Μεγάλη φασαρία έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες μέρες για την πιθανή δημιουργία αιολικού πάρκου στη Δυτική Μάνη. Ακούγεται ότι τα αιολικά θα φέρουν ξηρασία, θα χαλάσουν τα μονοπάτια, θα γεμίσουν μπετόν. Είναι ενδιαφέρον, όμως, πώς μερικές επενδύσεις, όπως ο τουρισμός, που έχει χτίσει τη μισή Δυτική Μάνη μέσα σε μια δεκαετία, γίνονται αποδεκτές με ενθουσιασμό, ενώ τα αιολικά προκαλούν έντονες αντιδράσεις.
Ο λόγος, βέβαια, δεν είναι τυχόν περιβαλλοντικά θέματα. Μιλάμε για ένα Δήμο που μέχρι πρόσφατα πετούσε τα σκουπίδια του στην κοίτη ενός ποταμού που καταλήγει σε πολυσύχναστη παραλία, που κατά τύχη δεν έχει καεί και που βασίζεται σε εθελοντές για να καλύψει βασικές περιβαλλοντικές ανάγκες. Αντίθετα, και σε αυτό έχουν δίκιο οι τοπικές κοινωνίες, το θέμα είναι το τοπικό όφελος. Τα οφέλη από τον τουρισμό είναι άμεσα ορατά στην τσέπη του κόσμου, ενώ τα αιολικά «χαλάνε τη θέα» και τα χρήματά τους σπαταλούνται από Δήμους και σε άχρηστα αντισταθμιστικά.
Αλλά πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά μόνο τα πραγματικά προβλήματα. Για παράδειγμα, οι ανεμογεννήτριες μπορεί θεωρητικά να επηρεάσουν το μικροκλίμα, όπως ακούστηκε, αλλά σε πολύ μικρό βαθμό, που ειδικά σε σχέση με τις πρόσφατες αλλαγές στο κλίμα είναι εντελώς αμελητέες. Οι δραματικές προβλέψεις ότι η Μάνη θα μετατραπεί σε άνυδρη έρημο είναι αβάσιμες. Η επιστήμη δείχνει ότι αυτές οι αλλαγές είναι μικρές και τοπικές, όχι οι καταστροφές που περιγράφονται συχνά. Ακόμα και όσον αφορά στη βιοποικιλότητα, οι ανησυχίες είναι υπαρκτές, αλλά οι καταστροφικές προφητείες είναι συχνά υπερβολικές. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μπορούν να μετριαστούν με σωστή σχεδίαση και χωροταξικό σχεδιασμό, που λαμβάνουν υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Η ανησυχία για την αλλαγή στη χρήση γης είναι, επίσης, υπερβολική. Ναι, κάποιες εκτάσεις μπορεί να αλλάξουν χρήση, αλλά το ίδιο δεν κάνει και ο τουρισμός; Η υπόθεση ότι οι επιπτώσεις θα είναι καταστροφικές για το υδατικό ισοζύγιο ή ότι οι εκτάσεις θα γίνουν ακατάλληλες για κάθε είδους καλλιέργεια, είναι περισσότερο σενάριο τρόμου παρά επιστημονική πρόβλεψη.
Τέλος, η αντίληψη ότι η αποκατάσταση των περιοχών μετά την απομάκρυνση των ανεμογεννητριών είναι αδύνατη, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ναι, μπορεί να υπάρξουν προκλήσεις, αλλά με σωστή διαχείριση, η αποκατάσταση είναι δυνατή και μπορεί να είναι επιτυχής. Η υπερβολή στις περιβαλλοντικές ανησυχίες συχνά παραβλέπει τα πραγματικά δεδομένα και τις δυνατότητες μετριασμού των επιπτώσεων.
Αλλά όλα αυτά δεν είναι το πραγματικό ζήτημα. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι τοπικές κοινωνίες δε βλέπουν τα άμεσα οφέλη από αυτές τις επενδύσεις, ενώ τα οφέλη είναι μακροπρόθεσμα και συχνά αφορούν στο σύνολο της χώρας. Αυτό οφείλεται σε προβληματικές πρακτικές, όπως η αργή διεκπεραίωση των διαδικασιών και η έλλειψη σαφούς πλαισίου για τις επενδύσεις (π.χ. έλλειψη κτηματολογίου), που οδηγούν σε αποσπασματικές λύσεις και δημιουργεί προβλήματα στις τοπικές κοινωνίες.
Οι τοπικές κοινωνίες, λοιπόν, έχουν δύο επιλογές: να συνεχίσουν την ανυπόστατη αντίσταση, κινδυνεύοντας να χάσουν χρόνο τσάμπα έως ότου η επένδυση γίνει έτσι και αλλιώς, ή να έχουν μια κριτική μεν, θετική δε στάση απέναντι στα αληθινά προβλήματα και να πιέσουν για συγκεκριμένα οφέλη.
Αυτό σημαίνει να απαιτήσουν σωστό σχεδιασμό (π.χ. να μην καταλήξει κάποια ανεμογεννήτρια υπερβολικά κοντά σε όρια οικισμών) και να εξασφαλίσουν συγκεκριμένα οικονομικά οφέλη. Για παράδειγμα, το ποσοστό του τζίρου που πάει στο Δήμο (πάνω από 1% βάσει νόμου) να μη χαθεί σε αφανή δημοτικά έργα, αλλά να πάει κατευθείαν στις κοντινές κοινότητες του πάρκου.
Επίσης, θα πρέπει να διεκδικήσουν πρόσθετα αντισταθμιστικά οφέλη, όπως δωρεάν ρεύμα και ενίσχυση των υποδομών για την προστασία από πυρκαγιές που απειλούν την περιοχή, π.χ. με την πληρωμή ενός μόνιμου πυροσβεστικού για το καλοκαίρι και με το σχεδιασμό των δρόμων του πάρκου με τρόπο που να ενισχύουν το έργο των πυροσβεστών.
Με αυτόν τον τρόπο, οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να διασφαλίσουν ότι οι αιολικές επενδύσεις θα έχουν θετικό αντίκτυπο, όχι μόνο για το περιβάλλον και τη χώρα, αλλά και για τους ίδιους. Αντί να αντιστέκονται σθεναρά χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα, μπορούν να διαπραγματευτούν καλύτερους όρους που θα ωφελήσουν την τοπική οικονομία και το περιβάλλον.
Του δρος Στέφανου Τύρου
Φυσικού και οικονομολόγου, ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ