Λένε δύο Ψυχολόγοι που μιλούν στο «Θ» για την παιδική παραβατικότητα
Όλο και περισσότερα είναι το τελευταίο διάστημα τα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων, με το σχολικό περιβάλλον να αποτελεί πλέον σχεδόν μόνιμο «πεδίο δράσης».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έκανε γνωστά το προηγούμενο διάστημα η ΕΛΑΣ, το πρώτο ενιάμηνο του 2024 σημειώθηκε αύξηση κατά 42% στη βία ανηλίκων, συγκριτικά με το ίδιο διάστημα πέρσι.
Ακόμα και σε επίπεδο Μεσσηνίας, πρόσφατα καταγράφηκαν περιστατικά με παραβατικές συμπεριφορές μεταξύ ανηλίκων.
Για να τεθεί το φαινόμενο στην πραγματική του διάσταση οι ψυχολόγοι Μαρία Ρισβάνη και Ανδριάνα Κακαλέτρη, που δραστηριοποιούνται στην Καλαμάτα, μιλούν στο «Θάρρος» για αυτό, το ρόλο της οικογένειας, αλλά και τις διαφορές της σημερινής κοινωνίας σε σχέση με εκείνες παλαιότερων χρόνων.
-Βλέπουμε το τελευταίο διάστημα να βγαίνουν στην επιφάνεια ολοένα και περισσότερα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων σε πανελλαδικό επίπεδο. Θεωρείτε ότι αυτή είναι η πραγματικότητα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας;
Η βία μεταξύ ανηλίκων έχει, πράγματι, αυξηθεί. Δεν είναι κάτι το οποίο βρίσκεται στα ίδια δεδομένα με παλαιότερα, και σίγουρα έχει αυξηθεί από την καραντίνα και μετά. Από το 2020 κι έπειτα δε, είδαμε ότι έχει αλλάξει κατά πολύ όλο το κοινωνικό σύνολο. Έκτοτε υπήρξε ένα γενικότερο φαινόμενο παραβατικότητας, και κατά συνέπεια αυτό πέρασε και στα παιδιά.
-Ποιος ο ρόλος της οικογένειας και πώς τελικά όλο αυτό επιμερίζεται σε ολόκληρη την κοινωνία;
Η οικογένεια παίζει τεράστιο ρόλο σε όλο αυτό. Το οικογενειακό κομμάτι παίζει σημαντικό ρόλο, γιατί υπάρχουν πάρα πολύ έντονοι ρυθμοί. Οι γονείς δεν αφιερώνουν ουσιαστικό χρόνο στα παιδιά. Υπάρχει έντονα η συναισθηματική αποστασιοποίηση, με αποτέλεσμα να μην εκφράζονται τα ίδια τα παιδιά στους γονείς και οι γονείς δε δείχνουν κατανόηση προς τα παιδιά.
Επίσης, κάτι που έχει αλλάξει πάρα πολύ είναι και το φαινόμενο ότι τα παιδιά έχουν πλέον πάρα πολλά ερεθίσματα, τα οποία ίσως δεν μπορούν να φιλτράρουν, και οι γονείς δεν αφιερώνουν τον κατάλληλο χρόνο για να μπορέσουν να τους εξηγήσουν.
Για παράδειγμα, η σημερινή ραγδαία εξάπλωση της τραπ μουσικής εκφέρει συνέχεια, κυρίως, στους εφήβους τη βία, τα ναρκωτικά, την εργαλειοποίηση των γυναικών και γενικά αναφέρεται σε μια πολύ παραβατική συμπεριφορά, η οποία παρουσιάζεται ως «σωστή» με έναν τρόπο στα παιδιά. Άρα, το πιο σημαντικό είναι ότι χρειάζεται περισσότερος ποιοτικός χρόνος των παιδιών με τους γονείς.
Όσον αφορά στο κομμάτι της τραπ μουσικής, αξίζει να αναφερθεί ότι τα παιδιά μπαίνουν στη διαδικασία να ταυτιστούν με το τραγούδι ή τον καλλιτέχνη, ο οποίος καλλιτέχνης παρουσιάζει σε πολλές περιπτώσεις ένα προφίλ «θύτη». Οπότε υπάρχει μια ταύτιση, η οποία όντως είναι άκριτη, γιατί λειτουργεί ως αυθεντία στις νεαρές ηλικίες.
-Άρα, σημαντικό ρόλο, ίσως και το μεγαλύτερο, έχει η εισπήδηση της τεχνολογίας στη ζωή, ακόμα και των παιδιών;
Είναι η οικογένεια σε συνδυασμό με την τεχνολογία. Η τεχνολογία από μόνη της δεν είναι κακή. Το ζήτημα είναι ότι υπάρχει άφιλτρα μια παροχή πληροφοριών, ακόμα και το γεγονός ότι τα ΜΜΕ μιλούν συνεχώς για περιστατικά βίας, κάτι με το οποίο τα παιδιά έρχονται σε επαφή, χωρίς όμως να υπάρχουν φίλτρα για να κατανοήσουν τι είναι αλήθεια και τι όχι. Μπαίνοντας από πολύ μικρή ηλικία μέσα σε αυτό, φτιάχνουν ουσιαστικά μια νόρμα.
-Θα λέγατε ότι το διαδίκτυο παίρνει διαστάσεις μιας «παράλληλης ταυτότητας και πραγματικότητας» για τα παιδιά και τους εφήβους;
Σίγουρα, και δεν τα βοηθάει. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μόνο το τι βλέπουν τα παιδιά. Ούτως ή άλλως, θα έρθουν κάποια στιγμή σε επαφή και με την τραπ, όπως και με πολλά άλλα που προτρέπουν σε παραβατικές συμπεριφορές. Δε θεωρώ ότι πρέπει να απαγορεύεται, γιατί πολλοί γονείς τείνουν να είναι είτε πολύ ελαστικοί με τα όριά τους είτε πολύ αυταρχικοί και αυστηροί.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δε χρειάζεται να μπαίνουμε απαραίτητα σε μια διαδικασία να ακυρώνουμε κάτι, αλλά να δημιουργούμε μια κριτική ικανότητα, ώστε να κρίνει το παιδί εάν αυτό που βλέπει ή ακούει είναι σωστό ή λάθος. Να χτίζεται έτσι και μια επικοινωνία με το παιδί, ώστε αργότερα εάν προκύψει οποιοδήποτε ζήτημα, να μπορέσει να το επικοινωνήσει κιόλας.
-Πώς φτάνει όλο αυτό να γίνεται στάση ζωής, αλλά και τι εκτιμάτε ότι έχει αλλάξει συγκριτικά με παλαιότερα;
Σίγουρα η πανδημία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ίσως από εδώ και πέρα αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πόσο έχει επηρεάσει τις ζωές μας. Το άγχος έχει μπει σε μια μόνιμη βάση σε όλους τους ρόλους στην οικογένεια: οι γονείς είναι αγχωμένοι γιατί πρέπει να τα προλάβουν όλα, οικονομικά πρέπει να είναι εντάξει σε όλα, ενώ το παιδί από την άλλη πρέπει να κοινωνικοποιείται και να έχει δραστηριότητες. Προσπαθώντας να ισορροπήσουν μέσα σε όλα αυτά, πολλές φορές δε γίνεται εφικτή η ιδανική σχέση μεταξύ τους.
Ταυτόχρονα, ένα σημαντικό κομμάτι που έχει αλλάξει, συγκριτικά με παλαιότερα, είναι ότι μεγαλώνουμε παιδιά σε μια εποχή που έχουμε πολλή πληροφορία για το πώς να είμαστε γονείς. Έτσι υπάρχει μια τεράστια ενοχή κι ένα άγχος για το πώς να τα κάνουμε όλα σωστά. Γι’ αυτό συχνά δεν μπαίνουν όρια στα παιδιά ή υπάρχουν πολύ ελαστικά όρια, με αποτέλεσμα πολλές φορές εκείνα να γίνονται πολύ χειριστικά. Έτσι με έναν τρόπο ο γονέας δεν είναι γονέας. Επομένως, «πατάνε» σε αυτό τα παιδιά και αρχίζουν να έχουν διαφορετική συμπεριφορά.
-Θα λέγατε, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο, μιας και αναφερθήκατε στις επιπτώσεις της πανδημίας;
Θα λέγαμε ότι, επειδή εστιάζουμε κυρίως στα παιδιά, αυτό που θα έπρεπε να αλλάξει είναι να εστιάσουμε κυρίως στους ενήλικες και τους γονείς, εξετάζοντας πάλι το αξιακό μας κομμάτι. Νομίζουμε ότι λίγο κάπου έχουμε χαθεί εμείς.
-Το προηγούμενο διάστημα είδαμε κάποια μέτρα από την Πολιτεία, τα οποία, όπως φάνηκε, ήταν σε επίπεδο καταστολής της βίας μεταξύ των ανηλίκων και όχι πρόληψής της, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Θεωρείτε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση;
Η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει λίγο στη νοοτροπία του «πονάει χέρι, κόβει χέρι». Προφανώς χρειάζεται ευαισθητοποίηση, όπως επίσης χρειάζεται συνεργασία μεταξύ γονέων, εκπαιδευτικών, ειδικών και Πολιτείας συνολικά.
Από την άλλη, παρουσιάζεται κι ένα άλλο, επίσης σημαντικό, ζήτημα των γονιών: ότι οι γονείς είναι σε μια κατάσταση που ακυρώνουν οποιονδήποτε εκπαιδευτικό, είτε αυτός είναι ο διευθυντής είτε είναι ο δάσκαλος. Οπότε, κι αυτό δε βοηθάει, ακόμη κι αν ο εκπαιδευτικός έχει κάθε καλή διάθεση ή να θέλει και η Πολιτεία να βοηθήσει. Αυτό σημαίνει ότι όταν οι γονείς δε συνεργάζονται σε οποιονδήποτε βαθμό, τότε δεν είναι εύκολο να υπάρξει πρόοδος σε οτιδήποτε.
Επομένως, ναι, θα έπρεπε να υπάρχουν μέτρα ευαισθητοποίησης και περισσότερης κατανόησης. Φυσικά, το φαινόμενο δε θα εξαλειφθεί ποτέ πλήρως, γιατί υπήρχε πάντοτε, όμως μπορεί να βοηθήσει στη σημαντική μείωση των σημερινών περιστατικών παραβατικότητας. Όσον αφορά δε, στα μέτρα, δε θεωρούμε ότι είναι βοηθητικά γύρω από αυτό το ζήτημα.
Ίσα ίσα που με έναν τρόπο η επιβολή αυστηρότητας κατά αυτό τον τρόπο μπορεί να φέρει πιο έντονη βία.
-Τι θα λέγατε, όμως, για την άποψη που επικρατεί ότι παλαιότερα ένα μεγάλο ποσοστό οικογενειών συνήθιζαν να είναι πιο αυταρχικές, αλλά και τη συσχέτιση αυτής της νοοτροπίας με την ύπαρξη παραβατικών συμπεριφορών μεταξύ ανηλίκων;
Αυτό είναι αλήθεια, όμως η διαφορά της σημερινής εποχής με κάποια χρόνια παλιότερα έγκειται στο ότι παλιότερα υπήρχε ένα ξεκάθαρο αξιακό σύστημα. Ο σεβασμός πολλές φορές απαιτούνταν με λανθασμένο τρόπο, αλλά έβαζαν στα παιδιά την έννοια του να σέβονται κάποια πράγματα, να σέβονται το δάσκαλο, το γονιό, το συνάνθρωπο. Τώρα, χάνεται αυτό.
Προφανώς, δε θέλουμε να γυρίσουμε πίσω και να επιβάλλουμε το σεβασμό, αλλά θέλουμε να διδάσκουμε στα παιδιά την κατανόηση, την ενσυναίσθηση, το σεβασμό προς το συνάνθρωπο, το σεβασμό προς τον ενήλικα, τα οποία κάπου χάνονται! Από την άλλη πλευρά, ως προς τις συνέπειες, το κομμάτι του σπιτιού έχει κυρίαρχο ρόλο, αφού πρέπει και τα παιδιά να ξέρουν τι συνέπεια έχει κάθε μία τους συμπεριφορά: τι συνέπεια έχει να προκαλέσω bullying σ’ ένα παιδί.
Της Χριστίνας Μανδρώνη