«Πολλές από τις αλλαγές που είδαμε στα χρόνια της κρίσης ήταν προάγγελος μιας νέας πραγματικότητας που ήρθε για να μείνει»
Ο Καλαματιανός συνταγματολόγος, Απόστολος Βλαχογιάννης, παρουσιάζει το νέο του βιβλίο «Το Σύνταγμα στη νέα ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση: Τάσεις και αλλοιώσεις του εθνικού συνταγματισμού»
Eurogroup, EKT, ESM, τρόικα, λέξεις και όροι πρωτόγνωροι μέχρι πριν από δέκα χρόνια, απέκτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθημερινότητα όλων των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης. Καθώς, όμως, αφήνουμε δειλά δειλά το «σκόπελο» της κρίσης στο παρελθόν, αρκετές από αυτές, όπως φαίνεται, «ήρθαν για να μείνουν». Η κανονικότητα στην οποία ευελπιστούμε όλοι οι Έλληνες να επιστρέψουμε θα είναι ίδια με το 2008, πριν ξεκινήσει η κρίση; Ή πλέον έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή, όπου η κανονικότητα δε θα έχει καμία σχέση με αυτή που γνωρίζαμε;
Όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν πεδίο επιστημονικής έρευνας για τον Καλαματιανό νομικό Απόστολο Βλαχογιάννη. Χάρις στις σπουδές του στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και ιδίως την ενασχόλησή του με το Συνταγματικό Δίκαιο, το οποίο είναι και το κατεξοχήν ερευνητικό του αντικείμενο, «γεννήθηκε» το βιβλίο με τίτλο «Το Σύνταγμα στη νέα ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση: Τάσεις και αλλοιώσεις του εθνικού συνταγματισμού». Περισσότερα, όμως, για αυτό το έργο, για το μέλλον της Ευρώπης όπως προδιαγράφεται, αλλά και το πόσο θα επηρεαστούν τα εθνικά Συντάγματα, μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε στο «Θάρρος», λίγες ημέρες πριν από την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου.
-Πώς πήρες την απόφαση να γράψεις αυτό το βιβλίο;
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών παρακολουθούσα, όπως εξάλλου και οι περισσότεροι συμπολίτες μας πιστεύω, τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, την ψήφιση των λεγόμενων μνημονίων και την εφαρμογή των μέτρων που προέβλεπαν. Ξαφνικά, λέξεις όπως Eurogroup, ΕΚΤ, συμφωνίες χρηματοδοτικής στήριξης, μπήκαν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και έγιναν ευρέως γνωστές. Δεν ήταν, όμως, σαφές από τις δημοσιογραφικές αναλύσεις από πού π.χ. αντλεί την εξουσία του το Eurogroup να παίρνει αποφάσεις για την Ελλάδα ή τι είναι ακριβώς ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Έτσι, αρχικά, από προσωπικό ενδιαφέρον, ξεκίνησα να μελετώ σε μεγαλύτερο βάθος όλες αυτές τις εξελίξεις. Βρέθηκα, λοιπόν, κάποια στιγμή να έχω συγκεντρώσει αρκετό υλικό στα χέρια μου και σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία να ασχοληθώ με αυτά και σε επιστημονικό επίπεδο, αξιοποιώντας τόσο τις σπουδές μου στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο όσο και τις γνώσεις μου στο Συνταγματικό Δίκαιο, το οποίο είναι το κατεξοχήν ερευνητικό μου αντικείμενο. Αυτό που με ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη αυτά τα χρόνια στη χώρα μας, ποιες είναι επιπτώσεις αυτής της ιδιαίτερα έντονης περιόδου στο Σύνταγμά μας και ιδίως να δω ποιες από αυτές τις αλλαγές δεν ήταν παροδικές, αλλά ήρθαν για να μείνουν.
-Αναλύοντας αυτό που ονομάζεις ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι πλέον έχουμε περάσει στο στάδιο που το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει των εθνικών Συνταγμάτων;
Αυτή η ερώτηση είναι αναμφίβολα ιδιαίτερα σύνθετη. Αρχικά, πρέπει να πω ότι από τη σκοπιά του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το θέμα θεωρείται λυμένο προ πολλού. Από τη σκοπιά του εθνικού Συντάγματος, όμως, η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου δε γίνεται εύκολα δεκτή. Το ζήτημα αυτό προκαλεί συχνά συγκρούσεις και καταλήγει να λύνεται πάντα στην πράξη εν όψει συγκεκριμένων υποθέσεων. Είναι, πάντως, γεγονός ότι, από την κρίση και έπειτα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο εφαρμόζεται στον τομέα της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής με αρκετά πιο αυστηρό τρόπο απ’ ό,τι στο παρελθόν και με μεγαλύτερη ένταση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να εμπλέκονται εφεξής όλο και περισσότερο στη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ποια θα είναι η φορολογική πολιτική των κρατών μελών, πώς θα αντιμετωπίσουν το έλλειμμά τους, πώς θα μειωθεί η ανεργία κ.λπ. Συνεπώς, το ζήτημα της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου αποκτά εδώ άλλες διαστάσεις, καθώς πρόκειται για ένα πεδίο ιδιαίτερα ευαίσθητο για την εθνική κυριαρχία των κρατών. Το ίδιο θα γινόταν, π.χ., αν το Ευρωπαϊκό Δίκαιο επενέβαινε με αντίστοιχο τρόπο στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής άμυνας ή στην εξωτερική πολιτική.
-Ενστερνίζεσαι τη λογική ότι για να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να πάμε σε «περισσότερη» Ευρώπη; Είναι κάτι τέτοιο αναπόφευκτο να συμβεί;
Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου αντιπαρατάσσω από τη μία το σύνθημα «θέλουμε περισσότερη Ευρώπη» και από την άλλη το «θέλουμε το εθνικό κράτος να παραμείνει ισχυρό». Το πρώτο σύνθημα, καλώς ή κακώς, έχει συνδυαστεί μέχρι τώρα με μια υπέρμετρα αισιόδοξη προσέγγιση. Πρόκειται για τη λεγόμενη «θεωρία του ποδηλάτου», σύμφωνα με την οποία άπαξ και κάποιος αρχίσει να κάνει ποδήλατο, πρέπει να συνεχίζει διαρκώς, για να μην πέσει. Αυτή η λογική, όμως, έχει δημιουργήσει ζητήματα νομιμοποίησης και ίσως είναι και μια από τις αιτίες της ανόδου του λαϊκισμού πανευρωπαϊκά. Το κράτος χάνει σημαντικές αρμοδιότητες άσκησης ουσιαστικής πολιτικής, οι οποίες μεταφέρονται σε μια Ευρώπη, η οποία δεν είναι ακόμα επαρκώς δημοκρατικά νομιμοποιημένη, παρά τα θετικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Αυτό φαίνεται και από το ότι όσες φορές έγινε μια «στάση», για να δούμε αν οι λαοί της Ευρώπης συμφωνούν με όσα έχουν συμβεί ή πρόκειται να συμβούν, η απάντηση δυστυχώς ήταν τις περισσότερες φορές αρνητική. Το είδαμε χαρακτηριστικά στα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα το 2005. Έτσι, τις περισσότερες φορές η ευρωπαϊκή ενοποίηση προχωρά με μικρά βήματα, περίπου στα κρυφά, λύνοντας πρωτίστως τεχνικά ζητήματα. Αυτό αποτυπώνεται στην πρόσφατη δημιουργία της λεγόμενης τραπεζικής ένωσης, η οποία παρότι είναι εξαιρετικά σημαντική, δεν είναι γνωστή στο ευρύ κοινό. Ωστόσο, και πάλι αυτή η προσέγγιση έχει φτάσει στα όριά της, γιατί μέσα στην κρίση έγινε κατανοητό ότι η Ευρώπη παίζει έναν αφανή αλλά καθοριστικό ρόλο σε μια σειρά πολιτικών ζητημάτων.
-Είναι αυτό που λέμε «ναι μεν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη αλλά και τι Ευρώπη θέλουμε;»…
Αυτή είναι μια πολύ εύστοχη παρατήρηση. Θα δώσω ένα παράδειγμα πάνω σε αυτό. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 τέθηκαν κάποια αριθμητικά όρια και στόχοι σχετικά με το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος των κρατών μελών. Οι στόχοι αυτοί δεν έχουν επί της ουσίας αλλάξει από τότε. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η διαδικασία ελέγχου των κρατών, που έχει γίνει πολύ πιο αυστηρή σε σχέση με το παρελθόν. Η λογική της ΟΝΕ, που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ήταν ότι η νομισματική πολιτική παραχωρείται πλήρως στην Ευρώπη, αλλά η οικονομική πολιτική παραμένει στα κράτη μέλη. Αυτό σημαίνει ότι ένα κράτος είναι ελεύθερο να ασκεί την πολιτική του, αλλά υφίσταται και τις συνέπειες αυτής, δηλαδή χρεοκοπεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και των υπόλοιπων κρατών που δοκιμάστηκαν από την κρίση, φάνηκε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, καθώς οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Αποφασίστηκε έτσι να αλλάξει η δομή της ΟΝΕ και να διασώζονται εφεξής τα κράτη. Το αντίτιμο, βέβαια, ήταν όχι μόνο τα μέτρα που έπρεπε να λάβει κάθε κράτος ξεχωριστά, προκειμένου να λάβει την αναγκαία χρηματοδοτική βοήθεια, αλλά και ο προληπτικός έλεγχος των οικονομικών πολιτικών όλων των κρατών, για να αποτραπούν εγκαίρως τα όποια «ατυχήματα». Αυτή ακριβώς είναι η έννοια της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Η Επιτροπή πλέον ελέγχει τον προϋπολογισμό, πριν καν ψηφιστεί από το εθνικό Κοινοβούλιο. Ελέγχει τις κρατικές δαπάνες, παρακολουθεί την πορεία των εσόδων και παρεμβαίνει όπου βλέπει αστοχίες. Αυτό έγινε, εξάλλου, και πριν από λίγο καιρό στην Ιταλία, η οποία τελικά, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, στο τέλος συμμορφώθηκε. Όλο αυτό, όμως, παρότι εντάσσεται στη λογική της ευρωπαϊκής ενοποίησης και έχει ήδη εγκριθεί από τα κράτη μέλη, δημιουργεί, όταν επιτέλους εφαρμόζεται στην πράξη, ένα τέτοιο αποτέλεσμα που δεν είναι εύκολο να το «καταπιούν» οι ευρωπαϊκοί λαοί. Και φυσικά, δεν αναφέρομαι μόνο στην Ελλάδα, καθώς αντιδράσεις υπάρχουν σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία.
-Έχεις ζήσει στο εξωτερικό, αρκετά χρόνια στη Γαλλία… Πρόσφατα εκεί υπήρχαν μεγάλες συγκεντρώσεις με τα «κίτρινα γιλέκα». Μήπως, τελικά, αυτό που επιχειρείται για «περισσότερη Ευρώπη» οδηγήσει στα αντίθετα αποτελέσματα;
Ήμουν πριν από λίγες μέρες στο Παρίσι και τα κίτρινα γιλέκα συνεχίζουν εκεί τις πορείες, που συχνά καταλήγουν και σε βίαια επεισόδια. Σαφώς, μία από τις αιτίες της ανόδου του λαϊκισμού, όπως είπα και πριν, είναι η αίσθηση απώλειας της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Τα κράτη χάνουν ευαίσθητες αρμοδιότητες, οι οποίες μεταφέρονται σε μια Ευρώπη, η οποία στα μάτια των λαών δεν είναι αυτή που τους εκπροσωπεί. Κάνει ο Μακρόν παροχές για να κατευνάσει το κίνημα των κίτρινων γιλέκων και αμέσως βγαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και η Γερμανία, και λένε ότι οι παροχές αυτές θα τεθούν στο μικροσκόπιο, για να ελεγχθεί κατά πόσον απειλούν τα δημοσιονομικά της Γαλλίας. Ο Γάλλος πολίτης που τα διαβάζει αυτά ποιον θεωρεί, τελικά, υπεύθυνο για την πολιτική που ασκείται, για τους φόρους που πληρώνει ή για τις παροχές που έχει ή δεν έχει; Μάλλον κανέναν, και αυτό συντελεί στο να αισθάνεται ότι κανείς δεν τον εκπροσωπεί τελικά και τον οδηγεί στο να αντιδρά εν τέλει, ακόμα και με σπασμωδικό τρόπο. Προσέξτε, όμως, και την άλλη όψη του ζητήματος, που καταλήγει σε μια σχεδόν σχιζοφρενική προσέγγιση. Κατηγορούμε την Ευρώπη για έλλειψη αλληλεγγύης και κάθε φορά που πάει να κάνει, έστω και δειλά, βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, την κατηγορούμε ταυτόχρονα ως αντιδημοκρατική.
-Για να υπάρξει, τελικά, κοινή οικονομική πολιτική, μήπως χρειάζεται και κοινή ευρωπαϊκή διακυβέρνηση; Είναι κάτι τέτοιο εφικτό;
Τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν προς τα εκεί, γιατί όντως χωρίς περισσότερη πολιτική ενοποίηση, δεν μπορεί να υπάρξει κοινή οικονομική πολιτική, η οποία είναι πλέον αναγκαία. Στις ευρωεκλογές του 2014 είχαμε μια σημαντική εξέλιξη, καθώς τα ευρωπαϊκά κόμματα παρουσίασαν τους υποψηφίους τους και τα προγράμματά τους. Έτσι, οι Ευρωπαίοι πολίτες γνώριζαν ότι ψηφίζουν για να αναδείξουν επί της ουσίας τον επόμενο πρόεδρο της Επιτροπής. Δυστυχώς, αυτό δεν επαναλήφθηκε στις ευρωεκλογές του 2019. Πάντως, σκεφτείτε πόσο περισσότερο ενδιαφέρονται οι Έλληνες πολίτες για τις ευρωεκλογές, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, πόσο καταλαβαίνουν τη διαφορά ανάμεσα στο να νικήσουν οι σοσιαλιστές ή οι συντηρητικοί ή ακόμα πόσοι γνωρίζουν το όνομα του διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό δείχνει μια σημαντική μετατόπιση πολιτικού ενδιαφέροντος προς την Ευρώπη.
-Τι γνώμη έχεις για τις ευρωπαϊκές διαστάσεις του προσφυγικού/μεταναστευτικού φαινομένου; Ποιος είναι ο ρόλος της Ευρώπης;
Αναμφίβολα, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο σημείο τριβής και το θέμα που ήδη ξεσηκώνει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις είναι το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Εκεί η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποκτήσει σημαντικές αρμοδιότητες, που συνδέονται π.χ. με την πολιτική ασύλου, την πολιτική ασφάλειας και επιτήρησης των συνόρων. Θα είναι στο μέλλον σίγουρα το κύριο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ κρατών και Ένωσης. Ήδη κάποια εθνικά συνταγματικά δικαστήρια προωθούν την έννοια της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας ως αντίβαρο στις πολιτικές της Ένωσης, είτε σε οικονομικό επίπεδο είτε ως προς το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Η ίδια, δηλαδή, προβληματική που υπάρχει τώρα στα οικονομικά, μεταφέρεται σιγά σιγά και εδώ. Τολμώ, όμως, να κάνω μια πρόβλεψη. Με τον ίδιο τρόπο που η οικονομική κρίση στάθηκε η αφορμή για να υπάρξει μια στενότερη οικονομική ένωση μεταξύ των κρατών, η προσφυγική/μεταναστευτική κρίση μπορεί να σταθεί αφορμή για μεγαλύτερη ενοποίηση στον τομέα της ασφάλειας και των εξωτερικών σχέσεων.
-Στο βιβλίο σου έχεις καταλήξει αν όλα αυτά που εφαρμόστηκαν ήταν ένα «προάγγελος» του μέλλοντος ή ήταν μια «παρένθεση» για όσο χρονικό διάστημα διήρκησε η κρίση;
Σε ένα μεγάλο βαθμό, και αυτή εξάλλου είναι μία από τις βασικές θέσεις του βιβλίου, πολλά από αυτά που εφαρμόστηκαν ήταν απλά προάγγελος μιας νέας πραγματικότητας που ήρθε για να μείνει. Για να δώσω ένα παράδειγμα, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της ΕΛΣΤΑΤ και όλων των εθνικών στατιστικών αρχών εν γένει συνιστά πλέον κομβικό στοιχείο της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Το ίδιο ισχύει και για τις διαδικασίες τήρησης των δημοσιονομικών στόχων, μέρος των οποίων αποτελούν και οι περίφημες «αξιολογήσεις». Μέσω της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, που ισχύει για όλες τις χώρες, οι οικονομίες όλων των κρατών μελών παρακολουθούνται τακτικά και στενά. Η περίπτωση της Ιταλίας το αποδεικνύει περίτρανα.
-Εσύ, ως νέος άνθρωπος, που έχεις ζήσει αρκετά χρόνια στην Ευρώπη, πώς πιστεύεις ότι θα είναι η Ευρώπη του μέλλοντος, ιδίως εν όψει του Brexit;
Πάντα ήμουν, και το δηλώνω ευθαρσώς, φιλοευρωπαίος. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι διακατέχομαι από μια ακραία αισιοδοξία, με αποτέλεσμα να βλέπω ότι όλα πάνε καλά. Η σελίδα της οικονομικής κρίσης φαίνεται να έκλεισε πλέον, αλλά οι προκλήσεις παραμένουν και εντείνονται. Το Brexit ήταν αρχικά ένα πλήγμα στην ενότητα της Ευρώπης, αλλά μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να σταθεί και ευκαιρία για μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του τι μας προσφέρει η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως, αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι η αμφισβήτηση εκ των έσω. Μιλάω για την άνοδο του λαϊκισμού, αλλά και την ισχυροποίηση ευρωσκεπτικιστικών κυβερνήσεων που δυσχεραίνουν το έργο της Ευρώπης και καθιστούν τη δράση της αναποτελεσματική. Πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν βήματα προς τον εκδημοκρατισμό της λειτουργίας της Ένωσης και την ενίσχυση του κοινωνικού προφίλ της, το οποίο επλήγη ιδιαίτερα εν μέσω της κρίσης. Όμως, το να αλλάξει η Ευρώπη παρεκκλίνοντας από τις θεμελιώδεις αξίες της σε ζητήματα δικαιωμάτων και κράτους δικαίου είναι κάτι που σίγουρα δε με βρίσκει σύμφωνο.
-Το βιβλίο σου απευθύνεται αποκλειστικά σε νομικούς ή μπορεί να το διαβάσουν και απλοί άνθρωποι;
Είναι αλήθεια ότι το βιβλίο είναι καταρχήν επιστημονικό. Θέλω, όμως, να ελπίζω ότι και απλοί πολίτες μπορούν να βρουν σε αυτό απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχόλησαν όλους μας κατά την διάρκεια της κρίσης.
Του Κώστα Γαζούλη
*Ο Απόστολος Βλαχογιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές και τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο στη Νομική Σχολή Αθηνών και συνέχισε την ακαδημαϊκή του πορεία στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Pantheon-AssasParisII, όπου πραγματοποίησε περαιτέρω μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία του Δικαίου. Στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής με υποτροφία του Γαλλικού Κράτους στο Πανεπιστήμιο Pantheon-AssasParis II, μετέβη στη Βοστώνη ως Επισκέπτης Ερευνητής στο Harvard Law School. Το 2011 ολοκλήρωσε τη διατριβή του, η οποία κυκλοφορεί στα γαλλικά στις εκδόσεις Classiques Garnier με τον τίτλο «Το ζωντανό Σύνταγμα: Οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και το Σύνταγμα». Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο των Βερσαλλιών και έγινε δεκτός για τη θέση λέκτορα σε γαλλικά πανεπιστήμια. Εργάζεται ως επιστημονικός συνεργάτης στο Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Βασικό ερευνητικό αντικείμενό του είναι το Συνταγματικό Δίκαιο. Έχει συγγράψει τρία βιβλία και έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε νομικά περιοδικά, ενώ συχνά συμμετέχει ως ομιλητής σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Σάκκουλα το νέο του βιβλίο με τίτλο «Το Σύνταγμα στη νέα ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση: Τάσεις και αλλοιώσεις του εθνικού συνταγματισμού».
***
ΣΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΑΘΗΝΩΝ
Εκδήλωση και συζήτηση γύρω από το βιβλίο του Απόστολου Βλαχογιάννη στις 14 Οκτωβρίου
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Α. Βλαχογιάννη «Το Σύνταγμα στη νέα ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση – Τάσεις και αλλοιώσεις του εθνικού συνταγματισμού» (εκδ. Σάκκουλα, 2018), το «Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου» διοργανώνει ανοικτή εκδήλωση με θέμα: «Το Σύνταγμα μετά την κρίση – Οι προκλήσεις της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης» τη Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου, και ώρα 18.00, στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (Ακαδημίας 60)
Ομιλητές στην εκδήλωση θα είναι οι:
Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου
Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου
Εμμανουέλα-Ρεβέκκα Παπαδοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Απόστολος Βλαχογιάννης, διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου.
Τη συζήτηση θα συντονίσει η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.