
Αυτήν την περίοδο γίνεται επεξεργασία του «οδηγού» που θα περιλαμβάνει τον προσδιορισμό των ωφελούμενων κτηρίων, των επιλέξιμων παρεμβάσεων, του ποσοστού επιδότησής τους, του χρόνου ολοκλήρωσης των εργασιών κ.λπ. Μένει να διασαφηνιστεί εάν στις επιλέξιμες δαπάνες θα περιληφθούν και στερεωτικές εργασίες, καθώς σήμερα σημαντικό ποσοστό του ιστορικού κτηριακού αποθέματος των πόλεων (κηρυγμένα μνημεία, διατηρητέα και τα αξιόλογα κτήρια σε ιστορικούς τόπους και παραδοσιακούς οικισμούς) κινδυνεύουν να καταρρεύσουν.
«Προτεραιότητά μας είναι να προστατευτούν αξιόλογα κτήρια. Θα συνεκτιμηθεί εάν οι επιδοτήσεις θα κατευθυνθούν σε κτήρια με στατική επάρκεια, ή εάν θα δοθούν κονδύλια και για την ενίσχυση της στατικής επάρκειας. Υπάρχουν πολλά διλήμματα. Για παράδειγμα, αξίζει να επιδοτηθεί με ένα μικρό ποσό ένα κτήριο με στατική επάρκεια και μικρότερη πολιτιστική αξία ή με ένα μεγαλύτερο ποσό ένα σημαντικό κτήριο με προβλήματα στατικής επάρκειας; Αν διαθέταμε μεγαλύτερο προϋπολογισμό, δε θα είχαμε τέτοια διλήμματα. Σε κάθε περίπτωση, δε θα σπαταληθούν κονδύλια σε κτήρια που αύριο θα πέσουν», σημειώνει στέλεχος του ΥΠΕΝ.
Η μελέτη
Στις αρχές Φεβρουαρίου ανατέθηκε από το υπουργείο και μελέτη για τη διερεύνηση του κτηριακού αποθέματος και την ανάδειξη δυνατοτήτων αξιοποίησης και επανάχρησης διατηρητέων κτηρίων και παραδοσιακών συνόλων, με ιδιαίτερη βαρύτητα σε ακίνητα που ανήκουν σε φορείς του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, και ορίζοντα ολοκλήρωσης μόλις δύο μήνες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αρχικός σχεδιασμός του «Διατηρώ» περιλάμβανε ένα ενιαίο πρόγραμμα, προϋπολογισμού 450 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το αίτημα χρηματοδότησης που υποβλήθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ήταν για ένα ποσό 200 εκατ. ευρώ, αλλά και πάλι το πρόγραμμα δεν περιελήφθη στην τελική λίστα των έργων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο και έτσι αναζητήθηκαν άλλες πηγές. Τελικά, ο προϋπολογισμός του «προσγειώθηκε» στα 80 εκατ. ευρώ (από το ΕΣΠΑ), ποσό που σίγουρα δεν αρκεί για τις ανάγκες αποκατάστασης της σημαντικής κτηριακής υποδομής των πόλεων, η οποία καταρρέει.
Οι ιδιοκτήτες
Σήμερα, οι ιδιοκτήτες διατηρητέων κτηρίων, στην πλειονότητά τους, αδυνατούν να τα συντηρήσουν και να τα αποκαταστήσουν, γεγονός που τα οδηγεί σε εγκατάλειψη και επιδείνωση της στατικής τους επάρκειας, σε βαθμό που καταλήγουν επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή.
Όπως αναφέρεται σε επιστολή που είχαν αποστείλει στον πρωθυπουργό πριν από έναν χρόνο 11 ελληνικές και διεθνείς οργανώσεις και φορείς πολιτών, το πρόγραμμα «Διατηρώ» για να βοηθήσει αποτελεσματικά τους ιδιοκτήτες διατηρητέων κτηρίων σε όλη τη χώρα θα έπρεπε να έχει προϋπολογισμό τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ.