«Τα Είκοσι Δεύτερα είναι αρκετά για να πάρουμε τις πιο ανατρεπτικές αποφάσεις της ζωής μας»…
Οκτώ χρόνια μετά τα «Πονέματα Ψυχής» η Παναγιώτα Αντωνακοπούλου επέστρεψε φέτος εκδοτικά με τη δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Είκοσι δεύτερα». Καταξιωμένη πλέον στο χώρο της ποίησης, μέσα από διακρίσεις, συμμετοχή σε διάφορες δράσεις και εκδηλώσεις (όπως η συνεργασία με το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Καλαμάτας) και, φυσικά, ασταμάτητο γράψιμο, πριν από λίγο καιρό είχε την ικανοποίηση να λάβει ένα ξεχωριστό «παράσημο». «Τα βιβλία σου ήταν μια εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη για μένα. Περιέχουν ώριμη ποίηση. Είναι ολοφάνερο το ταλέντο σου. Καταθέτω την εκτίμησή μου και σε ευχαριστώ για την πνευματική απόλαυση που μου χάρισες…» της έγραψε ο αγαπημένος μουσικός και τραγουδιστής Χάρης Κατσιμίχας, και σίγουρα πρόκειται για μια ξεχωριστή τιμητική αναγνώριση.
Με αφορμή τα «Είκοσι Δεύτερα», το «Θ» είχε την ευκαιρία για μια εξομολογητική συνέντευξη με την Παναγιώτα Αντωνακοπούλου, η οποία -η αλήθεια είναι ότι – δεν έχει κι άλλον τρόπο να μιλάει και να γράφει…
-Πώς φτάσαμε από τα «Πονέματα ψυχής» στα «Είκοσι δεύτερα»; Σε τι αναφέρεται ο τίτλος και τι περιλαμβάνει;
Φτάσαμε με νηνεμία και ειρήνη… Τα είκοσι δευτερόλεπτα είναι η στιγμή της συμπερασματικής αναζήτησης, ξεπερνώντας το εμπόδιο του πόνου και ο χρόνος αποτελεί την Αχίλλειο πτέρνα του άγχους. Μας πανικοβάλλει, περικυκλώνοντας την ύπαρξη σε ένα φαύλο κύκλο θλίψης και στασιμότητας. Σκέψεις όπως: “Έχω καιρό ακόμα”, “Πέρασαν τα χρόνια”, “Άργησα”, “Λίγες μέρες παραπάνω”, “Τι απέμεινε;”, “Στην ηλικία μου” μας καθηλώνουν.
Ο χρόνος, για τον καθένα, μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα: όρια, μέτρα, χρέη, ζωές, λεπτά, στιγμές ή ακόμα και θανάτους. Μπορεί να είναι ρουτίνα, επανάληψη, έκρηξη ή επανάσταση. Φυλακή και ελευθερία. Δεσμά και επιλογή. Ματαιοδοξία και ταπεινοφροσύνη. Αναβολή και στοιχειό. Πιστεύω πλέον ότι 20 δευτερόλεπτα είναι αρκετά για να πάρουμε τις πιο ανατρεπτικές και σημαντικές αποφάσεις της ζωής μας. Το έργο αυτό περιλαμβάνει ποιήματα που περιστρέφονται γύρω από αυτές τις σκέψεις.
Παράλληλα, θεωρώ ότι τα δύο πρώτα μου βιβλία αποτελούν το πρώτο βήμα για να υποδεχθώ το επόμενο, που θα επισφραγίζει την αρχική μου απόφαση: να μοιραστώ τις σκέψεις μου με τους συνανθρώπους μου μέσα από τη συγγραφή.
-Τι χρειάζεται να προσέξει ο αναγνώστης περιπλανώμενος στις σελίδες της ποιητικής σου συλλογής;
Ο αναγνώστης καλό θα ήταν να αφήσει το συναίσθημά του να παρασυρθεί, ώστε να κατανοήσει τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά του. Δε χρειάζεται ερμηνεία, κριτική ή φασαρία. Να μην προσέξει τίποτε. Να εμπιστευτεί, άλλοτε το άγγιγμα και άλλοτε το μούδιασμα των λέξεων. Καμιά φορά οι λέξεις μπορεί να είναι τρυφερές και κοφτερές ταυτόχρονα. Να δεχτεί το μοίρασμα με την καρδιά του. Αυτό. Τίποτα περισσότερο.
-Διάλεξέ μας ένα μικρό απόσπασμα…
“…Το καρφί φοβάται τον Σταυρό
και η ζωή το ψέμα.
Ο προδομένος την αυγή.
Θέλει πείσμα η αρετή
στο φως να εκτιναχθεί.
Γιατί ο έρωτας αδημονεί το χάδι,
μα η ψυχή το άγγιγμα…”.
-Τι συνέβη όταν ο Χάρης Κατσιμίχας διάβασε τα βιβλία σου;
Πριν από πολύ καιρό, μέσα από τις δυσκολίες και τα πονέματα, ένας αγαπημένος μου άνθρωπος επέμενε να δώσει τα γραπτά μου στον κ. Κατσιμίχα, μιας και τυχαίνει να είναι παιδικοί φίλοι. Συχνάζουν ακόμη και σήμερα στο ίδιο καφέ, έπειτα από 40 χρόνια.
Εγώ, πάντα δύσπιστος σαν τον Θωμά, θεωρούσα πως ήταν απλώς λόγια του αέρα. Όταν κυκλοφόρησαν τα “Είκοσι Δεύτερα”, πήρε την πρωτοβουλία και του χάρισε και τα δυο μου βιβλία. Κάπου εκεί πήρα θάρρος και του έστειλα μια επιστολή με ένα χαιρετισμό. “Ποτέ δεν ξέρεις…”, σκέφτηκα και λίγες μέρες αργότερα έλαβα μήνυμα από εκείνον!
Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να διαχειριστώ τη χαρά μου. Παρόλο που μιλήσαμε και στο τηλέφωνο, μου φαίνεται ακόμη σαν ένα παιδικό όνειρο στη σφαίρα της μαγείας. Νιώθω συγκινημένη κάθε φορά που αναφέρομαι σε αυτό, γιατί με ταξιδεύει πίσω στα εφηβικά μου χρόνια. Με τις κασέτες στα walkman, το ραδιόφωνο που παλεύαμε πώς και πώς να πιάσουμε FM στο χωριό, και με τα προγράμματα της ΕΡΤ, τότε που η ιδιωτική τηλεόραση ήταν ακόμη στα σκαριά της. Με στιχάκια στα λευκώματα, βόλτες στις καλοκαιρινές νύχτες και τρανζιστοράκια να παίζουν τις “Ανόητες Αγάπες”, το “Φιλαράκι” της Βόσσου, τα “Χρόνια Πολλά” του Βασίλη και τόσες άλλες υπέροχες στιγμές της εποχής εκείνης.
Ζω ένα εφηβικό μου όνειρο, κι αυτό δεν μπορεί να μου το στερήσει κανείς. Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να σταματάμε να ονειρευόμαστε ούτε να πάψουμε να πιστεύουμε σε αυτά. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Μέχρι τότε, απλώς ονειρευόμαστε στο δικό μας ουρανό, με οδηγό το αστέρι της ψυχής μας.
-Τι τροφοδοτεί το ποιητικό σύμπαν της Παναγιώτας Αντωνακοπούλου;
Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Αντρέ Μπρετόν: “Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση”. Νομίζω πως ο ιδρυτής του υπερρεαλισμού έχει στοχεύσει κατευθείαν στο κέντρο του σύμπαντός μου.
Αναμφίβολα, είμαι ένας χαρακτήρας με πολλά, πάρα πολλά ελαττώματα. Η αναζήτηση μέσα στα δικά μου λάθη, ανησυχίες, ταραχές και συναισθήματα με οδηγεί σε μια κατευναστική κατάσταση που με φέρνει πιο κοντά στην ειλικρινή και, πάνω απ’ όλα, ανθρώπινη προσέγγιση. Η ψυχολογική σύγχυση, πολλές φορές, είναι το «φαΐ» που τροφοδοτεί τη δημιουργία.
-Πόσο δύσκολο είναι για την Παναγιώτα να μετουσιώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της σε γραφή;
Στην αρχή ήταν περίεργα δύσκολο. Υποτίθεται πως όσο διεισδύεις στην τέχνη, τόσο πιο επώδυνη και περίπλοκη γίνεται. Είναι μια ιδιότροπη και ιδιαίτερη έκρηξη που απαιτεί αγώνα, ώστε να μπορέσεις να διαχειριστείς όλα αυτά που νιώθεις. Ξέρεις πόσες πολλές σκέψεις έχουμε, που δεν τολμήσαμε ποτέ να παραδεχτούμε; Η τέχνη είναι ένας τρόπος να συστηθείς από την αρχή και να ανακαλύψεις την ύπαρξή σου. Πρέπει να την προσεγγίσεις με σεβασμό και ειλικρίνεια. Μετά, όλα γίνονται πιο κατανοητά και ευκολότερα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν “καρφιά” που μου “κάθονται στο λαιμό”, ιδίως όταν σχετίζονται με βία, πόλεμο, πείνα και δυστυχία.
-Τι σε αφήνει ικανοποιημένη στο τέλος της γραφής και τι δείχνει το δρόμο προς την έκδοση;
Κάθε φορά που τελειώνω ένα γραπτό, έχω την αίσθηση πως δεν είμαι μόνη, και αυτό είναι πολύ καταπραϋντικό. Νομίζω πως νιώθω περισσότερο ανακουφισμένη, παρά ικανοποιημένη. Με διακατέχει μια ανασφάλεια που δεν μπορώ να εξηγήσω. Χαίρομαι, όμως, που είμαι τολμηρή και μοιράζομαι ένα κομμάτι του εαυτού μου μέσα από τα γραπτά μου.
Το βήμα για την έκδοση ήρθε στη σωστή στιγμή. Στα «Πονέματα» ήταν ο παρορμητισμός του “μπορώ να το κάνω!”. Στα «Είκοσι δεύτερα» ήταν η συμμετοχή στο project «Ο Ποιητής μου» με το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας και ένα συνονθύλευμα συγκυριών.
-Πες μας για αυτήν τη συνεργασία με το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας.
Ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, με το κάλεσμα μιας μαθήτριας. Την πρώτη φορά που βρέθηκα στο χώρο, υποτίθεται πως έπρεπε να τους μιλήσω για την ποίηση και την πορεία μου μέχρι τότε. Μιλώντας και συζητώντας με αυτούς τους ανθρώπους, όταν ήρθε η ώρα να ανέβω στο βήμα, δεν ήξερα τι να τους πω… Για την πορεία μου; Για τα βραβεία μου; Ποιος νοιάζεται για τους τίτλους, άλλωστε;
Συγκινήθηκα τόσο βαθιά από την ψυχική δύναμη αυτών των μαθητών, που ένιωσα πολύ “μικρή” μπροστά στο ύψιστο ανάστημά τους και τη θέλησή τους. Το σχολείο αυτό αποτελεί ένα τεράστιο παράδειγμα προς μίμηση. Με το “ποτέ δεν είναι αργά”, έδωσα την υπόσχεση πως θα βρίσκομαι μαζί τους με όλη μου την καρδιά.
Την περασμένη χρονιά ολοκληρώσαμε τον Ποιητή μας, παρουσιάσαμε τη νέα ποιητική συλλογή μου, «Είκοσι Δεύτερα», μαζί με το ΣΑΕ Καλαμάτας, και τώρα σχεδιάζουμε το επόμενο project.
-Με τι άλλα δημιουργικά και δημόσια ασχολείσαι;
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να κάτσω σε ησυχία. Δε χωράω πουθενά, ξέροντας πως μπορούμε να προσφέρουμε, όσο μπορεί ο καθένας μας, σε μια καθημερινότητα όπου η σιωπή χρειάζεται γροθιά για να ταρακουνήσουμε, κατά δύναμιν, έστω λιγάκι, τον κόσμο που ζούμε. Ας είναι έστω ένας μικρός ψίθυρος στα χείλη της ελπίδας. Πολλοί ψίθυροι μαζί σπάνε τη σιωπή. Βυθιζόμαστε σε ένα απύθμενο θράσος της κτηνωδίας, και αυτό θέλει αγώνα για να πάψει να μας καταπίνει. Θα μου πεις: μέσω της τέχνης; Με ό,τι μπορεί ο καθένας μας.
Φέτος συμμετέχω και πάλι στο θεατρικό εργαστήρι της πόλης μου, το Μορφωτικό Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κυπαρισσίας “Κλαυσίγελος”, μαθαίνω για την προσπάθεια της ομάδας γυναικών Τριφυλίας, παιδεύομαι με κάποιους στίχους. Εργάζομαι καθημερινά, παρόλα αυτά απολαμβάνω την οικογένειά μου, γιατί ποτέ δε χορταίνω ό,τι αγαπώ.
-Τι άλλο γράφεις αυτό τον καιρό; Υπάρχει κάτι άλλο προς έκδοση;
Όχι, δεν υπάρχει προς έκδοση για την ώρα, τουλάχιστον. Υλικό υπάρχει, όμως για να φτάσει στο τυπογραφείο, χρειάζεται ακόμη δρόμος που πρέπει να διανύσω. Νομίζω, όμως, πως “Το Κεντρί της Νιότης”, ένα ποίημα που έγραψα πρόσφατα, θα είναι ο πυρήνας του επόμενου βιβλίου μου. Θα ήθελα να δω εκτυπωμένο και το «Σελίδα Μιας Ημέρας». Είναι ποιητικά κείμενα που βασίζονται στις σκέψεις της καθημερινότητάς μου. Ίσως καταφέρω να ολοκληρώσω και ένα θεατρικό. Δεν ξέρω, αλλά και πάλι, τι σημασία έχει; Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Αυτές τις μέρες έχω να φροντίσω την αγάπη πρωτίστως. Καλές γιορτές να έχουμε, λοιπόν.
—
Σχετικά με τα «Είκοσι δεύτερα»
Η Παναγιώτα Αντωνακοπούλου πετυχαίνει με αυτή την ποιητική συλλογή να «προβληματίσει και να δώσει λύσεις ταυτόχρονα». Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης θα βρεθεί με όλα τα ζητήματα που θα τον οδηγήσουν να ψάξει βαθιά μέσα του. Με γλώσσα σύγχρονη και ταυτόχρονα να πατάει στις βαθιές της ρίζες, ένα μείγμα που δεν αφήνει τον αναγνώστη ασυγκίνητο. Το βιβλίο από το εξώφυλλο μέχρι το μέσα ενδεδυμένο με εικόνες συναισθηματικά ικανές να αναδείξουν το περιεχόμενο. Ασπρόμαυρες ρομαντικές εικόνες και ταυτόχρονα δυνατές από “χέρια” ευαίσθητα και εξώφυλλο φτιαγμένο από χέρια νεαρά, δίνοντας ρυθμό εποχής. Μια προσεγμένη ποιητική συλλογή που υπόσχεται να μην αφήσει ασυγκίνητο τον αναγνώστη και να τον κάνει να αναρωτιέται τι είναι τα “Είκοσι Δεύτερα”…
Τα «Είκοσι Δεύτερα» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Flisvos».
Επιμέλεια κειμένου-μορφοποίηση: Κυριάκος Παπαδόπουλος, Κατερίνα Γεμελιάρη
Φωτογραφικό υλικό: Παύλος Κωνσταντινίδης, Σούλα Φράγκου
Παιδική ζωγραφιά: Ελευθερία Μουρατίδου
Το έργο που κοσμεί το εξώφυλλο είναι ζωγραφιά της Φωτεινής Τασιοπούλου.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη