«Η επίμονη ακρίβεια, που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ η σοβαρή υποχώρηση του Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί, κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης».
Αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα συμπεράσματα της εξαμηνιαίας έρευνας που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, όπως διαβάζουμε σε ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών», διαπιστώθηκε σημαντική υποχώρηση κατά 14,3 μονάδες – σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο – του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων το α΄ εξάμηνο του 2024. Ο δείκτης διαμορφώνεται στις 49,6 μονάδες από τις 63,9 που ήταν το β΄ εξάμηνο του 2023.
Υπενθυμίζεται ότι η επιδείνωση της κατάστασης των επιχειρήσεων είχε αρχίσει να γίνεται ορατή ήδη από την προηγούμενη έρευνα κλίματος το Φεβρουάριο του 2024, όταν ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε από τις 66,7 μονάδες, που βρισκόταν το πρώτο εξάμηνο του 2023, στις 63,9 μονάδες.
Στα βασικά συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνονται, σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα εξής: Η σοβαρή υποχώρηση του δείκτη υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης. Περαιτέρω και δεδομένου ότι από τα υπόλοιπα στοιχεία της έρευνας φαίνεται πως τις μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, εκτιμάται ότι σημαντικό παράγοντα για την υποχώρησή του έχει διαδραματίσει ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων.
Η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που είτε δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα (29,6%) είτε αυτά επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (22,5%).
Επιπλέον, οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, το οποίο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4%.
Ιδιαίτερα υψηλό παραμένει και το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (29%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από το φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
Στα θετικά ευρήματα συμπεριλαμβάνεται η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, καθώς το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους κατά το α΄ εξάμηνο του 2024 παρέμεινε θετικό.
Θετικές είναι, επίσης, οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6% που δήλωσε ότι θα το μειώσει.
Παρά, ωστόσο, τα θετικά ευρήματα για την απασχόληση, περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξεύρεσης προσωπικού.
Τέλος, επιδείνωση καταγράφεται στο δείκτη βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς το 3,2% κινδυνεύει με άμεση διακοπή της δραστηριότητάς του.
Σχετικά με την έρευνα, υπενθυμίζεται ότι διεξάγεται σε εξαμηνιαία βάση από τον Μάιο του 2009, είναι η δεύτερη για το 2024 και οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από την εταιρεία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 803 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), μεταξύ 2-14 Ιουλίου 2024.