Το διοργανώνει η Παμμεσσηνιακή Ομοσπονδία Αμερικής και Καναδά σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Το 16ο Θερινό Σχολείο Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού για νέους ομογενείς από 18 έως 24 ετών που διοργανώνει η Παμμεσσηνιακή Ομοσπονδία Αμερικής και Καναδά, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη (9 Ιουλίου-6 Αυγούστου 2024). Από τα ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ, τοπικά, πανελλαδικά και ομογενειακά, προβάλλονται εικόνες με νεανικά πρόσωπα χαρούμενα να απολαμβάνουν το ελληνικό καλοκαίρι, σε όλες του τις εκφάνσεις, με ξεγνοιασιά πάνω σε σκάφη και μέσα στο απέραντο γαλάζιο, ανάμεσα στα μνημεία του αρχαιοελληνικού μας πολιτισμού και στα μουσεία, στις πηγές και το πράσινο των βουνών, αλλά και σε πανηγύρια, κλαμπ, μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις, λαϊκές, μοντέρνες και πιο «ποιοτικές», μα και μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας να παρακολουθούν μαθήματα και διαλέξεις.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να αποτυπωθεί σε αδρές γραμμές το φωτογραφικό άλμπουμ και το πρόγραμμα των νέων ομογενών που συμμετέχουν και φέτος στο ιδιαίτερα σημαντικό πρόγραμμα, το οποίο δημιουργεί έναν ανθηρό δίαυλο άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στη χώρα μας και τους απόδημους Έλληνες, με ανυπολόγιστα οφέλη και για τις δύο πλευρές.
Πριν από λίγες μέρες βρεθήκαμε στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και διακόψαμε για λίγο το μάθημα της καθηγήτριας Ελένης Βολονάκη για να μας μιλήσει για το θεσμό και την τάξη 2024-2025 του Θερινού Σχολείου Ομογενών (εκτός από την ίδια, Ελληνική Γλώσσα και Ιστορία διδάσκουν οι Ανδρειωμένος, Σταθάς, Αβραμοπούλου, Αμούργης, Λιοτσάκης και ελληνική μουσική και χορό οι Ψαραδέλλη, Μπουκουβάλας, Τσακαλάκος). Στο Πανεπιστήμιο συναντήσαμε και τον επικεφαλής συνοδό του φετινού ταξιδιού, Κώστα Ντούφα, ενώ μιλήσαμε τηλεφωνικά και με τον πρόεδρο της Παμμεσσηνιακής Ομοσπονδίας Αμερική και Καναδά, Γιώργο Βλαχάκη.
Ελένη Βολονάκη: «Είμαστε μια ανοιχτή αγκαλιά για τους ομογενείς φοιτητές μας»
Η επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος και αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ελένη Βολονάκη, ζει το ίδιο… έργο από την αρχή, όμως ο ενθουσιασμός της παραμένει αμείωτος, τόσο εξαιτίας της αγάπης της για τη δουλειά της όσο και επειδή αναγνωρίζει τη σημασία του θεσμού: «Είμαι υπεύθυνη του προγράμματος αυτού από το 2015, αλλά διδάσκω ουσιαστικά από την έναρξη του προγράμματος, το 2006. Κάθε χρόνο, παρά την πολυετή εμπειρία μου, ενθουσιάζομαι με τα παιδιά που έρχονται, γιατί είναι πολύ καλά παιδιά -και στη συμπεριφορά τους και στις αρχές τους και στο χαρακτήρα τους-, είναι χαρούμενα παιδιά και θέλουν να χαρούν και να γνωρίσουν τα πάντα. Όταν έχεις να κάνεις με τέτοιο “υλικό”, πάντα χαίρεσαι και συγκινείσαι και εσύ ως δάσκαλος, και ξέρεις πως όταν θα γυρίσουν πίσω, θα κρατήσουν όσα μάθουν και θα τα μεταδώσουν. Παρότι κι εγώ και άλλοι συνάδελφοι το έχουμε κάνει πολλές φορές, έχει κάθε φορά έναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
Είμαστε ένα σύνολο ανθρώπων και μέσα από το τμήμα δίνεται η ευκαιρία και στους υποψήφιους διδάκτορες να συμμετάσχουν σε αυτό το πρόγραμμα, που είναι και πιο κοντά ηλικιακά, και αυτό είναι ένα θετικό στοιχείο. Η σκέψη μας είναι πάντα να τους μεταφέρουμε την αγάπη για τη γλώσσα μας, για τη λογοτεχνία μας, για την ιστορία του τόπου, για τον πολιτισμό και, άρα, είναι πάντα μία, θα έλεγα, αν μου επιτραπεί η φράση, μία ανοιχτή αγκαλιά.
Είναι πραγματικά μεγάλη χαρά το να έρχονται νέα παιδιά ηλικίας 18 έως 24 χρόνων, την περίοδο ουσιαστικά των διακοπών τους -γιατί όλοι είναι φοιτητές και τέλος Αυγούστου ξεκινάει το νέο έτος. Και έρχονται όχι για να κάνουν μόνο διακοπές, γιατί το πρόγραμμα αυτό εμπεριέχει και διασκέδαση και μπάνια, όμως το μεγαλύτερο του μέρος είναι εκπαιδευτικό, και το γεγονός ότι έρχονται για να μάθουν τη γλώσσα, να τη μιλήσουν να ακούσουν γραμματική, να ακούσουν λεξιλόγιο, να μιλήσουν με άλλα παιδιά της ομογένειας, με τα οποία στο τέλος του προγράμματος πάντα “δένονται” πάρα πολύ, αυτό οπωσδήποτε είναι συγκινητικό και για μας και μας κάνει πάντα να θέλουμε να το συνεχίζουμε και να αφιερώνουμε κι εμείς το δικό μας καλοκαίρι, για να μπορέσουμε να τους μεταφέρουμε και γνώσεις και την αγάπη για την ελληνική γλώσσα, για τον ελληνικό πολιτισμό, για την ελληνική κουλτούρα. Πάντα έχουμε δύο ομάδες στο επίπεδο της γλώσσας. Την τελευταία δεκαετία οι αρχάριοι πλέον δε γνωρίζουν πολλές φορές και το αλφάβητο, γιατί προέρχονται από τρίτης και τετάρτης γενιάς Έλληνες, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα και ο ένας γονέας δεν είναι Έλληνας, οπότε η επαφή με τη γλώσσα είναι πολύ μικρότερη, όμως έχουν την επιθυμία να ενισχύσουν την ελληνική τους ταυτότητα και να μάθουν τα ελληνικά και έτσι ξεκινάμε ουσιαστικά από την ΑΒ. Έχουμε 45 με 50 ώρες μαθήματα γλώσσας, οπότε καταφέρνουμε μέχρι το τέλος του προγράμματος να κάνουμε τα δυο τρίτα ενός βιβλίου που είναι γραμμένο αποκλειστικά για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας -χρησιμοποιούμε βιβλία είτε του Πανεπιστημίου Αθηνών είτε του Πανεπιστημίου Κρήτης που έχουν δημιουργηθεί ακριβώς για αυτό το σκοπό, καθώς και υλικό του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.
Το δεύτερο τμήμα, που είναι των προχωρημένων παιδιών, αποτελείται από φοιτητές που έχουν ασχοληθεί πολύ με την ελληνική γλώσσα. Πολλοί από αυτούς που έχουμε τώρα στο προχωρημένο τμήμα έχουν κάνει 10 χρόνια ελληνικά σε σαββατιανά ή απογευματινά σχολεία. Οπότε εκεί ερχόμαστε περισσότερο για να ενισχύσουμε τον προφορικό λόγο, να μάθουν να μιλούν πιο άνετα, να ενισχύσουν το λεξιλόγιό τους πιο πολύ και να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στο επίπεδο των Ελλήνων και των νέων που μιλάνε ελληνικά στην Ελλάδα. Αυτή είναι η επιθυμία που εκφράζουν κι αυτός είναι και εμάς ο στόχος μας.
Ακόμη και στο τμήμα των αρχαρίων πάντα υπάρχει καλό αποτέλεσμα, γιατί όταν ξεκινάς από την αρχή μαθαίνεις 100% περισσότερα πράγματα. Έτσι, τα παιδιά έχουν φτάσει στο σημείο να μπορούν να μιλούν έστω και με λίγες φράσεις, να γράφουν οπωσδήποτε περισσότερα και έχουν φτάσει στο σημείο, συγκεκριμένα, που μπορούν να δώσουν ή να ακούσουν οδηγίες πώς να πάνε κάπου σε μία πόλη, πώς να περιηγηθούν στα βασικά σημεία μιας πόλης, πλατείες, μουσεία, σχολεία, ώστε να μπορούν να περιγράψουν ένα χώρο στον οποίο βρίσκονται.
Και βέβαια, από τη στιγμή που θα υπάρξει αγάπη για τη γλώσσα, μετά μπορούν να το συνεχίσουν, ακόμα και στα πανεπιστήμια στον Καναδά και στην Αμερική διδάσκονται τα νέα ελληνικά, μπορούν να το πάρουν ως επιλεγόμενο μάθημα αν θέλουν να το συνεχίσουν» εξηγεί και τη δομή του προγράμματος διδασκαλίας η κα Βολονάκη.
Η ίδια σημειώνει ακόμη και μια ενθαρρυντική διαφοροποίηση που καταγράφεται: «Υπήρξε μία καμπή σε κάποια περίοδο και έρχονταν λιγότεροι φοιτητές, από πέρυσι όμως και μετά τη διακοπή λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, αυξάνει ο αριθμός τους, που σημαίνει ότι αυξάνεται το ενδιαφέρον. Αυτό το θεωρώ πολύ θετικό, γιατί σημαίνει πως, παρότι τα παιδιά αυτά μπορεί να έρθουν και με τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να έρθουν σε επαφή με τη γλώσσα τους και με τον πολιτισμό τους σε επίπεδο μάθησης. Αυτό για μένα είναι πολύ ενθαρρυντικό και πολύ αισιόδοξο.
Πάντα υπάρχουν φουρνιές και φουρνιές, που λέμε, παιδιών. Τη φετινή χρόνια είναι τα παιδιά όλα εξαιρετικά, θα έλεγα άψογα, ως προς τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς και συμμετοχής. Οπότε ίσως και αυτό να συνάδει με το γεγονός ότι υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον και σίγουρα έχει να κάνει και με την προσωπικότητα των παιδιών, καθώς είναι όλοι φοιτητές σε πολύ δύσκολες σχολές. Είναι παιδιά που έχουν ενδιαφέροντα σημαντικά στη ζωή τους, κι όμως το ενδιαφέρον και για την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό είναι πολύ μεγάλο. Να πω τώρα εδώ ότι στο πρόγραμμά, εκτός από την ελληνική γλώσσα, γίνονται 15 ώρες μαθήματα ελληνικού πολιτισμού και λογοτεχνίας -φέτος τα έκανε αυτά ο κοσμήτορας ο κύριος Ανδρειωμένος. Έχουμε εκπαιδευτικές εκδρομές, στο Μουσείο της Ακρόπολης, σε Μυκήνες, Ναύπλιο, Επίδαυρο, όπου θα δουν φέτος τις Βάκχες του Ευριπίδη, στην Αρχαία Μεσσήνη, στην Πύλο και στο παλάτι του Νέστορα, στη Σφακτηρία, όποτε βλέπουν και όλη την Ιστορία, από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μέχρι την Τουρκοκρατία και μέχρι την πιο πρόσφατη ελληνική ιστορία. Πήγαμε στην Costa Navarino, όπου μας φιλοξένησαν σε μια δεξίωση και έκανα στα παιδιά μία ομιλία για τη δημοκρατία. Πηγαίνουν ακόμη σε πανηγύρια, όπως στο Χανδρινού και στον Πολύλοφο, οπότε έρχονται σε επαφή και με το λαϊκό στοιχείο. Αγαπούν τα φετινά παιδιά πάρα πολύ τα παραδοσιακά τραγούδια και είναι άψογοι τραγουδιστές, φωνές διαμάντια, αν έρθετε στην τελετή λήξης πραγματικά θα συγκινηθείτε από τις φωνές που θα ακούσετε. Οπότε υπάρχουν όλα τα στοιχεία της διασκέδασης και του πολιτισμού και αυτό το κάνει ενδιαφέρον το πρόγραμμα» καταλήγει η διακεκριμένη καθηγήτρια, Ελένη Βολονάκη.
Κώστας Ντούφας: «Η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα που υπάρχει σε όλο τον πλανήτη»
Ο Κώστας Ντούφας ασχολείται εδώ και 20 χρόνια με τα ομογενειακά θέματα, είναι ταμίας της Παμμεσσηνιακής Ομοσπονδίας Αμερικής-Καναδά, επικεφαλής συνοδός της φετινής αποστολής και μίλησε στο «Θ» με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό τόσο για το πρόγραμμα όσο και για την Ελλάδα. «Αυτό το ταξίδι γίνεται τα τελευταία 15-16 χρόνια και πιστεύω ότι αυτοί που το ξεκίνησαν θα βλέπουν σήμερα και θα είναι ιδιαίτερα χαρούμενοι που το συνεχίζουμε εμείς. Το πρόγραμμα έχει πάρει μεγάλη απήχηση και από το… πουθενά άρχισε να μιλάει όλος ο κόσμος και στο εξωτερικό και εδώ στην Ελλάδα γι’ αυτό. Τα παιδιά έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, το συζητούν μεταξύ τους και βλέπουμε ότι ο αριθμός των αιτήσεων για συμμετοχή στο πρόγραμμα κάθε χρόνο είναι μεγαλύτερος. Συνήθως φέρνουμε 35 με 40 παιδιά και θα θέλαμε να τα διπλασιάσουμε, αλλά αυτό σημαίνει διπλασιασμό των εξόδων και πολλαπλασιασμό των δυσκολιών. Επίσης, θα πρέπει να διπλασιαστούν και οι καθηγητές, οι εθελοντές και, πάνω απ’ όλα για μας, είναι η ασφάλεια των παιδιών. Πιστεύω, όμως, ότι αξίζει να το προσπαθήσουμε, καθώς η αμοιβή που θα πάρουμε από αυτά τα παιδιά δεν περιγράφεται. Όταν υπάρχουν παιδιά που δεν ξέρουν ελληνικά, είναι πολύ σπουδαίο ότι ολοκληρώνουν το πρόγραμμα και μπορούν να λένε έστω και κάποιες φράσεις.
Το σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσουμε το πρόγραμμα, γιατί τα παιδιά έχουν μεγάλο ζήλο για μάθηση μέσα στην τάξη, όπως είπε και η κυρία Βολονάκη, αλλά και βγαίνοντας έχουν την ευκαιρία να δουν τον τόπο που οι γονείς έχουν γεννηθεί, κι αυτό είναι ιδιαίτερη χαρά για όλα τα παιδιά.
Υπάρχουν δύο λόγοι, λοιπόν, ο ένας είναι ότι μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα, την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας και από την άλλη μεριά με τις επισκέψεις και τα ταξίδια που κάνουμε, έρχονται πιο κοντά σε αυτό που έζησαν και περιγράφουν οι γονείς τους πριν αναγκαστούν ή αποφασίσουν να μεταναστεύσουν πριν από πολλά χρόνια.
Όπως είπε και η κυρία Βολονάκη, το πρόγραμμα πάει πολύ καλά κι αυτό που μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, είναι ότι παρ’ όλη την κούραση που έχουν τα παιδιά από τα ταξίδια, έρχονται στην ώρα τους, κάνουν τις εργασίες τους μέσα στο καλοκαίρι, συμμετέχουν στην τάξη, ρωτάνε.
Υπάρχουν κάποια παιδιά που έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και φεύγοντας από εδώ θέλουν να πουν “πήγαμε εκεί και μάθαμε κάτι”. Τους αρέσει όταν βγαίνουμε και βλέπουμε διάφορα πράγματα. Ειδικά όταν πηγαίνουμε και βλέπουνε την ιστορία. Πιο πολύ μπορώ να πω στα μουσεία, όπου μπορεί να μένουν με τις ώρες και να κάνουν ερωτήσεις. Ενώ συνήθως τα παιδιά μπαίνουν σε ένα μουσείο και θέλουν να φύγουν γρήγορα, αυτά τα παιδιά δε θέλουν να φύγουν.
Πραγματικά το συγκεκριμένο γκρουπ φέτος είναι το κάτι το διαφορετικό και θα μείνει ως σημείο αναφοράς και για τα επόμενα χρόνια».
Ο κ. Ντούφας εξηγεί ότι φέτος άνοιξε περισσότερο το πρόγραμμα για τη συμμετοχή και παιδιών που δεν έχουν καταγωγή από τη Μεσσηνία, αλλά προέρχονται και από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Μεταφέροντας τι του έκανε εντύπωση ο κ. Ντούφας μιλάει για την επίσκεψη των παιδιών στο λαογραφικό μουσείο, όπου είχαν την ευκαιρία να μάθουν πώς φτιαχνόταν το ψωμί ή πώς σιδέρωναν με το σίδερο με τα κάρβουνα, εισπράττοντας ένα εντυπωσιακό πολιτισμικό χάσμα, σε σχέση με την εποχή της τεχνολογίας όπου έχουν γεννηθεί και ζουν όλα.
Ο Κώστας Ντούφας έφυγε από το χωριό Λεύκη Γαργαλιάνων Τριφυλίας το 1985 και βρίσκεται στην Αμερική περίπου 40 χρόνια, αρχικά στη Νέα Υόρκη και τα τελευταία 25 στο Νιού Τζέρσι. Έρχεται κάθε χρόνο και με κάθε ευκαιρία με την οικογένειά του, με τη νοσταλγία να ξεχειλίζει: «Παρ’ όλο που ζω στο εξωτερικό όλα αυτά τα χρόνια, η φλόγα για την Ελλάδα δεν έχει σβήσει Μπορεί το σώμα να είναι στην Αμερική, αλλά η καρδιά και ο νους είναι πάντοτε στην Ελλάδα. Όλοι οι Έλληνες έχουν νοσταλγία να γυρίσουν πίσω κάποια μέρα, αλλά όταν δημιουργείς οικογένεια είναι κάπως δύσκολο. Τα παιδιά μου τα φέρνω κάθε χρόνο και λατρεύουν την Ελλάδα. Θα έρχομαι όσο είμαι καλά και δύο και τρεις φορές. Η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα που υπάρχει σε όλο τον πλανήτη. Αν υπήρχε λίγο καλύτερη οργάνωση και λίγο προσοχή σε ορισμένα πράγματα, θα μας ζηλεύανε όλοι. Και τώρα μας ζηλεύουνε, για το κλίμα και την ομορφιά της χώρας μας».
Γιώργος Βλαχάκης: «Έχει γίνει μια τρομερή σύσφιξη συνεργασίας με επόμενες γενιές»
«Ο αριθμός και το επίπεδο των μαθητών του Θερινού Σχολείου αυξάνονται κάθε χρόνο πιο πολύ» διαπιστώνει ο πρόεδρος της Παμμεσσηνιακής Ομοσπονδίας Αμερικής-Καναδά, Γιώργος Βλαχάκης και εξηγεί: «Τα παιδιά συζητούν μεταξύ τους και αναφέρεται το σχολείο στις διάφορες πόλεις της Β. Αμερικής. Κάνουν διαφήμιση από μόνα τους με τις ωραίες εμπειρίες που έχουν κάθε χρόνο. Το πρόγραμμα έχει αποδείξει ότι οι μαθητές που είχαν κάνει αυτό το ταξίδι πριν από 10-15 χρόνια, λένε τα καλύτερα για την εμπειρία τους. Είναι πλέον μεγάλοι άνθρωποι, ηλικίας 35-45 ετών, με σπουδές, με οικογένειες, με θέσεις, και έχουν κάνει τη Μεσσηνία το μόνιμο τόπο που παραθερίζουν, ταξιδεύουν και διασκεδάζουν, ακόμη κι αν η καταγωγή τους είναι από άλλα μέρη της Ελλάδας. “Ερωτεύτηκαν” τη Μεσσηνία μέσα από το Θερινό Σχολείο και έχουν γίνει οι καλύτεροι πρεσβευτές της».
Στην ερώτηση αν οι τοπικοί άρχοντες και η κεντρική Πολιτεία έχουν συνειδητοποιήσει τη σημασία του θεσμού του Θερινού Σχολείου Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού για νέους ομογενείς, ο κ. Βλαχάκης προτιμά να αναφερθεί και να ευχαριστήσει όσους στηρίζουν το πρόγραμμα, επισημαίνοντας ότι ίσως οι τακτικές αλλαγές πολιτικών προσώπων να μην επιτρέπουν την πλήρη ενημέρωση και συνειδητοποίηση της σημασίας της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας. Αναφέρει, πάντως, ότι σε αυτό που θα μπορούσε να βοηθηθεί περαιτέρω το πρόγραμμα είναι στην υποστήριξη και τη διεύρυνση των επιλογών και της φιλοξενίας που θα μπορούν να έχουν οι νεαροί ομογενείς φοιτητές κάθε χρόνο.
«Θέλουμε να τους δείξουμε αυτά που δε βλέπει ο απλός τουρίστας, τη βαθειά Ελλάδα, τα ήθη και τα έθιμά μας, όπως τη γνωρίζουν οι ντόπιοι. Τα παιδιά δεν αισθάνονται σαν απλοί τουρίστες που πήγαν σε τουριστικά μέρη για ξενύχτι και διασκέδαση, εδώ τα πάμε σε μύλους, σε ελαιοτριβεία, μαθαίνουν τη μαρμελάδα από σύκα, γνωρίζουν, αγοράζουν, αγαπάνε και μαθαίνουν να υποστηρίζουν και στο εξωτερικό τα παραδοσιακά προϊόντα ή να προτιμούν στην καθημερινότητά τους κατασκευασμένα προϊόντα που προέρχονται από την Ελλάδα».
Τέλος, ο κ. Βλαχάκης μάς μίλησε με μεγάλη χαρά για την ευρωστία που παρουσιάζει η Παμμεσσηνιακή Ομοσπονδία Αμερικής και Καναδά. «Η Ομοσπονδία έχει κάνει τεράστια βήματα και τον τελευταίο χρόνο εμφανίστηκε πάρα πολύ δυνατή. Γίνανε διάφορες εκδηλώσεις και στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, το Μόντρεαλ, ταξιδέψανε οι απόδημοι σε διάφορες πόλεις με πούλμαν και κάνανε αντάμωμα στις 25 Μαρτίου. Έχει γίνει μια τρομερή σύσφιξη συνεργασίας με επόμενες γενιές. Η μεσσηνιακή ρίζα και φλέβα βράζει στο εξωτερικό. Στο Τορόντο έχει πάρει νέα ανάσα ο σύλλογος των ομογενών Νομού Μεσσηνίας “Παπαφλέσσας”, έχει πάνω από 600 παιδιά στο χορευτικό, κάτι πρωτόγνωρο. Είναι το μεγαλύτερο χορευτικό τμήμα σε όλη την ιστορία της Βόρειας Αμερικής κάτω από το μεσσηνιακό σύλλογο, όχι υπό την Εκκλησία, την ενορία ή την κοινότητα.
Το γκαλά, η ετήσια εκδήλωση που κάναμε το Μάρτιο, με αφορμή την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, η Παμμεσσηνιακή Ομοσπονδία και οι Μεσσήνιοι του Τορόντο, ξεπέρασε τα 1.800 άτομα» αναφέρει με δικαιολογημένο ενθουσιασμό ο κ. Βλαχάκης.
Κάτι άλλο σημαντικό στο οποίο αναφέρεται ο πρόεδρος της Παμμεσσηνιακής Ομοσπονδίας Αμερικής Καναδά, είναι η διάθεση των δικαιωμάτων από το σκηνοθέτη και παραγωγό Μπάμπη Τσόκα για την ταινία « Ζορμπάς» που γυρίστηκε στη Μάνη. Ο κ. Βλαχάκης ευχαριστεί θερμά τον κ. Τσόκα, εξηγώντας ότι έδωσε τα αποκλειστικά δικαιώματα προβολής της ταινίας για όλη τη Βόρεια Αμερική. Με την αφορμή αυτή διοργανώθηκε ένα τεράστιο φεστιβάλ κινηματογράφου στο Τορόντο και σε άλλες πόλεις της Αμερικής και του Καναδά, ενώ έγιναν πολλές άλλες προβολές και συμμετοχές σε διάφορα φεστιβάλ της εν λόγω ταινίας.
Τέλος, ανέφερε ότι έγιναν ή θα γίνουν συναντήσεις με τον περιφερειάρχη κ. Πτωχό, το μητροπολίτη Μεσσηνίας, όλους τους δημάρχους και άλλους φορείς της Μεσσηνίας για περαιτέρω ενίσχυση των δεσμών της ομογένειας.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη