Το δικαίωμα και το καθήκον αντίστασης

Το δικαίωμα και το καθήκον αντίστασης

Η νομοθετική μέριμνα για την προστασία του πολιτεύματος έχει τις ρίζες της στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία. Ο όρος «κατάλυση της δημοκρατίας» απαντάται στο Ψήφισμα του Δημοφάντου (410 π.Χ.), που παρατίθεται αυτούσιο στον Ανδοκίδη (Περί των Μυστηρίων, 96 – 98): «Εάν τις δημοκρατίαν καταλύη την Αθήνησιν ή αρχήν τινά άρχη καταλελυμένης της δημοκρατίας, πολέμιος έστω των Αθηναίων και νηποινί τεθνάτω, και τα χρήματα αυτού δημόσια έστω, και της θεού το επιδέκατον· ο δε αποκτείνας τον ταύτα ποιήσαντα και ο συμβουλεύσας όσιος έστω και ευαγής…».

Παρεμφερής είναι και η διατύπωση του μεταγενεστέρου Νόμου του Ευκράτους (336 π.Χ.) Βλ. Κουγέα, 836 επ.

Ο Τριανταφυλλόπουλος, 53 επ., αναφέρεται, με παράθεση βιβλιογραφίας, και στο Νόμο Ιλίου κατά των τυράννων, ολιγαρχίας και δήμου καταλύσεως (3ος αιώνας π.Χ.).

Πόσες δικαστικές αποφάσεις αναφέρουν τι ακριβώς σημαίνει «κατάλυση της δημοκρατίας», και στην περίπτωση όπου η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος αναφερόταν ρητά στην «κατάλυση του Συντάγματος με επιβολή δικτατορίας» είναι νομικά τουλάχιστον, η έννοια της δικτατορίας απόλυτα σαφής;

Σύμφωνα με τον καθηγητή Αρ. Μάνεση, η διάκριση μεταξύ δημοκρατικού και αυταρχικού πολιτεύματος αποβαίνει σχετική. Συνέπεια της σχετικότητας αυτής είναι ότι ούτε η «δικτατορία» ούτε το «αυταρχικό πολίτευμα» μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές και σαφές κριτήριο για την αποσαφήνιση της έννοιας «κατάλυση του Συντάγματος».

Οι συντάκτες της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προτίμησαν να αναφερθούν στο δικαίωμα αντίστασης στο προοίμιο, και όχι στο κυρίως κείμενο, διότι επίστευσαν ότι ουδέποτε θα προέκυπτε η ανάγκη προσφυγής στο δικαίωμα αυτό.

Η πίστη αυτή, αν αληθεύει ο ισχυρισμός του Cohn, πρέπει να χαρακτηρισθεί τουλάχιστον ως αφελής, αν ληφθεί υπ’ όψιν η τότε πρόσφατη ιστορία της εθνικοσοσιαλιστικής τυραννίας, που είχαν βιώσει οι ίδιοι οι συντάκτες της Διακήρυξης.

Οι περισσότεροι ερμηνευτές του άρθρου 20 παρ. 4 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης αντιλαμβάνονται ως «παραμερισμό της συνταγματικής τάξης» τη βαριά προσβολή της μορφής του πολιτεύματος και των οργανωτικών βάσεών του, δηλαδή τη βαριά προσβολή της δημοκρατικής αρχής, του ομοσπονδιακού και κοινοβουλευτικού συστήματος, του φιλελευθερισμού, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Η υπακοή, σύμφωνα με ένα λιτό και περιεκτικό ορισμό, «εντοπίζεται σε εξωτερική συμπεριφορά, σύμφωνη με το Σύνταγμα, αντικειμενικά και εύκολα εξακριβώσιμη και ελεγκτή. Και απολήγει στην τήρηση του Συντάγματος κατά τρόπο αρνητικό, δηλαδή στην μη παράβασή του» .

Αναφορικά με το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1844 ο Αλέξανδρος Σβώλος παρατηρούσε τα εξής: «Είναι αληθές ότι η ψήψισις του άρθρου (αυτού)… δεν έγινεν υπό την έννοιαν ηθικής μόνον παραινέσεως προς τους άρχοντας, αλλά και υπομνήσεως καθήκοντος αμύνης προς τους αρχομένους…

Εξ ου ημπορεί να εικάση τις ότι η αφιέρωσις του Συντάγματος εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων υπενόει ότι ούτοι οφείλουν και δικαιούνται να αμυνθούν ως πολίται της διατηρήσεως αυτού… Αλλ’ ούτε σαφής αναγνώρισις δικαιώματος αντιστάσεως εξεδηλώθη, ούτε ποτέ ωργανώθη το δικαίωμα τούτο».

Είναι το καθήκον αντίστασης, νομικό καθήκον; Για την αθέτηση του ανωτέρω λεχθέντος καθήκοντος προβλέπεται καμία έννομη συνέπεια, όπως στο Διοικητικό δίκαιο η παράβαση του νόμου, στο Αστικό δίκαιο η αδικοπραξία κ.ο.κ.;

Η σημασία του καθήκοντος αντίστασης είναι μόνο παιδαγωγική και ηθικοπλαστική;

Του Γεωργίου Φερετζάκη,

Νομικού