Παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα μέτρα πολιτικής που εξαγγέλλονται στην προσπάθεια του επιτελικού κράτους να προσεγγίσει όλες τις κοινωνικές ομάδες που, μέσω της πολυσυλλεκτικότητας του κομματικού μας συστήματος, θα μπορούσαν να ανασχέσουν την πολιτική φθορά ή και να αναπληρώσουν τις απώλειες που έχουν δημιουργηθεί κατά την πολυετή παραμονή στη διακυβέρνηση.
Φαίνεται ότι ένα μεγάλο τμήμα των κατώτερων εισοδηματικά τάξεων έχει προσεγγιστεί μέσω των μέτρων επιδοματικής πολιτικής ή των αυξήσεων του κατώτατου μισθού ή της μειωμένης άμεσης φορολογίας, αλλά αυτό δεν επαρκεί αριθμητικά για την επαναφορά σε ποσοστά αυτοδυναμίας.
Με σχετικά ικανοποιημένο και το μεγαλύτερο μέρος των ανώτερων τάξεων, που έχουν ευνοηθεί και από τις προκηρύξεις των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι πολιτικές στοχεύσεις εστιάζουν στη μεσαία, που όμως δεν έχει ομοιόμορφο χαρακτήρα, τουλάχιστον σε σχέση με τα εισοδήματα, αλλά και τον τρόπο ζωής.
Διακρίνω δύο, σχεδόν ομογενοποιημένες, ομάδες που απαρτίζουν τη μεσαία τάξη. Την πρώτη, την κατώτερη, που την αποτελούν άτομα με σταθερά εισοδήματα, από μισθούς, συντάξεις, ενοίκια και άλλες σταθερές μορφές εισοδήματος και τη δεύτερη, την ανώτερη, που την αποτελούν οι υπόλοιποι, συνήθως άτομα με μεγαλύτερης τάξης μεγέθους εισοδήματα, εμφανή ή αφανή. Η τελευταία ομάδα έχει με ποικίλους τρόπους ενισχυθεί οικονομικά μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων που προβλέπουν σημαντική ύλη για την αποκόμιση εισοδημάτων από διευρυμένες κοινωνικές ομάδες, των οποίων προωθούν τα δικαιώματα σε πολλά πεδία κοινωνικής δραστηριοποίησης, όπως το Κτηματολόγιο και οι συναφείς δασικές υποθέσεις, υποθέσεις αστικού δικαίου, υποθέσεις υγειονομικού χαρακτήρα και άλλες.
Απομένει η κατώτερη μεσαία τάξη, για την οποία δεν έχουν καταγραφεί μέτρα πολιτικής που να την ευνοούν ή, έστω, να την ανακουφίζουν από τη μείωση της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων των μελών της. Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα άτομα που τη συναπαρτίζουν υφίστανται μειώσεις εισοδημάτων, λόγω του πληθωρισμού που ενισχύεται από τις σπατάλες των νεοπλουτίστικών κοινωνικών ομάδων, των μεγάλων ανατιμήσεων λόγω του ολιγοπωλιακού χαρακτήρα σημαντικού αριθμού εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων, της έμμεσης φορολογίας, αλλά και των επιβαρύνσεων που δημιουργούνται από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που προαναφέρθηκαν και ευνοούν την ανώτερη μεσαία τάξη.
Θα σημειώσω, όχι με τη μορφή παραπόνου, αλλά ως απλή διαπίστωση, ότι τα περισσότερα μέλη αυτής της τάξης δεν μπορούν καν να… φοροδιαφύγουν, δεδομένου ότι φορολογούνται στην πηγή του εισοδήματός τους.
Φαίνεται ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου έχουν εντοπιστεί από το στενό πολιτικό επιτελείο και έχουν αντιστοιχηθεί με τις απώλειες στην εκλογική βάση, ιδιαίτερα σε εκείνους που έχουν μετακινηθεί στη λεγόμενη από τους δημοσκόπους «γκρίζα ζώνη», δηλαδή αυτούς που δε δηλώνουν προτίμηση σε κάποιο κόμμα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ατόμων αυτής της κατηγορίας, αυτό σημαίνει δυσαρέσκεια από κάποιες από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές αλλά όχι μέχρι του σημείου να προσελκυστούν από άλλες πολιτικές προτάσεις, ίσως γιατί δεν έχουν ακόμα σχηματοποιηθεί ή δεν έχουν αποτελέσει ολοκληρωμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης. Οι πολίτες αυτής της κατηγορίας κατανοούν τα γενικότερα κυβερνητικά μέτρα, αλλά αμφισβητούν τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Αναγνωρίζουν τη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων, αλλά θεωρούν ότι ακόμα υπάρχουν σημαντικές ανισότητες στη φορολογική μεταχείριση των πολιτών, που είναι αναντίστοιχη με τις συνταγματικές επιταγές. Κατανοούν, επίσης, ότι το πολιτικό σύστημα είναι πολυσυλλεκτικό και επιδιώκει την προσέλκυση ψηφοφόρων από όλες τις πολιτικές ομάδες, αλλά επικρίνουν τις υπερβάλλουσες κρατικές εποπτικές ανοχές σε επαγγελματικές δραστηριότητες πολυπληθών κοινωνικών ομάδων.
Με βάση τη σχετική πολιτική ρευστότητα που έχει διαμορφωθεί, κληρονομιά του 2024, κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές. Μέχρι τότε, για να επανατοποθετηθεί το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών της «γκρίζας ζώνης», τουλάχιστον εκείνων που θεωρούν ότι εντάσσονται εισοδηματικά στην κατώτερη μεσαία τάξη, δεν αρκεί η διαρροή κυβερνητικών προθέσεων για λήψη προσεχώς μέτρων, όπως οι δικαιότερες κλίμακες φορολόγησης εισοδημάτων, ή η άρση των παρακρατήσεων στους μισθωτούς και συνταξιούχους που επιβλήθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων.
Σε συνδυασμό με την αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της επιτυχούς μέχρι τώρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, χρειάζεται και η, σε σύντομο χρόνο, μετατόπιση από την εξαγγελία στην υλοποίηση αυτών των προθέσεων.
Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα