Το 1965 αποφασίστηκε η εφαρμογή της πρώτης ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Σήμερα, σχεδόν εξήντα χρόνια μετά τη θέσπισή της, η ΚΑΠ παραμένει η μοναδική ευρωπαϊκή πολιτική που διαμορφώνεται και ασκείται από κοινού.
Σκοπός της είναι να συμβάλλει στην ανάπτυξη και την ευημερία των περιοχών της υπαίθρου, αλλά και να διασφαλίσει ένα βιώσιμο μέλλον, τη βιοποικιλότητα, την επάρκεια και την ασφάλεια των τροφίμων από το αγρόκτημα στο πιάτο.
Δε θα αναφερθώ στα επιμέρους προβλήματα των αγροτών, τα οποία διαφέρουν από τόπο σε τόπο.
Ο πρωτογενής τομέας ήταν και είναι εκτεθειμένος σε μεγάλο βαθμό στις κλιματικές μεταβολές, αλλά και στους γεωγραφικούς περιορισμούς, διαστάσεις που θεμελιώνουν την ανάγκη στήριξής του.
Η ΚΑΠ μετά το 2013 απέκτησε μια δομή που αποτελείται από δύο βασικούς πυλώνες στήριξης. Ο πρώτος πυλώνας περιλαμβάνει τις λεγόμενες «αγροτικές επιδοτήσεις». Ο δεύτερος πυλώνας στοχεύει στη βιωσιμότητα των αγροτικών περιοχών χρηματοδοτώντας ιδιωτικές ή δημόσιες επενδύσεις, αλλά και στην εφαρμογή πρακτικών φιλικών προς το περιβάλλον και το κλίμα. Εδώ εισήχθη ως προτεραιότητα η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και το πρόγραμμα Next Generation Eu.
Το τμήμα αυτό της ΚΑΠ είναι πιο πράσινο και εστιάζεται στην αξιακή αλυσίδα των τροφίμων, κλιματική αλλαγή, προστασία του περιβάλλοντος, τοπία, ανανέωση των γενεών, τρόφιμο και υγεία, δίκαιο εισόδημα, λιγότερα φυτοφάρμακα, βιολογικές καλλιέργειες.
Είναι, όμως, γεγονός ότι η πράσινη μετάβαση δεν είναι εφικτή χωρίς να υλοποιηθούν δυσάρεστες επιλογές και στο γεωργικό τομέα, που είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες στην παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου.
Η αγροτική παραγωγή δεν είναι μία αθώα φυσική δραστηριότητα.
Από την άλλη, υπάρχει ένας συμπαγής πληθυσμός που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, που θεωρεί ότι το κράτος οφείλει να επιδοτεί και επιπλέον είναι εύκολο θύμα κάθε λαϊκισμού, που αξιοποιεί τις προσδοκίες. Ο γεωργικός πληθυσμός έμεινε πίσω από τις τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία προσαρμογής που ανατρέπει ανάγκες και προτεραιότητες.
Η πραγματικότητα ακυρώνει την «ευρωπαϊκή ουτοπία». Η ακύρωση αυτή είναι μια μορφή ασύμμετρης απειλής.
Του Μιχάλη Βασ. Σούμπλη