«ΘΑΡΡΟΣ» 12 Νοεμβρίου 1932: Προς την Κορώνη

«ΘΑΡΡΟΣ» 12 Νοεμβρίου 1932: Προς την Κορώνη

Εντυπώσεις του διευθυντού μας

Ο αγαπητός Δημητράκης επέμενε. Βρε αμάν, βρε ζαμάν, προσωρινά μέτρα στην Κορώνη; Όχι, θα ‘ρθης, επιμένω: Και έτσι ορίστε εμείς επάνω στο βαποράκι, που εκτελεί τη συγκοινωνία Καλαμάτας – Λογκά – Καντιανίκων – Κορώνης. Είναι το «Πυλία». Καθαρό όσο επιτρέπει ο συναγελασμός ανθρώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Γεμάτο νεοσυλλέκτους, που γυρίζουν στην πατρίδα τους να τους καμαρώσουν με το «χακί». Είναι όλοι εύθυμοι, χαρούμενοι, ζωηροί. Συζητούν για τα κατορθώματά τους «στο λόχο» και αγαπούν ιδιαίτερα να τονίζουν την αντιπειθαρχική τους δράση.

Πιο πέρα ένας ναύτης του βαποριού τα έχει βάλει μ’ έναν κομψευόμενο. Και τον περιλούει με τη γλώσσα τη ναυτική εντελώς πλουσιοπάροχα και χωρίς καμιά δυσκολία.

-«Βρε πού τον έχετε το νου σας, ρε παιδιά μου; Ταξιδεύεις με βαπόρι και πας και μου στρογγυλοκάθεσαι στην ταβέρνα και πίνεις και σ’ αφήνει το βαπόρι και φεύγει μ’ όλα τα πράγματά σου μαζί; Κι έπειτα τι θέλεις εσύ δω μέσα, ρε τζόγια μου; Εδώ τα μέρη είναι αποκλεισμένα… Αλλά πού μυαλό…

Και η… νουθεσία συνεχίζεται εις τον ίδιον πάντα τόνον.

Οπωσδήποτε το βαποράκι σχίζει τη θάλασσα, που παρουσιάζεται τέλεια γαληνεμένη. Η Καλαμάτα σιγά σιγά απομακρύνεται, το όραμά της γίνεται πιο θαμπό, τα σημεία της αξεδιάλυτα. Κι από το άλλο μέρος αρχίζουν να εμφανίζονται μπροστά μας άλλες ακρογιαλιές, με καινούριες χάρες, με διαφορετικές αποχρώσεις. Πεταλίδι, Χαϊκάλι, Κακόρευμα, Βίγλα, ξανοίγονται μπροστά μας, το πρώτο ακουμπισμένο στη θάλασσα, τ’ άλλα καμαρώνουν το πέλαγος από ψηλά, σαν να φοβούνται την ακαταστασία τους ή σαν να μην καταδέχονται να τα πλησιάσουν.

Πληροφορητής μας καλός: η φλυαρία μιας ντεμουαζελίτσας, μου φαίνεται καπελλούς, από εκείνα τα μέρη, που από τον  καιρό που σάλπαρε η «Πυλία» δεν έκλεισε το στοματάκι της και δεν έπαψε να μιλή για την… Πυλία. Το ταξίδι θα ήταν μονότονο και πληκτικό αν έλειπαν οι ακρογιαλιές της Πυλίας και ο ζωντανός θηλυκός Μπαίντεκερ, που έχει αναλάβει την διαφήμισίν της. Και έτσι το καράβι προχωρεί. Αρχίζει να διαγράφεται στην κάτω πλαγιά της βουνοσειράς, απέναντί μας στο μισόθαμπο του δειλινού, η Λογκά. Και σε λίγο τη βλέπουμε να ξεπροβάλλη μπροστά μας χαρωπή μέσα σε μια πλουσία βλάστηση, σωστή αγρόπολις…

Μια και μόνο μικρή βαρκούλα έρχεται προς το μέρος του καραβιού. Και επειδή οι επιβάται που θέλουν ν’ αποβιβασθούν είναι πολλοί και τα εμπορεύματα ακόμη περισσότερα, στριμώχνονται όλοι εκεί μέσα και προς στιγμήν φαίνεται ότι θα φουντάρουν… Σκηνές γεμάτες φρίκη γι’ αυτούς, για μας κωμικότητα. Ένας γέρος εβδομηντάρης περισσότερο απ’ όλους τους άλλους ανήσυχος, επικαλείται τη βοήθειά μας, θέλει να ζήση… ο άνθρωπος. Ευτυχώς μια άλλη βάρκα σπεύδει προς τα εκεί να τους βοηθήση. Πλησιάζει, πλευρίζει και δέχεται πρώτο και καλύτερο απ’ όλους – είναι ανάγκη άραγε να το ειπώ αυτό – το γέρο… Η παρένθεσις κλείνει χωρίς τραγικότητες και η γλώσσα του δεσποινιδίου γίνεται αναλυτικωτέρα και ανηλεεστέρα δια τους ακουσίους ακροατάς της.

Το καράβι ξεκινά, προχωρών δίπλα στην ακρογιαλιά και πριν προφτάσωμεν καλά – καλά ν’ αντιληφθούμε πώς ταξειδεύσαμε, φτάνουμε στα Καντιάνικα. Προτού να πλευρίσει η βάρκα στο μισοσταματημένο καράβι οι φαντάροι έχουν πηδήσει κι όλας μέσα λες κι εσκόπευαν να την καταλάβουν «εξ εφόδου», όπως θα τους εδίδασκαν και εις τον Στρατόν. Πιο πέρα, αριστερά ένας λόφος υψώνεται υπερήφανα και απάνω σ’ αυτόν αφήνουν τις σιλουέττες τους να φαντάζουν ένα πλήθος οικοδομές.

Είναι τα Βουνάρια, χωριό γραφικώτατο και ποιητικώτατο, συνδυάζον το θυμάρι του βουνού με την άχνα της θάλασσας. Κατ’ ευθείαν μπροστά, σε θαυμαστή θέα η Κορώνη, χτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά ενός λόφου, φαίνεται σαν να μας καλωσορίζει. Αριστερά της το φρούριο, υπερήφανο, επιβλητικό, απέραντο, φαίνεται σαν ν’ απλώνει ακόμη σήμερα επάνω της την προστατευτική σκιά του, ενώ δεξιώτερα πλούσια σε πράσινο η φύσις μοιάζει σαν να της χαμογελά, συναγωνιζόμενη με την άλλη μεγάλη αντίζηλό της, τη θάλασσα.

Ο καπετάνιος σέρνει το σχοινί της σφυρίχτρας και καθώς εκείνη μπαίνει σ’ ενέργεια με βία, λίγο ακόμη και θα κατάβρεχε στα γερά μια κυρία που βρισκόταν καθισμένη κοντά της.

Βρισκόμαστε πια μέσα στο λιμάνι της Κορώνης και ενώ το πλοίο ετοιμάζεται ν’ αράξει, οι βάρκες ξεκινούν και έρχονται καταπάνω μας να μας παραλάβουν.

Οι βαρκάρηδες, εύθυμοι άνθρωποι, τραβούν κουπί και συγχρόνως αστειεύονται μεταξύ τους και με τους από τους επιβάτες γνωστούς των. Καθώς διασταυρώνονται οι φωνές τους: «βάρκα εδώ», θυμούμαστε τον ποιητή, τους στίχους του και τη… Λύση του. Και κάνουμε τη σκέψη πως αν είχε «μπάρμπα στην Κορώνη» ο Καβάφης, κ’ ερχόταν εδώ, δεν αναλαμβάνω την ευθύνην πως δεν θα έγραφε και άλλους… «Βαρβάρους».

Αλλά η φωνή του κυρ – Δημητράκη μας διέκοψε:

-Καλώς ωρίσατε! Κι όταν πατήσαμε στη στεριά και μας παρέλαβε στη γλωσσίτσα του και στα ακαταλαβίστικα νομικά του – δικαστικός κλητήρας γαρ – μας έκαμε να ξεχάσωμε και το ταξείδι, και τη… Μπαίντεκερ και τα Βουνάρια και τους… βαρβάρους. Και μεταξύ της «αυθαιρέτου καταλήψεως της νομής», της «προσωρινής ρυθμίσεως» της «κατά παρέκκλισιν παραχωρήσεως» και της ατελείωτης πανδεκτολογίας, το κεφάλι μας έγινε… «καζάνι» κατά τα λεγόμενα.

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΩΝΗ
-Από έκπληξιν εις έκπληξιν
-Οι ανηφορικοί δρομίσκοι και τα σκαλοπάτια της κωμοπόλεως
-Ο περίπατος των Κορωναίων
-Τη νύχτα στη λέσχη κ.λπ., κ.λπ.
Από την προκυμαία, όπου με παρέλαβε ο αγαπητός Δημητράκης, με ωδήγησε σ’ ένα καφενείο της πλατείας, σχετικά ευπρόσωπο. Πρώτη έκπληξίς μας εκεί: Ο παλαιός γνώριμος των δημοσιογραφικών γραφείων και καλός φίλος κ. Πέτρος Ταρσούλης είναι εκεί και μας χαιρετά. Προτού προφτάσωμε να συνέλθουμε ο παλιός μας συμμαθητής και φίλος καθηγητής κ. Σταθόπουλος μας καλησπερίζει. Πίνομε τον καφέ μας αργά – αργά και στο μεταξύ ο συνομιλητής μας προχωρεί κατ’ ευθείαν εις την «υπόθεσιν». Αρχίζομεν να πονοκεφαλούμε από αυτή την ακατάπαυστη παράταξη συμβολαίων, χρονολογιών, γεγονότων, εξωδίκων προσκλήσεων και πράξεων μη εμφανίσεως και ζητούμε να πάρωμε λίγο αέρα.

Βγαίνομε απ’ το καφενείο και αρχίζουμε ν’ απολαμβάνωμε την Κορώνη. Είναι η πρώτη φορά που πατούμε και φροντίζουμε να προσέχωμε το κάθε τι. Αν εξαιρέση κανείς δύο – τρεις δρομάκους παραλλήλους της ακρογιαλιάς, άλλοι δρόμοι δεν υπάρχουν στην Κορώνη. Υπάρχουν καλντερίμια ανηφορικά και ατελείωτες  πέτρινες σκάλες, που προχωρούν γραμμή στην κορυφή του λόφου, την μια πλαγιά του οποίου έχει καταλάβει η Κορώνη. Καταστήματα αρκετά, καφενεία, ζαχαροπλαστεία, παντοπωλεία, ραφεία και άλλα διάφορα. Δεν ειμπορεί βέβαια να ειπή κανείς ότι έχει μπροστά του μια κωμόπολη εντελώς καθαρή. Μα πάλι δεν θα είναι αλήθεια και να υποστηρίξη πως δεν διαφαίνεται παντού μια τάσις για την εξασφάλιση στοιχειώδους καθαριότητος.

Μέσα στο μώλο ένα σπίτι με τα θεμέλιά του μέσα στη θάλασσα, μισοερειπωμένο, θλιβερό, φαίνεται σαν να θέλη να παραστήση τη Βενετία… Πιο πέρα μια πλατεία δίπλα στη θάλασσα, για την οποία όπως μας εξήγησαν εξωδεύθησαν του κόσμου οι παράδες από το Λιμενικό Ταμείο και τούτο για ν’ αποκτήση ωραία θέα το σπίτι κάποιου εντοπίου ισχυρού παράγοντος, δέχεται ένα πλήθος παιδιά, επιδιδόμενα σε κάθε είδους παιγνίδια. Κατ’ ευθείαν γραμμή παράπλευρα στη θάλασσα το «Αρτάκι» αν θυμόσαστε καλά, ένα μαγευτικό ακρογιάλι, άφθαστο ομολογουμένως και για περίπατο και για λουτρά το καλοκαίρι. Αριστερά ανηφορίζει η προέκτασις του λόφου της Κορώνης, γεμάτη από ελαιώνες και αμπέλια, που είναι μια χαρά… Το έδαφος εδώ δεν είναι καθόλου στερεό, κι ακόμη φαίνονται τα ίχνη των κατολισθήσεων που συνέβησαν προ μερικών ετών, ένα – δύο σπίτια σωριασμένα στην ακτή.  Εδώ το καλοκαίρι οι Κορωνιοί – όπως μας επληροφόρησαν – κάνουν τον περίπατό τους, απολαμβάνοντες τις ωμορφιές της πρασινοφορεμένης φύσεως και της καταγάλανης θάλασσας, που φαίνεται να είναι πολύ φιλήσυχη κατά τα μέρη εκείνα.

Έχει τώρα προχωρήσει αρκετά το βραδυνό σούρουπο και αποφασίζομε – καλόβολος πάντα ο Δημητράκης – να ξαναγυρίσωμε στην πλατεία. Η επιστροφή μας εκεί μου έδωσε διπλή ευχαρίστηση. Γιατί εγνώρισα τον κ. Παναγιώτη Έξαρχο, το διαχειριστή των Γενικών Αποθηκών στην Κορώνη, έναν κύριο ευγενικώτατο και πιο πολύ υποχρεωτικό και τον κ. Επαμ. Κοκκώνη, δικολάβο εκεί και λαμπρότατο άνθρωπο. Συζητούμε για πολλά και διάφορα. Και μόλις η νύχτα προχωρεί, ένα καλό δείπνο με φρέσκα ψάρια, φρέσκα τόσο που «μυρίζουν θάλασσα» κατά την έκφραση του λαού, μας προδιαθέτει αρκετά καλά για την κατοπινή μακροτάτη συνομιλία  μας στη Λέσχη, όπου ο αγαπητός Δημητράκης, εκνευρισμένος από την κατάσταση, δεν δέχεται αντίρρηση από κανέναν και εννοεί να το πάρωμε απόφαση πως αυτός δεν σφάλλεται.

Κι αυτό το δεχτήκαμε. Και άλλα ακόμα πολλά. Έτσι πέρασαν οι νυκτερινές μας ώρες την πρώτη βραδιά στην Κορώνη.

ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ
-Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής
-Το πανόραμα του Κρητικού πελάγους
-Μια ασύγκριτη ωμορφιά της φύσεως, κ.λπ. κ.λπ.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα ξυπνώντας βρεθήκαμε μπροστά σε εξαιρετική συγκέντρωση κόσμου στην πλατεία. Είχαν, βλέπετε, γιορτή και όλοι οι κάτοικοι της Κορώνης και των περιχώρων είχαν συνταχθή εκεί, άλλοι για την εκπλήρωσιν των θρησκευτικών καθηκόντων τους και άλλοι μαζί με τα προϊόντα των κτημάτων τους, που προσπαθούσαν να τα διαθέσουν…

Ο Δημητράκης μου επρότεινε έναν περίπατο μέχρι το Κάστρο. Ήταν η επιθυμία μου τούτη και αμ’ έπος αμ’ έργον, σε λίγο ανεβαίναμε ένα ανηφορικώτατο και ολόισο καλντερίμι, που φέρνει προς το μέρος των κτημάτων των Κορωνιών. Ανεβαίνοντας  στην κορυφή του λόφου βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα πανόραμα ομολογουμένως δυσπερίγραπτο. Πίσω μας ο Μεσσηνιακός, καταγάλανος και γαλήνιος φαινόταν σαν να θώπευε ηδονόχαρα τα μεσσηνιακά ακρογιάλια. Δεξιά μας, ως εκεί την πλαγιά του βουνού, κατάφυτη η απέραντη έκταση από σταφίδες κι αμπέλια ως επί το πλείστον, που δίνουν έναν τόνο πρόσχαρο στη φύση και οι καλαίσθητες βιλίτσες, που είναι σκορπισμένες εδώ κι εκεί μέσα στα κτήματα, σου δίνουν αμέσως να καταλάβης πως όλα εκείνα τα θέλγητρα δεν πηγαίνουν χαμένα. Κάποιοι τ’ απολαμβάνουν το καλοκαίρι και μάρτυρες της απολαύσεώς τους αυτής στέκονται αυτές οι βιλίτσες.

Πέρα μακριά διάφορα χωριά περιβάλλουν σαν φρουροί της πλούσιας φύσης εδώ κι εκεί. Απ’ όλα πιο περήφανο, πιο επιβλητικό, πιο χαρμόσυνο, το Σαρατσά, χτισμένο σε μια πρασινοφορεμένη πλαγιά του αντικρινού βουνού και επιβλητικώτατο. Μπροστά μας το Κρητικό πέλαγος, γεμάτο μυστήριο, καθώς απλώνεται ασπρογάλαζο, που το σκίζει απότομα και προκλητικά ο Ακρίτας, και φαίνεται σαν να πεθυμή να πη τα μυστικά του στις αφρισμένες ακρογιαλιές, που ποδοφιλούν τα κύματά του τ’ ατέλειωτα κι αλογάριαστα. 

Κάτω ακριβώς, σε λίγη απόσταση, μια θαυμαστή ακρογιαλιά, γεμάτη χάδι κι απολαυστικότητα. Εκεί επρόκειτο να χτισθή η Κορώνη, γιατί αυτό το μέρος είναι ασύγκριτα πιο κατάλληλο από εκείνο όπου βρίσκεται σήμερα από κάθε άποψη. Μα πάλι ποιος της είπε νάχει δυνατούς παράγοντας με συμφέρον τα αντίθετα από τα δικά της;

Αριστερά μας, το κάστρο απλώνεται επιβλητικό. Το χώμα που πατούμε διακεκομμένο εδώ κι εκεί από ορθογώνιες πλάκες μας δίδει την εντύπωση πως πατούμε μνήματα πεθαμένων και πεθαμένων ενδόξων μάλιστα. Κατηφορίζομε προς ένα σημείο και μπαίνουμε στον περίβολο του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, που είναι πλάι ακριβώς στην ακρογιαλιά. Στο ακρότατο σημείο του περιβόλου, εκεί όπου αρχίζουν τα βράχια, έχουν κτισθή κιγκλιδώματα, πόχουν άσπρα μπογιατισθή και παρέχουν καθώς είναι μια μακρότατη σειρά την πιο ευχάριστη εντύπωση στο μάτι τ’ ανθρώπου.

Σε λίγο είμαστε έξω από το ναό. Ο Δημητράκης ακούραστος τρέχει, αναζητεί τα κλειδιά, τα βρίσκει και μπαίνομε για να ιδούμε την ανευρεθείσα εικόνα. Προχωρούμε κατόπιν έξω και ετοιμαζόμαστε να κατεβούμε στο υπόγειο. Μπροστά στην πόρτα του υπογείου ο τάφος της γραίας Κορωνιάς, που ενυπνιάσθη την εικόνα και έγινε η αφορμή  ν’ ανευρεθή. Ο Δημητράκης σ’ όλο αυτό διάστημα αφηγείται ενδιαφέροντα πράγματα.

-Εδώ, που λέτε, έσκαπταν οι Κορωνιοί δια να ανεύρουν την εικόνα. Αλλά η εικόνα δεν ανευρίσκετο και εγκατελείφθησαν οι ανασκαφαί δια να επαναληφθούν αργότερον. Εδώ κάπου ανεύρον μίαν οπήν εισχωρούσα εις το βάθος και πλαγίως από την οποίαν ανεδίδετο οσμή καιομένου λιβανιού. Από την οσμήν αυτήν οδηγούμενοι οι εργάται κατόρθωσαν ν’ ανεύρουν την εικόνα εις αυτό εδώ το σημείο…

Έχομε πια μπη μέσα στο υπόγειο, που έχει διακοσμηθή εκκλησιαστικώς. Στο βάθος, ένα σπηλαιώδες άνοιγμα με βράχους από το ένα πλευρό και από το άλλο. Στη βάση του αριστερού πλευρού τοποθετείται το μέρος όπου ανευρέθη η εικόνα και το οποίον παρουσιάζεται σήμερα ανασκαμμένο βαθύτατα, γιατί καθένας πιστός που προσέρχεται εκεί και προσκυνά, θεωρεί καθήκον του να πάρη «για το καλό» και λίγο χώμα. Λέγεται άλλως τε ότι με λίγο από το χώμα αυτό αντικαθιστάς τη ζύμη (μαγιά) που είναι απαραίτητη για τη ζύμωση του ψωμιού.

Αριστερά οι τοίχοι του κάστρου υψώνονται απότομα. Ακριβώς επάνω  από το ναό είναι το μέρος το λεγόμενο «Ρεσάλτο», γιατί απ’ αυτό το σημείο στον καιρό της πολιορκίας του κάστρου από τους Τούρκους, στην επανάσταση, επήδησαν κι εσώθησαν 17 Κορωνιοί μ’ επικεφαλής τον επίσκοπο Ιωσήφ.

Αριστερώτερα φαίνονται τα κελλιά, που ο θρησκευτικός φανατισμός κάποιου Κορωνιού, που ντύθηκε καλόγηρος, εδημιούργησε. Ανεβαίνομε στο φρούριο από τη σκάλα, που μόλις προ ολίγων χρόνων κατεσκευάσθη στο μέρος εκείνο. Μπαίνομε στο Μοναστήρι. Όλες οι κρύπτες του φρουρίου έχουν μεταβληθή σε κελλιά καλογερικά και δώδεκα γυναίκες, από τις καλύτερες οικογένειες Κορώνης και περιχώρων, αφοσιωμένες τώρα εκεί στην εξυπηρέτηση του θείου, εργάζονται συγχρόνως στη μεταξοβιοτεχνία και σ’ άλλα έργα. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο και τιμάται στο όνομα του Προδρόμου.

Φεύγοντας από εκεί τραβούμε κατά το νεκροταφείο. Α, οι πεθαμένοι της Κορώνης είναι τα πιο… προνομιούχα πλάσματα του Υψίστου.

Στο φρούριο και στο ανατολικο – μεσημβρινό μέρος τούτου, ευρίσκεται η αιωνία κατοικία τους, εν τόπω, εις όλην την πραγματικότητα, χλοερώ, εν τόπω δροσερώ κ.λπ. Απέραντο είναι το κάστρο, οι κρύπτες του άπειρες. Εδώ πάνω προηγουμένως ήταν κτισμένη όλη η πόλις. Αλλά στο σεισμό κατεστράφη και μετεφέρθη εκεί όπου βρίσκεται σήμερα. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν επάνω αρκετά σπιτάκια. Το υπόλοιπο μέρος όπου δεν έχει πιάσει το μοναστήρι, είναι ελαιώνες, αμπελώνες και αγροί.

Έχει πια περάσει δυστυχώς η ώρα και το καθήκον προς την καθόλου ευχάριστη δουλειά «της συμβολής εις την απονομήν της δικαιοσύνης» μας καλεί προς την πόλη, δια ν’ αρχίσουν οι πονοκέφαλοι και τα… νεύρα.

Εσδ.