Παρότι οι καιροί που διανύουμε δεν ευνοούν ιδιαίτερα την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, ιδίως σε νεότερες ηλικίες, ωστόσο με αφορμή τη χθεσινή Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου αξίζει να σταθούμε στη συμβολή ενός καλού βιβλίου στη γνωστική ανάπτυξη ενός παιδιού, και όχι μόνο.
Σε αυτό το πλαίσιο το «Θ» συνομίλησε με τον Μεσσήνιο πρώην εκπαιδευτικό και συγγραφέα, Τρύφωνα Κοσμόπουλο, ο οποίος μας μίλησε για τη συγγραφική του διαδρομή, για το κατά πόσο η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει εκτοπίσει το βιβλίο, όπως και για άλλα ζητήματα που άπτονται της παιδικής λογοτεχνίας.
-Πως αποφασίσατε να ξεκινήσετε τη συγγραφή παιδικών βιβλίων;
Ασχολούμαι πολλά χρόνια με τη συγγραφή. Έχω γράψει σύνολο γύρω στα δεκαπέντε βιβλία. Το γεγονός ότι ήμουν δάσκαλος και πλέον συνταξιούχος, με βοήθησε τα τελευταία επτά χρόνια να στραφώ προς αυτό το κομμάτι. Κάποιοι μπορεί να αναγνωρίζουν κάτι τέτοιο ως «χάρισμα», το οποίο με βοήθησε να κάνω το ξεκίνημα κι έκτοτε να συνεχίζω με τον ίδιο ενθουσιασμό.
-Από που αντλείτε έμπνευση για να μοιραστείτε τις ιστορίες μέσα από τα βιβλία σας κάθε φορά;
Η έμπνευσή μου για όλα όσα έχω γράψει αντλείται από τα ίδια τα παιδιά. Η εμπειρία μου όλα αυτά τα χρόνια ως δάσκαλος είναι πολύ σημαντική, και έτσι τώρα ετοιμάζω ένα ακόμα βιβλίο, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα. Θεωρώ ότι θα είναι κάτι ιδιαίτερο, μιας και το ετοιμάζω τα τελευταία πέντε χρόνια μαζί με τη σύζυγό μου. Θα αφορά ολόκληρη τη Μεσσηνία, μιας και ξεφεύγει από τα στενά όρια του περιεχομένου που έχω παρουσιάσει μέχρι σήμερα. Πρόκειται δε να παρουσιαστεί σε μια ακόμα γλώσσα πέραν των ελληνικών, που θα είναι η αγγλική.
-Παράλληλα με τα παιδικά αναγνώσματα, έχετε κυκλοφορήσει και μια σειρά με ποίηση που απευθύνεται σε παιδιά. Τι θεωρείτε ότι υπερτερεί για εσάς, η ποίηση ή το παιδικό παραμύθι;
Προσωπικά, θεωρώ και τα δύο ισάξια. Νομίζω, όμως, πως σε ό,τι αφορά την ποίηση, εκεί συναντώ καλύτερες συγγραφικές μου επιδόσεις.
-Τι είδους αναγνώσματα θεωρείτε ότι έχουν ανάγκη περισσότερο τα σημερινά παιδιά;
Τα παιδιά δε θα διαβάσουν εύκολα ένα εξωσχολικό βιβλίο, δυστυχώς, για το λόγο ότι παραμένουν καθηλωμένα μπροστά στην τηλεόραση. Υπάρχουν, βέβαια, πολλά βιβλία που κυκλοφορούν έξω και μπορούν πολλοί γονείς και το σχολείο, εάν θέλουν, να τους καλλιεργήσουν αυτή τη συνήθεια. Τέτοια ερεθίσματα θα μπορούσαν εύκολα να δοθούν σε ένα παιδί, εάν, για παράδειγμα, τα σχολεία καλούσαν συγγραφείς να μιλήσουν για την παιδική ποίηση ή την πεζογραφία.
-Τι είναι αυτό που τα διαφοροποιεί συγκριτικά με παλαιότερες γενιές κατά τη γνώμη σας;
Το βασικότερο που διαφοροποιεί τις σημερινές γενιές σε σχέση με παλιά είναι το διαδίκτυο. Πέραν, όμως, της αμεσότητας της πληροφορίας και όλων των υπολοίπων που παρέχει το διαδίκτυο, η τηλεόραση αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα για τον οποίο τα παιδιά απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την ανάγνωση βιβλίων.
-Θεωρείτε ότι το βιβλίο θα εξακολουθήσει να κατέχει θέση στην καθημερινότητα των παιδιών, δεδομένης της συνεχούς εξέλιξης της τεχνολογίας;
Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να εξακολουθήσει να βρίσκεται στην καθημερινότητα των παιδιών το βιβλίο, γιατί είναι απαραίτητο. Σε αυτό μπορεί να ωφελήσει ουσιαστικά η οικογένεια, αφού εάν οι γονείς αφήσουν τα παιδιά τους να κάθονται από βρέφη μπροστά από την τηλεόραση και τον υπολογιστή, τότε είναι βέβαιο ότι αυτό δε θα τα ωφελήσει σε τίποτε.
Η «προσωπογραφία» του συγγραφέα
Αντί βιογραφικού, ο συγγραφέας Τρύφωνας Κοσμόπουλος, παραθέτει τη δική του «προσωπογραφία», όπως αυτή περιλαμβάνεται σ’ ένα από τα βιβλία του με τίτλο «Νότες Παιχνιδιών»: «Γεννήθηκα στην Αθήνα. Όταν πρωτάνοιξα τα βλέφαρα, είδα λουλούδια. Ακόμα πιστεύω πως ήτανε μάτια, που με μάθαιναν πώς να χαμογελώ. Στην αγκαλιά της μάνας μου έμαθα χορό. Αργότερα τον τελειοποίησα στο κύμα. Είδα δέντρα και στάθηκα ολόρθος. Άκουσα τα κελαηδοπούλια και τραγούδησα. Είδα το νυχτερινό ουρανό περβόλι με τ’ αστέρια μανταρίνια στα κλαδιά τους. Ύψωσα το χέρι να τα πιάσω κι όλα χαμήλωσαν ίσως τα φτάσω. Για γειτονιά είχα ανοιγμένες αγκάλες. Η μάνα μου ήταν αδελφή του ήλιου. Ο πατέρας μου πουλούσε την ομορφιά πραμάτεια. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή άρχισα να μπερδεύω τους αγίους των εκκλησιών με τους πρόσφυγες. Καταστραφήκαμε κι αντίς να χαθώ, γίνηκα πολίτης όλου του κόσμου. Για να μη μου κολαστεί ο παιδικός παράδεισος, τον φυλάω μες στην καρδιά μου. Αυτός με βοηθά να μοιράζω την ψυχή μου τραγούδι από χείλι σε χείλι. Τραγουδάτε με. Περισσεύω για όλους».
Της Χριστίνας Μανδρώνη