Έρευνα για ΑμεΑ στην Πελοπόννησο: Έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού


Μαζί με τις μεγάλες λίστες αναμονής τα μεγαλύτερα προβλήματα στην υγεία

Η έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, οι μεγάλες λίστες αναμονής, καθώς και η μετακίνηση προς μεγαλύτερα αστικά κέντρα, είναι τα σημαντικότερα εμπόδια στην Πελοπόννησο τα οποία αναφέρθηκαν στη μεγάλη πανελλαδική έρευνα που πραγματοποίησε το Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ).

Με αφορμή τη φετινή 3η Δεκέμβρη, Εθνική και Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία που ήταν αφιερωμένη στην υγεία, η ΕΣΑμεΑ ρίχνει φως στα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ΑμεΑ και τα μέλη των οικογενειών τους στα θέματα υγείας.

Σε αυτό το πλαίσιο, εκπρόσωποί τους πραγματοποιούν συναντήσεις με τους διοικητές των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας, καταθέτοντας τα συμπεράσματα της έρευνας, καθώς και τα συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια.

Αντιπροσωπεία, δε, της ΕΣΑμεΑ συναντήθηκε προχθές και με το διοικητή της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πελοποννήσου, Ηπείρου, Ιονίων Νήσων και Δυτικής Ελλάδας στην Πάτρα.

Υπηρεσίες υγείας
Η πανελλαδική έρευνα με τίτλο «Πρόσβαση στην υγεία των ατόμων με αναπηρία ή/και χρόνιες και σπάνιες παθήσεις» είναι η πρώτη ολοκληρωμένη για την υγεία και τα δικαιώματα των ατόμων από όλες τις κατηγορίες αναπηρίας και χρονίων παθήσεων.

Οι συμμετέχουσες και συμμετέχοντες εξέφρασαν τη γνώμη τους και κατέθεσαν τη σημαντική εμπειρία τους στη σχέση τους με τις υπηρεσίες και τις δομές υγείας της χώρας.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 31% των ατόμων με αναπηρία/χρόνια/σπάνια πάθηση αντιμετώπισαν μεγάλη δυσκολία στο να λάβουν τις υπηρεσίες υγείας που χρειάστηκαν τα τελευταία δύο χρόνια. Το 43% των ατόμων αυτών βρέθηκε να στερείται αναγκαίας οδοντιατρικής φροντίδας, το 40% χρειάστηκε διαγνωστικές εξετάσεις που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει και το 39,5% δεν είχε πρόσβαση τουλάχιστον μία φορά σε αναγκαία ιατρική εξέταση ή θεραπεία κατά τα τελευταία δύο χρόνια.

Σημαντικό τμήμα των ΑμεΑ αναφέρουν ότι στερήθηκαν τουλάχιστον μία φορά φάρμακα ή άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα (34%), υπηρεσίες αποκατάστασης (33%) και υπηρεσίες ψυχικής υγείας (30%).

Η διερεύνηση των εμποδίων ως προς την κάλυψη των ανεκπλήρωτων αναγκών υγείας ανέδειξε την υψηλή οικονομική επιβάρυνση ως το βασικότερο λόγο σε όλες τις κατηγορίες αναγκών που διερευνήθηκαν. Τα άτομα που στερήθηκαν αναγκαία ιατρική εξέταση ή θεραπεία τουλάχιστον μια φορά κατά τα τελευταία δύο χρόνια αναφέρουν σε ποσοστό 68,3% την οικονομική επιβάρυνση/ανεπαρκή ασφαλιστική κάλυψη, σε ποσοστό 34,8% τη μεγάλη λίστα αναμονής και σε ποσοστό 22% τη μη διαθεσιμότητα εξειδικευμένου γιατρού για την αναγκαία εξέταση ή θεραπεία.

Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, το υψηλό ποσοστό ΑμεΑ που αναφέρει ως βασικό λόγο ανικανοποίητων αναγκών σε διαγνωστικές εξετάσεις ή προληπτικούς ελέγχους τη μεγάλη λίστα αναμονής (44%), καθώς και η σημαντική συχνότητα αναφοράς της «έλλειψης διαθεσιμότητας σε φάρμακα», που ανέρχεται σε 51% των ατόμων, που αναφέρουν ότι έχουν ανικανοποίητες ανάγκες σε φάρμακα ή άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα που έχουν συστηθεί από γιατρό.

Πρόσβαση σε δομές υγείας
Το 78% των ερωτηθέντων απαντά ότι έχει μειώσει δαπάνες για την κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης, όπως δαπάνες για τρόφιμα ή ρούχα, ώστε να καλύψει τις ανελαστικές ανάγκες υγείας του. Το ποσοστό ατόμων με σοβαρή οικονομική επιβάρυνση από το κόστος της υγείας σε βάρος βασικών αναγκών διαβίωσης σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα με το επίπεδο του εισοδήματος, καθώς και είναι αυξημένο στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες.

Αναφορικά με τις δημόσιες δομές υγείας, μόνο οι 3 στους 10 ερωτηθέντες χαρακτηρίζουν ως καλό ή πολύ καλό το επίπεδο προσβασιμότητας, ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά αρνητικών κρίσεων για το επίπεδο προσβασιμότητας των δημόσιων νοσοκομείων καταγράφηκαν στα άτομα με εγκεφαλική παράλυση, σπάνιες παθήσεις, νευρολογικά νοσήματα, ρευματικά νοσήματα, τύφλωση, νευρομυικές παθήσεις και κινητική αναπηρία.

Η γενική αξιολόγηση της προσβασιμότητας στις δομές υγείας, είτε είναι δημόσιες είτε ιδιωτικές, ανέδειξε τα παρακάτω ευρήματα:

•Το 44,6% των ΑμεΑ απαντά ότι αντιμετωπίζει συνήθως «κάποια δυσκολία» να μετακινούνται από και προς δομές και υπηρεσίες υγείας, προκειμένου να λάβουν κάποια αναγκαία φροντίδα, ενώ το 23% αναφέρει «μεγάλη δυσκολία».

•Η μεγάλη απόσταση που έχει η κατοικία από τις υπηρεσίες υγείας αναδεικνύεται σε πρώτο βασικό εμπόδιο για τη μετάβαση στις δομές υγείας στις αγροτικές περιοχές και στις ημιαστικές περιοχές, ενώ στις αστικές διαπιστώθηκε υψηλότερο ποσοστό δυσκολίας στη στάθμευση κατά τη διάρκεια της επίσκεψης κοντά στον πάροχο υπηρεσιών υγείας.

Τα εμπόδια προσβασιμότητας κατά την επίσκεψη σε δομές και εγκαταστάσεις υγείας αφορούν κατά φθίνουσα συχνότητα αναφοράς «μεγάλης δυσκολίας ή αδυναμίας» σε:

•Χρήση των χώρων προσωπικής υγιεινής: Το 23,4% του δείγματος και οι 5 στους 10 που έχουν εγκεφαλική παράλυση (53,2%) ή νευρομυικές παθήσεις (45,7%) δυσκολεύονται πολύ ή και αδυνατούν να κάνουν χρήση των χώρων προσωπικής υγιεινής των δομών υγείας. Μεγάλα ποσοστά ατόμων με νευρολογικά νοσήματα, κινητική αναπηρία, επίσης, αντιμετωπίζουν σημαντική δυσκολία στη χρήση των χώρων αυτών.

•Είσοδο στο κτήριο ή στην άνοδο σε όροφο (ράμπες και ανελκυστήρες): Το 19,6% του δείγματος και τα 4 στα 10 άτομα με εγκεφαλική παράλυση, νευρολογικά νοσήματα, κινητική αναπηρία ή νευρομυικές παθήσεις, αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία ή αδυνατούν πλήρως να εισέλθουν στο κτήριο ή να ανέβουν στον όροφο που απαιτείται για να λάβουν την αναγκαία υπηρεσία υγείας.

•Κίνηση και προσανατολισμός μέσα στο κτήριο (οπτικοακουστική σήμανση/ βοήθεια κ.ά.: Το 16,2% του δείγματος και οι μισοί ερωτώμενοι με αναπηρία όρασης αναφέρουν μεγάλη δυσκολία ή αδυναμία να κινηθούν και να προσανατολιστούν μέσα στο κτήριο και ακολουθούν με σημαντικά υψηλές συχνότητες αναφοράς τα άτομα με εγκεφαλική παράλυση και τα άτομα με νοητική αναπηρία.

•Λήψη εξυπηρέτησης, βοήθειας και πληροφόρησης σε γλώσσα και μορφή που μπορούν να κατανοήσουν (Μεγάλη δυσκολία ή αδυναμία: 12,9% επί του δείγματος). Σημαντικά και ιδιαίτερα υψηλά είναι τα ποσοστά των ατόμων με κώφωση (40,1%) ή με νοητική αναπηρία (34%) που αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία ή αδυναμία να λάβουν εξυπηρέτηση, βοήθεια και πληροφόρηση σε γλώσσα και μορφή που μπορούν να κατανοήσουν ανά κατηγορία αναπηρίας/πάθησης. Ακολουθούν σε συχνότητα αναφοράς οι κατηγορίες των ατόμων με εγκεφαλική παράλυση, τύφλωση και ψυχική αναπηρία/διαταραχές/δυσκολίες.

Αξιολόγηση
Η γενική εικόνα που προκύπτει από τις αξιολογήσεις των διαφόρων κατηγοριών παροχών και υπηρεσιών του ΕΟΠΥΥ καταδεικνύει χαμηλά ποσοστά ικανοποίησης στην πλειονότητα των παραμέτρων που αξιολογήθηκαν.

Ο γενικός μέσος όρος αξιολόγησης των παροχών και υπηρεσιών του ΕΟΠΥΥ βρίσκεται στο 5,2/10. Το μεγαλύτερο βαθμό ικανοποίησης έλαβε η «φαρμακευτική περίθαλψη» με 6,36/10, ακολουθεί ο βαθμός ικανοποίησης από τις παρεχόμενες διαγνωστικές εξετάσεις με 5,93/10, η νοσοκομειακή περίθαλψη με 5,36/10 και έπεται η πρωτοβάθμια περίθαλψη με 5,2/10.

Η μέση τιμή αξιολόγησης για το σύνολο των παραμέτρων της νοσοκομειακής περίθαλψης που αξιολογήθηκαν είναι το 4,7/10. Ο θετικότερος βαθμός ικανοποίησης εκφράστηκε για την παράμετρο που αφορά στην αντιμετώπιση από το προσωπικό, με τρόπο που να σέβεται την αξιοπρέπεια, την ατομικότητα και την ιδιωτικότητα των νοσηλευόμενων, με μέση βαθμολογία 6,34/10.

Καθόλου ή ελάχιστα ικανοποιημένοι βρέθηκαν να είναι οι συμμετέχοντες ιδιαίτερα από:

•Το χρόνο αναμονής στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), με το 56,5% να εκφράζει ικανοποίηση από 1 έως 3

•Την επάρκεια ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, με το 55% να εκφράζει ικανοποίηση από 1 έως 3

•Την επάρκεια υλικού φροντίδας νοσηλευομένων ασθενών (κλινοσκεπάσματα κ.λπ.) (48,4% βαθμός ικανοποίησης από 1 έως 3).

Το 71,1% των συμμετεχόντων/ουσών στην έρευνα δηλώνουν ότι έχουν υπαχθεί στο θεσμό του προσωπικού/οικογενειακού γιατρού, ενώ δεν έχει υπαχθεί το 28,2%. Σημαντικό εύρημα, όμως, είναι ότι σε ορισμένες κατηγορίες αναπηρίας η κατανομή αυτή διαφοροποιείται. Ειδικότερα, σχεδόν τα μισά άτομα με εγκεφαλική παράλυση (45,6%) και το 36% των ατόμων με νοητική αναπηρία δεν έχουν υπαχθεί στο θεσμό.

Βασικό εύρημα αποτελεί ότι η μεγάλη πλειονότητα των ερωτώμενων, 78,1%, κάνει συστηματική χρήση της άυλης συνταγογράφησης και, επίσης, εκφράζει υψηλό βαθμό ικανοποίησης από την εν λόγω υπηρεσία. Ωστόσο, τα άτομα με αναπηρία βρέθηκε ότι χρησιμοποιούν λιγότερο συχνά ή και καθόλου την άυλη συνταγογράφηση σε σύγκριση με την ομάδα των ατόμων που αναφέρει μόνο χρόνιες παθήσεις, ενώ 3 στα 10 άτομα με νοητική αναπηρία δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ την άυλη συνταγογράφηση.

Το ποσοστό των ΑμεΑ που έχουν αισθανθεί τουλάχιστον μια φορά -κατά τα τελευταία 2 χρόνια- ότι αντιμετώπισαν αρνητική διακριτική μεταχείριση, λόγω των ατομικών τους χαρακτηριστικών όταν χρειάστηκε να αναζητήσουν/λάβουν ιατρική φροντίδα/περίθαλψη, υπολογίστηκε σε 36,4% του δείγματος. Σημαντικά υψηλότερες συχνότητες σε βιώματα διάκρισης καταγράφονται στα άτομα με εγκεφαλική παράλυση, σπάνιες παθήσεις, κώφωση, νευρομυικές παθήσεις, ψυχική αναπηρία και νευρολογικά νοσήματα.

Ειδικά για την Πελοπόννησο τα στοιχεία δείχνουν ότι στην Περιφέρειά μας υπάρχουν οι υψηλότερες συχνότητες αναφοράς στη μεγάλη λίστα αναμονής. Επίσης, το Βόρειο Αιγαίο καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστών πολιτών με αναπηρία/χρόνια /σπάνια πάθηση, σχεδόν διπλάσιο από το γενικό ποσοστό, που αναφέρουν έλλειψη σε εξειδικευμένους γιατρούς ως βασικό εμπόδιο για την κάλυψη των αναγκών υγείας τους (42,1%) και ακολουθεί η Πελοπόννησος με 37%.

Της Βίκυς Βετουλάκη