Σε μια περίοδο κατά την οποία η δημόσια συζήτηση για το αγροτροφικό σύστημα και το μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας γίνεται με όρους που υποτιμούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης (ποιότητα διατροφής, διατήρηση περιβαλλοντικών όρων για την παραγωγική διαδικασία, συμβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη κ.λπ.), η μελέτη που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ επιχειρεί να αναδείξει μια διαφορετική οπτική.
Ειδικότερα, η μελέτη, με συγγραφέα τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ευάγγελο Νικολαΐδη, όπως αναφέρει δημοσίευμα στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο”, επιχειρεί να συμβάλει στην αναζήτηση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος για την ελληνική οικονομία, όπου το αγροτροφικό σύστημα θα επιδράσει -στο μέτρο που του αναλογεί- στην υπέρβαση των αποκρυσταλλωμένων αναπτυξιακών στρεβλώσεων των τελευταίων δεκαετιών, θα είναι αποτελεσματικό σε οικονομικούς και δίκαιο σε κοινωνικούς όρους, θα αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες, θα μεγιστοποιεί την εγχώρια προστιθέμενη αξία, θα εντάσσεται με ανταγωνιστικούς όρους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, θα είναι συμβατό με τις κλιματικές, τις περιβαλλοντικές και τις ενεργειακές προκλήσεις και ικανό να προσαρμόζεται τόσο σε δομικές αλλαγές όσο και σε συνθήκες κρίσεων.
Ανάπτυξη υπό προϋποθέσεις
Διαπιστώνεται ότι η εκπλήρωση του αναπτυξιακού ρόλου του αγροτροφικού συστήματος είναι εφικτή υπό προϋποθέσεις, οι οποίες τοποθετούνται τόσο εντός του ίδιου του αγροτροφικού συστήματος όσο και εκτός αυτού, δηλαδή στις κλαδικές διασυνδέσεις του με το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής διατυπώνονται προτάσεις σε όρους αρχών, αξιών και υπέρβασης στερεοτυπικών αντιλήψεων για τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, ο οποίος θα πρέπει να διέπεται από στρατηγικό προσανατολισμό, ολιστική και συμπεριληπτική οπτική.
Χρόνιες στρεβλώσεις
«Οι χρόνιες στρεβλώσεις στο σύνολο της οικονομίας και στο αγροτροφικό σύστημα έχουν αποκρυσταλλωθεί σε δομές και έχουν δημιουργήσει μηχανισμούς αναπαραγωγής. Συνεπώς, είναι δυνατό να αξιολογηθούν ως βασικά δομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, τα οποία θέτουν περιορισμούς στη δημιουργία προϋποθέσεων τόσο για την κάλυψη κρίσιμων καταναλωτικών και παραγωγικών αναγκών από το εγχώριο παραγωγικό σύστημα όσο και για τον “απεγκλωβισμό” της οικονομίας από το υφιστάμενο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και την ένταξή της σε δυναμικότερη αναπτυξιακή τροχιά», επισημαίνεται συμπερασματικά στη μελέτη.
Τα αίτια, η ανατροφοδότηση και η διάρκεια των δυσμενών χαρακτηριστικών του παραγωγικού συστήματος δεν οφείλονται μόνο σε «αντικειμενικές» ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας. Συγχρόνως, παραπέμπουν σε επιλογές και σε αδυναμίες της πολιτικής.
Εμβληματική είναι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση που προκάλεσε, καθώς είχαν αρνητικές επιπτώσεις σε κρίσιμα μεγέθη της οικονομίας: περιορίστηκε δραστικά το σύνολο των χρήσεων και το σύνολο των ενδιάμεσων χρήσεων, μειώθηκε σημαντικά η καταναλωτική δαπάνη, ακόμη και σε βασικά αγαθά, συρρικνώθηκε η εγχώρια παραγωγική βάση, αποσαθρώθηκαν οι εγχώριες κλαδικές διασυνδέσεις, περιορίστηκε η επενδυτική δραστηριότητα, υπήρξε αλματώδης αύξηση της ανεργίας.
Το σωρευτικό αποτέλεσμα ήταν η διατήρηση και η ενίσχυση της απόκλισης από το «μέσο πρότυπο», η αναστολή των διαρθρωτικών αλλαγών με αναπτυξιακό περιεχόμενο και εν κατακλείδι η υπονόμευση των δομικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη.
Το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο διαμορφώνει και, εν μέρει, διαμορφώνεται από το αγροτροφικό σύστημα. Η απόδοση κάθε κλάδου συναρτάται και από τις σχέσεις του με άλλους κλάδους.
Ελλείψει ικανοποιητικών εγχώριων διασυνδέσεων ενδέχεται ορισμένοι κλάδοι να μην αποδίδουν όσο θεωρητικά θα αναμενόταν.
Συνεπώς, η μεμονωμένη αναφορά στο ρόλο κάποιου τομέα/κλάδου ή δραστηριότητας –εν προκειμένω του αγροτροφικού συστήματος– έχει περιορισμένη σημασία στον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Η σχετικά υψηλή συμμετοχή του αγροτροφικού συστήματος σε βασικούς δείκτες, και άρα η απόκλιση σε σχέση με άλλες χώρες, αποδίδεται στην υστέρηση των άλλων κλάδων της ελληνικής οικονομίας.
Συγχρόνως, όσον αφορά την υπέρβαση της τεχνολογικής υστέρησης, ο κύριος ρόλος ανήκει σε κλάδους του δευτερογενούς τομέα. Επομένως, τόσο η ιδιαίτερα αυξημένη σχετική συμμετοχή του αγροτροφικού συστήματος όσο και η τεχνολογική του υστέρηση πρέπει να λυθούν εκτός του αγροτροφικού συστήματος. Βέβαια, πολλά εξαρτώνται και από τις εξελίξεις εντός του αγροτροφικού συστήματος, κυρίως από το κατά πόσο αντιμετωπίζονται τα χρόνια προβληματικά χαρακτηριστικά του, αλλά και όσα νέα εμφανίστηκαν στη διάρκεια της ύφεσης μετά το 2010.