Το «έξη μέρες να εργάζεσθε και την εβδόμη να αναπαύεσθε», δεν είναι μόνο σωστό γιατί το λέγει η Αγία Γραφή, αλλ’ είναι αυτό καθ’ αυτό αναγκαίο και απαραίτητο, σαν νόμος απαράβατος της ζωής. Δια τις έξη μέρες κατά τις οποίες κινούνται και εργάζονται οι άνθρωποι, έπρεπε να υπάρχει και μία – και υπάρχει –Κυριακή αργία.
Οι προετοιμασίες, για την ημέρα της αναπαύσεως, αρχίζουν από το Σαββατόβραδο, και γυρνώντας ο βιοπαλαιστής της εβδομάδος από τη δουλειά του, θα πάρει το δίχτυ, αφού έχει πάρει τον κόπο των έξη ημερών εργασίας και θα τραβήξει για την αγορά. Κι όπως λέμε: «έλλειψη χρημάτων, στάσις εμπορίου» ή, αν θέλετε, αναπαραδιά, θα πηγαινοέρχεται και θα φέρει βόλτα καμμιά εικοσαριά φορές, περνώντας και ξαναπερνώντας, απ’ τον ίδιο μπακάλη, μανάβη, ή χασάπη και θα τον ακούσετε να λέγει:
-Πόσο το αρνάκι, κυρ-Μένιο;
-Μπα, καλώς τον τον κυρ-Γιώργη. Για σας, κυρ- Γιώργη μου, 54!
-Δεν θα βρήτε καλλίτερο κρέας, κυρ-Γιώργη! Έχουμε καλό πράγμα σήμερις…
-Και πόσο, περικαλώ, η χοντρική τιμή;
-43 δραχμές! Βλέπετε τα έξοδα φωτισμού, ενοικίου, υπαλληλίας, φόρος εξ ασκήσεως επαγγέλματος και τόσα άλλα. Ίσα για να βρισκόμαστε σε δουλειά! Να μην καθόμαστε.
-46 να πουλήσετε, κυρ-Μένιο! Επί της καταναλώσεως το κέρδος.
Ρίχνει ωρισμένες εξεταστικές ματιές, υποβάλλει καμιά δεκαριά ερωτήσεις – εκατό ήθελα να πω – και απέρχεται.
Τέλος ύστερα από ξεθεωτικό περπάτημα και συνεχείς ερωτήσεις παίρνει την στερράν απόφασιν να ζήσει. Τα ψώνια παίρνονται και τραβά για την κατοικία του. Προσπαθεί να θυμηθεί μην ξέχασε τίποτε από τις παραγγελίες της γυναίκας του και κυττάζει στο σημείωμα. Ουφ! Να πάρει η οργή!… Τετράδια του Κωστάκη δεν πήρα.
Πιάνει τον τυχόντα διερχόμενο βιαστικό διαβάτη και τον ρωτά πού πωλούν τετράδια. Συνάπτεται ολόκληρη συζήτηση, γιατί ο διερχόμενος, είπαμε, είναι βιαστικός και τέλος του λέγει:
-Θα κάνετε αριστερά και θα ρωτήσετε.
Αλλά ο Έλληνας τόχει μέσα του να μη ρωτάει ποτέ. Το φιλότιμο, βλέπετε! Και τραβάει στα ίσια. Εισορμά μέσα σ’ ένα μαγαζί και ρωτά τον υπάλληλο:
-Τετράδια έχετε;
-Τετράδια είπατε, κύριε; Όχι! Εδώ είναι φαρμακείο!
Τον αγριοκυττάζει, προχωρεί, τον πιάνει από το γιακά, τον τραβά έξω και του αποτείνει το λόγο σε ύφος οργίλο, αφού του δείχνει την ταμπέλα:
-Μα κει τι λέγει; Α! συγγνώμη, είναι λάθος. Δίπλα ήθελα να μπω… Η ζέστη, βλέπετε… Και σου γράφουν τα δελτία του Αστεροσκοπείου: «η ζέστη ολίγον μεγαλυτέρα της αύριον».
Πού θα φθάσουμε! Θεός φυλάξοι! Ο υπάλληλος, το μαντεύετε, δεν πρέπει να υστερήση στο νάχει γνώμη. Τη λέγει κι αυτός, εκθέτοντας και τα σχέδιά του. «Πρέπει, κύριε, ο δήμαρχος να γκρεμίσει το Κάστρο, για να γίνεται ρεύμα και να δροσιζόμαστε!»…
Αντιτείνει, βέβαια, ο κυρ-Γιώργος, γιατί Έλληνας μ’ Έλληνα – τόχει κατάρα η φυλή μας – δεν μπορεί ποτέ να συμφωνήση. Έχει όμως την απαίτηση να συμφωνήσει ο άλλος. Ο άλλος βέβαια δεν συμφωνεί και χωρίζουνται με κάποια παγερότητα, παρά την εγκάρδια γνωριμία τους, κι απέρχονται για να ξανασυναντηθούν κάποτε, και να επαναληφθεί η ίδια ιστορία.
Μόλις ο κυρ-Γιώργης φθάσει σπίτι του, κι αφού επαναληφθούν οι τυπικές φράσεις με τη γυναίκα του, αρχίζει ο μαθηματικός καταρτισμός του προγράμματος, του πώς θα περάσουν την Κυριακή.
ΔΗΜ. ΝΙΚΟΛΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΡΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 1η Αυγούστου 1937
Λέγαμε για τις εκδρομές της Κυριακής. Συμβούλια και διαβούλια οικογενειακά συγκροτούνται, για να βρεθεί το κατάλληλο μέρος να περάσει η καλαματιανή οικογένεια την Κυριακή αργία.
Οι γνώμες διχάζουνται, οι αντιλήψεις συγκρούονται κι απειλείται ρήξις των μελών της οικογένειας.
Η σύζυγος του κυρ-Περικλή προτείνει να πάνε έως του Μαυρομάτι, για να ιδούν και τ’ αρχαία. Άλλως τε έχει κρύα νερά και δροσερό αέρα. Συμφωνεί ο σύζυγος. Διαφωνούν, όμως, τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας. Η Μαρίκα, η Αντιγόνη, ο Γιώργος δεν εννοούν να περάσει μία μέρα έτσι χωρίς να ιδούν, ν’ αλλάξουν ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Οι δικαιολογίες εκτίθενται βροχηδόν. Τα επιχειρήματα είναι ατράνταχτα.
-Τι λέτε, καλέ μαμά; κάνει η Μαρίκα. Ακούς στου Μαυρομάτι! Στην ξεραΐλα;
-Μπράβο, Μαρίκα, συμπληρώνει ο Γιώργος. Εδώ έχουμε την ωραία μας θάλασσα και θα πάμε στα κατσάβραχα;
Τις δύο απόψεις συμμερίζεται τώρα και η διστακτική μέχρι τούδε Αντιγόνη.
Ιδρωκοπεί ο πατέρας, γίνεται μούσκεμα η μητέρα. Προσπαθεί να επιβάλλει την απόφαση του ισχυροτέρου. Αλλά εις μάτην. Λοιπόν, συμφωνίας μη υπαρχούσης, αφήνεται ο καθένας να τραβήξει όπου θέλει. Έτσι η οικογένεια του κυρ-Στέλιου γίνεται σαν του… λαγού τα παιδιά…
Η Μαρίκα τραβά για την θάλασσα το απόγευμα. Εκεί, της είπε, θάναι ο «δικός» της. Η Αντιγόνη για τη Βελανιδιά. Θα πήγαινε κείνος για κάποιο «τάμα» με τους δικούς του. Κάποια ευκαιρία θα βρίσκανε και θα συναντιούνταν. Όσο για τον Γιώργο, αυτός είχε «ελευθέρα» κυκλοφορία σ’ όλη την Καλαμάτα. Στις 10 το πρωί θα συναντούσε την Ελενίτσα στο κάστρο. Στις 7 το απόγευμα τη Ρηνούλα στην παραλία και τράβα κορδέλα.
***
Για να πάρετε μια ιδέα, δεν έχετε παρά να γενικεύσετε την κατάσταση αυτή στις οικογένειες του κυρ-Παύλου, Γιώργου, Κώστα, Πάνου και θα ’χετε ανάγλυφη την εικόνα του πώς περνούν περίπου οι Καλαματιανοί – νέοι και νέες – την Κυριακή τους.
Μόνο τα συζυγικά μέλη ξεροψήνουνται και ιδρωκοπούν. Η αντάρα, οι φωνές, ο θόρυβος, όλα τέλος πάντων δίνουν στα νεύρα των Καλαματιανών.
Αντίο ανάπαυση, αντίο ησυχία. Μα το βράδυ σαν βρεθούν στο τραπέζι όλοι – άλλοι ευχαριστημένοι κι άλλοι δυσαρεστημένοι – θα τραβήξουν όλοι μαζί για τη λεωφόρο Σταθμού, την οδό Αριστομένους, την παραλία, θα ειπεί ο καθένας τις περιπέτειες και τα δεινοπαθήματά του.
Οι περιπατητές πυκνές μάζες, πάντα, θα οργώσουν πολλές φορές τα πεζοδρόμια, και κατατσακισμένοι από την κούραση θα ριχτούν σ’ ένα κάθισμα. Κέντρα υπάρχουν πολλά και καλά. Ο Καλαματιανός μπάτης θα χαϊδέψει τα πρόσωπά τους, και οι παραγγελίες θα δίνουν και θα παίρνουν. Τa γκαρσόνια θα πηγαινοέρχονται καταμουσκεμένα. Οι παραγγελίες πλούσιες.
-Τέσσαρα παγωτά και είκοσι νερά…
-Άργησες, βρε παιδί μου, κάνει ο κυρ-Στέλιος.
Τι ν’ απαντήσει το γκαρσόνι; Τι να πει;
Η απάντησις είναι έτοιμη:
-Πρόσεξε, Αλέκο, και μην μας παραμελείς…
Η κουβέντα απ’ τα διπλανά τραπεζάκιa έχει ανάψει. Ο καλαμπουριτζής της παρέας έχει κέφι απόψε.
-Τι θα πει, βρε παιδί μου; Αυτή η ζέστη είναι πραγματικός μπελάς. Φαίνεται, ότι δω στην Καλαμάτα είναι περισσότερα τα κυνικά καύματα, γιατί βρισκόμεθα πιο κοντά στην… Αίγυπτο! Πλειοδοτεί όμως κάποιος αντίπαλος και συναγωνιστής του:
-Ξέρετε τι λέγω εγώ; Πρέπει να κάνουμε μια διαμαρτυρία… στην κυβέρνηση, να μεσολαβήσει στην Βισκαϊκήν, τοιούτη να μας στείλλει και μας λίγη κακοκαιρία, να μη τσουλουφριζόμαστε! Άλλως τε θα εξυπηρετήσουμε και τους Ισπανούς… μεταβάλλοντας την κακοκαιρία για να συνεχισθούν οι επιχειρήσεις. Απρόσκλητοι ευεργέται όμως!
Η παρέα ξεσπά σε ηχηρά γέλια με το άνοστο καλαμπούρι. Χρειάζονται, βλέπετε, και τα αναψυκτικά. Η ώρα έχει παρέλθει όμως. Το πρωί εργασία. Τα καθίσματα αδειάζουνε ένα – ένα και οι περιπατητές αραιώνουν. Κάποιο παθητικό τραγούδι της Βέμπο ακούγεται και ο σάλος αρχίζει να κοπάζει.
***
Όλοι τραβούν για τα σπίτια τους. Πάνε για την ποθητή ησυχία. Θα τη βρουν; Εμείς αμφιβάλλουμε. Οι κορέοι και οι σκνίπες θα συνεχίσουν το μαρτύριο…
Την άλλη μέρα θ’ αρχίσει η εργασία. Μα το πρωί που θα φεύγει ο κυρ-Στέλιος θ’ ακούσετε τη γυναίκα του να του λέγει:
-Δεν αφήνεις κανά δεκάρικο για ψωμί;
-Το Σάββατο, καϋμένη, πληρώνουμε το φούρναρη!
Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, τα παραδάκια κάναν φτερά απ’ τα έξοδα της Κυριακής…
Το πορτοφόλι ισχνό έχασε το φούσκωμα του Σαββάτου. Δεν στενοχωριούνται όμως γι’ αυτό. Είναι όλοι τους ευχαριστημένοι. Πάντως εμείς τους… ζηλεύουμε!
ΔΗΜ. ΝΙΚΟΛΗΣ