Τα παληά χρόνια, όταν οι άνδρες μόνον είχαν το προνόμιον να καταβρέχουν με τον ιδρώτα τους τις ξηρές και τις θάλασσες του μεγάλου τσιφλικιού της, της… Γης δηλαδή, οι δυστυχισμένες γυναίκες δεν είχαν παρά τρεις μονάχα μεγάλους προορισμούς σ’ αυτόν τον κόσμο: Πρώτον να είναι ωραίες, δεύτερον κουτές και τρίτον… ξένες!
Δηλαδή να είναι ωραίες για ν’ αρέσουν στον άσχημο αφέντη τους κι έτσι να μην κινδυνεύουν να πεταχθούν στο καλάθι των αχρήστων της ζωής. Ύστερα να είναι κουτές, για να μην μπορούν να εννοήσουν την… κουταμάρα του ανδρός και, τέλος, να είναι ξένες. Με λίγα λόγια, ν’ ανήκουν σε κάθε άλλον εκτός από τον εαυτόν τους!
Αλλοίμονο! Δεν είχαν τότε ακόμη το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ούτε της ιδιοκτησίας του εαυτού τους, τα καταφρονεμένα αυτά δίποδα σε σχήμα… ανθρώπου.
***
Έτσι ήταν τότε!
Τα χρόνια όμως τώρα έχουν αλλάξει, μα κι οι γυναίκες ακόμη περισσότερο, αφού έφθασαν να φορούν και παντελόνια – ανδρικά εννοείται.
Το τρυφερόν έτερον ήμισυ του ανδρός γίνεται πολλές φορές σήμερα «έτερον διπλάσιον» απ’ αυτόν σε εργατική απόδοση και δράση στη ζωή! Τώρα οι νέες γυναίκες δουλεύουν, εργάζονται, εξασκούν ένα οποιοδήποτε τεχνικό ή επιστημονικό επάγγελμα και δεν έχουν ανάγκη καθόλου τον άνδρα, εκτός βέβαια από τις καθαρώς ειδικές ειδικότητες του φύλου τους…
Χαρά λοιπόν κι ευτυχία στους απανταχού άνδρες! Οι γυναίκες δουλεύουν και πληρώνουν μόνες τους τις μοδίστρες και τις καπελλούδες. Οι αρσενικοί μπορούν τώρα ν’ αναπνεύσουν ελεύθερα, αρκεί οι γυναίκες που τους τα πήραν όλα, να μην τους πάρουν και τον… αέρα.
Αλλά κι’ αυτό φαίνεται έχει γίνει.
***
Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους κοριτσιού που εργάζεται είναι η χαριτωμένη, η αεικίνητη, η Μιντινέττα. Το κορίτσι του δρόμου, με την καλή βέβαια σημασία της λέξεως, το κορίτσι που εργάζεται συνήθως στα εργοστάσια ή καταστήματα της γυναικείας ματαιοδοξίας και του ανδρικού μαρτυρίου, στα μοδιστράδικα, στα καπελλάδικα και σ’ όλα τα άδικα των αδίκων του ανδρικού χρήματος. Είναι πάντοτε μια πτωχή και εύθυμη μικρούλα, με τα γλυκά χειλάκια της σε μια χαρτωμένη αμφίβολη αναμονή, έτοιμα ν’ αγκαλιάσουν ένα χαμόγελο στο κάθε ελαφρό σκίρτημα της παιδιάστικης καρδιάς της.
Πίσω από τη μικρή Μιντινέττα οι νεαροί λεοντιδείς δοκιμάζουν τα πρώτα κατακτητικά βήματά τους και ακονίζουν τη γλώσσα τους στις πρώτες γοητευτικές και ολέθριες λέξεις της αγάπης…
Είναι η Μιντινέττα! Σήμερα κι αύριο ίσως… μεθαύριο όχι πια. Θα γίνη κι αυτή μια μικρή ή μεγάλη εργοδότρια, θα γίνη μια πιστή σύζυγος, μια στοργική μητέρα, μια προκομμένη νοικοκυρά.
Ο αγώνας της βιοπάλης τόσα χρόνια της έχει ατσαλώσει την ψυχή και την καρδιά… Η Μιντινέττα είναι η χαρά της ζωής, το θέλγητρο της ρουτίνας κι ο καϋμός των σεβασμίων…
Δον Ζουάν που της τάζουν τον παράδεισο του πορτοφολιού τους και τον θρόνο της μεγαλοπρεπούς των κοιλιάς!
Αθάνατη Μιντινέττα! Ποτέ δεν θα χαθή το κέφι σου και δεν θα σβύση το χαμόγελό σου!
Κερδίζεις δέκα δραχμές την ημέρα, μα μ’ αυτές μπορείς ν’ αγοράσης όλο τον κόσμο και να πάρης και… ρέστα!
Και τώρα, αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι εν… φύλω, ελάτε να σας γνωρίσω και με μιαν άλλη χαριτωμένη ύπαρξη, που την καταδίκασε ο Θεός να εργάζεται αυτή για να βασανιζόμαστε εμείς. Τρομερόν! Πρόκειται για την… «δεσποινίς Ταμία» όλων εν γένει των καταστημάτων, από στιλβωτηρίου μέχρις αδαμαντοπωλείου.
Ποιος δεν ξέρει την ώμορφη «Ταμία» ή «Πωλήτρια» και ποιος δεν μπήκε σε μαγαζιά και δεν ψώνισε για πρόσχημα κάτι, έτσι μόνο και μόνο για να την δη και να τον δη; Δεν βαριέσθε όμως, η δεσποινίς Ταμίας στέκεται στο ύψος του «γκισσέ» της και αν κατά το ελάχιστον «καψώση» από τα πυροφλεγή βλέμματα των πελατών, μπορεί να κάνη αέρα στο πρόσωπό της με μια βεντάλια από πεντοχιλιάρικα! Δεν είναι δικά της. Και τι σημασία έχει αυτό; Πολλές φορές μπορούσαν να είναι δικά της κι αυτά και η καρδιά του καταστηματάρχου, αν βέβαια το ήθελε… Αλλά δυστυχώς και γι’ αυτόν και για… όλους μας, αν το ταμείον της δεν είναι ενίοτε εν τάξει απολύτως, η «σκληρότης» της δεν παρουσιάζει ποτέ… έλλειμμα, αλλά πλεόνασμα.
Αυτή είναι η Ταμίας. Χάρις σ’ αυτήν μια γραβάτα ντεμοντέ μοσχοπουλιέται για μοντέρνα. Χάρις σ’ αυτήν το χαλασμένο τυρί, ο ξερός ταραμάς κι οι λυωμένες σαρδέλλες γίνονται «πρώτης ποιότητας» και για χατήρι της καταστρέφουμε τα καινούρια παπούτσια μας, από τα πολλά γυαλίσματα όταν ο διάβολος το φέρη να εργάζεται σε στιλβωτήριο.
Η ωραία Ταμίας είναι ο βωβός ύμνος κάθε αμφιβόλου ποιότητος εμπορεύματος και ένα από τα ακαταμάχητα επιχειρήματα του εμπόρου, που μας πείθει επί τέλους να ψωνίσουμε.
Του συνεργάτου μας Νίκου Ρούτσου