«ΘΑΡΡΟΣ» 9 Ιουλίου 1938: Κομμάτια από τη ζωή υπό τη ματιά του Νούλη Ντόλιου

«ΘΑΡΡΟΣ» 9 Ιουλίου 1938: Κομμάτια από τη ζωή υπό τη ματιά του Νούλη Ντόλιου

Ο λαουτζίκος… Ο καϋμένος, πόσο λιτά διασκεδάζει!

Δεν έχει «στίλβοντα» και καλοχτενισμένα μαλλιά, ούτε λευκό θερινό κουστούμι, με μεταξωτό πουκάμισο, για να πάρη τη γρανίτα του στο «Τριανόν» και να ποζάρη στη βιτρίνα του για νεόπλουτος ή και για γαμπρός.

Κι ακόμη, δεν ξαίρει από βαθειές υποκλίσεις, από χειροφιλήματα και σνομπιστικές επιδείξεις για να δρασκελίση την «είσοδο του κινηματογράφου» στις «κοσμικές πρώτες» και να θαυμάση τα «ρολάκια» ή τις μπούκλες της ανόητης ντεμουζέλας της πρεμιέρας ή της φτιασιδωμένης καθώς πρέπει κυρίας που θέλγεται με το υποσχετικό χαμόγελο του Πιέρ Μπλανσάρ ή το χαδιάρικο βλέμμα του Ζαν Πιέρ Ωμόν.

Α, η ζωή αυτού – του λαουτζίκου μας – είναι αλλιώτικη. Στεγνή, όσο στεγνό είναι και το υποσιτιζόμενο κορμί του. Αυτός αρκείται στην ψυχαγωγία που θα του δώση το Σαββατοκύριακο – γιατί τότε μπορεί να ξεσκάση λίγο – το τραγούδι της Σούλας στην Όασι.

Από νωρίς κατακλύζει το κράσπεδο, ντυμένος με τη φορεσιά της κουρελιάρικης ανωνυμίας, και περιμένει την εμφάνιση της καλής Ντιζέζ. Αν στην τσέπη του «φυσάη» και κανένα ταλληράκι, παίρνει όψη ανθρώπου και θρονιάζεται, σαν πλούσιος, σε κάποιο τραπέζι και… γλεντάει. Έτσι, η Σούλα είναι το γενικό θέμα συζήτησης σ’ όλες τις γειτονιές της φτωχολογιάς. Τα ξανθά μαλλιά της, τα μάτια της που μοιάζουν με διαμαντάκια, η γλυκειά φωνή της, όλα κι από ένα ξεχωριστό θέμα συζήτησης στη ρούγα.

-Είδες ωραία μαλλιά που έχει η Σούλα;

-Θα τα βάψω κι εγώ ξανθά!

-Αμ μάτια;

-Φωνή;

Όλα λοιπόν της Σούλας είναι ωραία για το πλήθος της φτωχολογιάς που βρίσκει στο γλυκό τραγούδι της την απόλαυση της βραδυάς. Ακόμη κι οι τουαλέττες που λανσάρει σε κάθε εμφάνισή της. Τα λαμέ της… Η διαμαντόπετρα του δακτυλιδιού της… Όλα.

Και τα κοριτσόπουλα της ρούγας ποθοπλαντάζουνε τα Σαββατοκύριακα, όταν έπειτα από διασκέδαση μιας – δύο ωρών που την κερδίζουν στο στρίμωγμα και στο τσαλαπάτημα της γαλαρίας, κλείνουν τα μάτια και προσπαθούν να δουν τον εαυτούλη τους με μεταξωτές τουαλέττες, ξανθά μαλλιά και βαρύτιμα μπιζού.

Όσο για τα παλληκάρια… Δεν θα μπορούν να σκεφθούν. Πρωί – πρωί θα τα περιμένη εξαντλητική δουλειά για το ξεροκόμματο. Κι η έννοια αυτή θα τους σκοτώνη κάθε σκέψη. Σε κάτι τέτοιες στιγμές η Σούλα θα βρυκολακιάζη στη φαντασία τους και θα γίνεται η ερινύα της ζωής που θα ξανάβη τους καϋμούς για όσες χαρές δεν μπορούν να ζήσουν, για όσες κοσμικές πρεμιέρες των κινηματογράφων δεν μπορούν ν’ απολαύσουν.

Ω, Σούλα, αν ήξαιρες τι κακό κάνεις στη φτωχολογιά της γαλαρίας που σε χειροκροτεί με άδολο ενθουσιασμό τα βράδυα…


ΚΑΤΙΓΚΩ
«ΘΑΡΡΟΣ» 12 Ιουλίου 1938
Την είδατε την Κατίγκω την ντελμπεντέρα να ροβολάη κατά την Αριστομένους μεσ’ τα πέντε μεσημέρια με το – πώς το λέτε, ρε κορίτσα, σεις κείνο το πράμα που βάζετε στις κούτρες σας για να μη σας… καίη ο ήλιος; – μεταξωτό μαντήλι- να το πω τσεμπέρι;- στο πυρόξανθο κεφαλάκι της που την κάνει σωστή κουκλίτσα; Αν δεν την είδατε, χάσατε. Είναι χαριτωμένη η Κατίγκω με το μεταξωτό τσεμπέρι της.

Την είδα χθες και την καμάρωνα ο φίλος –  ο… χαζός θα ’πρεπε να πω! – λες κι είχα μπροστά μου τουλάχιστον καμμιά Τζοκόντα… ζωντανή. Με είδε και κείνη και μου χαμογέλασε πονηρά. Να έτσι… Σα να μου ‘λεγε:

-Τι με κοιτάς, ρε μάπα; Δεν σου γεμίζω το μάτι, δηλαδή;

Αν μου το γεμίζης, Κατίγκω; Και μου το… παραγεμίζεις μάλιστα! Είσαι κορίτσι με τα ούλα σου. Και το σπουδαιότερο; Ασχολείσαι με πολύ σοβαρές υποθέσεις. Παρακολουθείς βήμα το βήμα τη μόδα. Το νομίζεις λίγο αυτό, Κατίγκω; Α, είναι πολύ… πολύ…

Έτσι μιλήσαμε χθες με την Κατίγκω. Όχι, φυσικά με το στόμα, αλλά με τα μάτια. Και ξηγηθήκαμε σπαθί.

Ας είναι. Δεν αστειεύομαι. Η Κατίγκω έκανε μιάν επανάσταση. Και γι’ αυτό τη θαυμάζω. Πάνω από το τσίτινο φορεματάκι της κρέμασεν ένα μεταξωτό μαντήλι. Έγινε κι αυτή σύγχρονη ντεμουαζέλα. Του κουτιού. Η τελευταία λέξη της μόδας, όπως λένε και στα κοσμικά σαλόνια – αν και το τσεμπέρι στο γυναικείο κεφάλι χρονολογείται από την εποχή του… Ναβουχοδονόσορα. Δεν είναι αυτό καθαρή επανάσταση του φτηνού «θηλέου» κατά της φτιασιδωμένης σνομπαρίας της  λεγομένης Αριστοκρατίας – και γι’ αυτό… ακριβής! – που λανσάρει κάθε τόσο και λιγάκι τη μόδα, ανάλογα με τις εκκεντρικές προτιμήσεις της;

Επανάσταση, κύριέ μου, πέρα για πέρα.

Το πεζοδρόμιο της Αριστομένους ούρλιαζε χθες μεσ’ την ντάλα του μεσημεριού:

-Ορίστε και του λόγου της με μαντήλι στο κεφάλι!

-Μα, τι θέλει να μας παραστήση κι αυτή. Την Αριστοκράτισσα;

-Ου, να χαθή το τσόκαρο…

Αχ, ρε Κατίγκω και να σ’ είχα από ένα μέρος ν’ άκουγες το κουσκουσουριό που γινόταν. Όλοι – οι κανάγηδες! – σε πέρασαν «εν στόματι ρομφαίας» όπως λένε κι οι γραμματιζούμενοι. Οι τροχισμένες γλώσσες έδωσαν και πήραν. Πού να τις κάνης καλά τις αφιλότιμες!

Κι ωστόσο εσύ – πέρασες – εαρινό δρολάπι – από τη φαρδειά λεωφόρο, αδιάφορη και σβέλτη, σαν αληθινός επαναστάτης. Τι κι αν πίσω σου μάνιαζεν η λυσσασμένη κακότητα; Τι κι αν οι κυρίες – ή άλλες, του καλού κόσμου οι κυρίες – σε κυττούσαν περιφρονητικά και τα τσιράκια των «εμπορικών» χλευάζανε την επανάστασή σου; Εσύ πέρασες. Και το πέρασμά σου έχει κάποια βαθύτερη σημασία…

Κάτι από την ακατανίκητη δύναμη των καταφρονεμένων που πολλές φορές γκρεμίζει για να περάσουν.


«ΤΣΙΜΠΟΥΡΙΑ»
«ΘΑΡΡΟΣ» 13 Ιουλίου 1938
Προχθές βράδυ ήμουν τυχερός. Αυτή η κακότροπη μέγαιρα – η τύχη – μου έκανε την επίσκεψή της μ’ όλη τη δυνατή επισημότητα, μεταμορφωμένη σε βαρελοειδές γύναιο. Είχα τη… φαεινή ιδέα να κινηματογραφισθώ κι εγώ. Μπήκα στο σινεμά κι άφησα την αθλιότητά μου σε κάποια καρέκλα. Έριξα τη ματιά μου σ’ όλη την «κοσμική συγκέντρωση» του κινηματογράφου κι εφόρμαρα μέσα σε λίγες ρουφηξιές του τσιγάρου μου όλες τις φάτσες της βιτρίνας: Είδα ατσάκιγους κυρίους να φλερτάρουν με ανόητες αλλ’ ωστόσο… σοβαρές ντεμουαζέλες – άλλους να σιγοσφυρίζουν κάποιο ταγκό, κυρίες να κριτικάρουν άλλες… κυρίες, και άλλους να καμαρώνουν σαν νάχαν καταπιεί χίλιες στέκες, σοβαροί, συνωφρυωμένοι, νυσταλέοι… Ας είναι, είδα πολλά.

Όλα τα σημεία έδειχναν ότι θα περνούσα τη βραδυά μου μια χαρά… φουμάροντας. Η τύχη όμως δε με σεκοντάρησε. Και μούστειλε δίπλα μου το απαραίτητο τσιμπούρι και την… παρέα του.

Έχετε την περιέργεια να μάθετε τι εννοώ «τσιμπούρι»; Αμέσως. Μια κυρία βαρύγδουπη. Καθώς πρέπει. Σοβαρή. Την είχα δη κι άλλες φορές στο δρόμο. Κι είχα την εντύπωση ότι από άποψη «περιεχομένου» θα ζύγιζε τουλάχιστον ένα εκατομμύριο οκάδες. Και πώς να μην έχη κανείς τέτοια εντύπωση για μια κυρία που τη βλέπει μπροστά σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής; Στις κοσμικές συγκεντρώσεις της «Λέσχης»; Πρώτη και καλύτερη. Στα χειμερινά τέια και στις μαστίχες προλονζέ του Φιλοπτώχου; Ούτε μια φορά απούσα! Στη λαχειοφόρο αγορά; Μπροστά. Στις διαλέξεις, το ίδιο. Μόνο στις συναυλίες εσημείωνε πού και πού καμιά απουσία, ίσως γιατί το γούστο της δεν σήκωνε τις βαρειές νότες της μουσικής!

Και να την, που λέτε, την κυρά, δίπλα μας στο σινεμά με την παρέα της – ένα άδειο κεφαλάκι κάποιας κομψής και χαριτωμένης κουκλίτσας. Αρχίζει η προβολή της ταινίας. Στο έργο πρωταγωνιστεί ο Πωλ Μιούνι στο ρόλο του Εμίλ Ζολά.

Και η κυρά αρχίζει τη μεγαλόφωνη και ενοχλητική κριτική, λες και ήθελε να μας κάνει γνωστή την παρουσία της!

-Είδες τι κρύος ηθοποιός που είναι αυτός ο Μιούνι, Καίτη;

-Και μένα δε μ’ αρέσει…

-Τι τα θέλεις καϋμένη, μόνον ο Πιέρ Μπλανσάρ γοητεύει…

-Αλήθεια, πρόσεξες το χαμόγελό του;

-Ούουυου! Είναι η συμπάθειά μου!

Και το… δράμα συνεχίζεται στην οθόνη και στην πλατεία. Με το κουβεντολόι είν’ αδύνατο να παρακολουθήση κανείς το έργο. Πίσω μας ένας σοβαρός κύριος μετράει τις βαρειές χάντρες του κομπολογιού του.

-Κρακ… κροκ… κρακ…

Κι η ψιλή κουβέντα της διπλανής φώκιας και της Καίτης συνεχίζεται.

-Ωραίο το καπελάκι της Νανάς…

-Είναι της εποχής… του Λουδοβίκου!

-Πώς το είπες;

-Του Λουδοβίκου, του Βασιλέως της Γαλλίας.

-Αααα!!

Τι της πληρώνεις, κύριέ μου, της φάλαινας;

Πέστε το νευρασθένεια, πέστε το σχιζοφρένεια, πέστε το όπως τέλος πάντων σας αρέσει.

Αμαρτία εξωμολογημένη: Αν μπορούσα να γίνω Καλλιγούλας ή Νέρων το πρώτο που θα έκανα για να ικανοποιήσω σε κάτι τέτοιες στιγμές τη σαδιστική μανία μου, θάταν να υποβάλω σε χίλιους ραβδισμούς όλες αυτές τις μαινάδες των κινηματογράφων!

Παραφροσύνη; Έστω!