Mέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας για τη χρονική περίοδο 2024-2027 εξελέγη ομόφωνα στις 13 Ιουνίου η κα Ξένη Αραπογιάννη, με το σκεπτικό ότι «η επιστημονική της συνδρομή και εν γένει η βοήθειά της αποτελούν κύριο παράγοντα στην επιτυχία του έργου της Εταιρείας».
Επισημαίνεται ότι η Αρχαιολογική Εταιρεία αποτελεί το αρχαιότερο Επιστημονικό Ίδρυμα της Ελλάδος με έτος ίδρυσης το 1837. Κύριο έργο της είναι η έρευνα και δημοσίευση των μνημείων της αρχαιότητος από τα απώτερα προϊστορικά χρόνια έως σήμερα.
Η συνεργασία της Αρχαιολογικής Εταιρείας με την Αρχαιολογική Υπηρεσία (αρχαιολόγους, επιμελητές και εφόρους) υπήρξε συνεχής και αδιάρρηκτη σε όλα τα έτη της λειτουργίας της, ενώ το έργο της προβάλλεται με τις συνεχείς επιστημονικές δημοσιεύσεις στα μεγάλα έγκριτα αρχαιολογικά περιοδικά που εκδίδει ετησίως (Αρχαιολογική Εφημερίδα, Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Το Έργον της Αρχαιολογικής Εταιρείας), καθώς και με την έκδοση μονογραφιών έγκριτων αρχαιολόγων, που πλουτίζουν τις βιβλιοθήκες διεθνώς.
Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτερες ανασκαφές στην Ελλάδα έχουν πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας με τη διεύθυνση κορυφαίων αρχαιολόγων (π.χ. Ακρόπολη, Μυκήνες, Αμφιάρειον Ωρωπού, Ραμνούς, Βραυρώνα, Μαραθών, Βοϊδοκοιλιά, Επίδαυρος, Θήβα, Βεργίνα, Δωδώνη, Σαντορίνη, Άβδηρα, Κρήτη και πάρα πολλές ακόμη σε όλη την Ελλάδα).
Στη δε Μεσσηνία διενεργούνται τρεις μεγάλες επιστημονικές-συστηματικές ανασκαφές υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας: Αρχαία Μεσσήνη (υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου καθηγητή Π. Θέμελη, έως την απώλειά του). Ίκλαινα (υπό τη διεύθυνση του καθηγητή και Ακαδημαϊκού Μ. Κοσμόπουλου). Αρχαία Θουρία (υπό τη διεύθυνση της επίτιμης Εφόρου Αρχαιοτήτων δρος Ξένης Αραπογιάννη).