Κώστας Καντζιλιέρης: Ρετρό ιστορίες από τους μουσικούς του Ταϋγέτου

Κώστας Καντζιλιέρης: Ρετρό ιστορίες από τους μουσικούς του Ταϋγέτου

Το πολύτιμο και εκτενές ερευνητικό έργο πάνω στη διάσωση παλιών δημοτικών τραγουδιών και μαζί λαογραφικών στοιχείων με επίκεντρο το δυτικό Ταΰγετο, τόπο καταγωγής και του ίδιου του Κώστα Γ. Καντζιλιέρη, ψάχνει ακόμη την πρέπουσα εκδοτική του κιβωτό. Αποσπασματικά, μέρος του υλικού του έχει παρουσιαστεί δημοσίως, όπως είναι κάποιες προφορικές μαρτυρίες από τον μπαρμπα-Κώστα Αλεξανδράκη από τις Πηγές, τον οποίο ο κ. Καντζιλιέρης είχε συναντήσει πριν από 27-28 χρόνια και είχε φιλοξενηθεί σε ένα αφιέρωμα πριν από καιρό στα «Παναλαγονιακά Νέα».

Το «Θ» αναδημοσιεύει τη συγκεκριμένη μεταφορά, όπου ενδιαφέρον έχει ότι εκτός από βιογραφικά στοιχεία και κάποιες ιστορίες που διηγείται ο αείμνηστος μπαρμπα-Κώστας, σκιαγραφούνται το κλίμα και οι συνήθειες παλαιότερων εποχών, μνημονεύονται ονόματα κι άλλων σημαντικών μουσικών της εποχής του, ενώ διατηρούνται και τα γλωσσικά ιδιώματα.

Εισαγωγικά ο Κ. Καντζιλιέρης -ο οποίος είναι βέβαια παράλληλα αγαπημένος τραγουδιστής παραδοσιακών τραγουδιών – αναφέρει: «“Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν σβήνει κανείς ένα κομμάτι από το μέλλον”, μ’ αυτή τη φράση θέλησε ο μεγάλος μας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, να μας θυμίσει το χρέος μας απέναντι στην ιστορία μας, τα ήθη και τα έθιμα μας, τη λαϊκή μας παράδοση γενικότερα. Όλον αυτόν τον αμύθητο θησαυρό που δημιούργησε ο λαός μας μέσα στους αιώνες, από τους Ομηρικούς ακόμα χρόνους. Επιχειρούμε να το κάνουμε πράξη με τη σκέψη πως ίσως προσθέσουμε κι εμείς ένα λιθαράκι, σ’ αυτό που λέγεται “Λαϊκή Παράδοση”. Βεβαίως, ευτυχώς, πριν υπήρξαν και άλλοι συμπατριώτες που έχουν κάνει σπουδαία δουλειά σ’ αυτόν τον τομέα. Όμως, δεν πρέπει να θεωρούμε πως όσες πληροφορίες υπήρχαν γι’ αυτά τα θέματα έχουν εξαντληθεί.

Ο αείμνηστος δάσκαλος, Σίμωνας Καράς, έλεγε ότι όσο και να ψάξει κανείς, όσες πληροφορίες και αν πάρει, πάντα θα υπάρχουν και άλλες. Ακόμα και από τους ίδιους ανθρώπους. Αυτό μας το επιβεβαιώνει και η διάσωση τραγουδιών, τα οποία είχαν ξεχαστεί, παρ’ όλο που δημιουργήθηκαν στην περιοχή μας, όπως το “Σήμερα μέρα τ’ Άι Γιωργιού”, το “Απόψε είδα όνειρο” και άλλα τραγούδια. Καθώς, επίσης, διηγήσεις για γεγονότα ιστορικού και λαογραφικού ενδιαφέροντος. Όλα αυτά θα δημοσιοποιηθούν. Με την ελπίδα, στο μέλλον να αξιοποιηθούν από κάποιους περισσότερο ειδικούς.

Το πρώτο μας ταξίδι ξεκινάει με αναφορές στη μουσική παράδοση της περιοχής μας. Μια περιοχή που έβγαλε πολλούς μουσικούς, οι οποίοι άφησαν εποχή, τόσο στα γύρω χωριά όσο και ευρύτερα. Ένας από αυτούς ήταν ο μπαρμπα-Κώστας ο Αλεξανδράκης. Σπουδαίος κλαριντζής και πολύ σεμνός σαν άνθρωπος. Γεννημένος το 1926 στη μικρή Αναστάσοβα (Πηγές). Το καλοκαίρι του 1998 συναντηθήκαμε και του ζητήσαμε να μας διηγηθεί ό,τι θυμάται σαν μουσικός από ‘κείνα τα χρόνια. Μεταφέρουμε ακριβώς αυτά που μας είπε:

“Γεννήθηκα το 1926 και είμαι 72 χρονών. Η μουσική μού άρεσε πάντα. Από μικρός έπαιζα βιολί. Όταν όμως ήρθε η κατάσταση, και πέρασαν από το χωριό μας οι Γερμανοί, και τα τάγματα ασφαλείας, μαζί με άλλα μου πήραν και το βιολί. Αργότερα το ‘χα στο νου μου να πάρω όταν μπορέσω ένα άλλο, αλλά έπαθα ένα ατύχημα στον δείκτη στο αριστερό χέρι, και δεν μπορούσα να παίξω. Αποφάσισα πια να ασχοληθώ με το κλαρίνο. Έπαιζα αλλά όχι τακτικά, όταν όμως γύρισα από το στρατό, μ’ έπιασε η μανία ν’ ασχοληθώ πιο σοβαρά, κάτι μου ‘λειπε.

Σ’ αυτό βοήθησε και ένα περιστατικό που έγινε στο χωριό σ’ ένα μαγαζί που το είχε ο Γιάννης ο Στρούμπος. Ήταν δύο Ιταλοί, που ο ένας έπαιζε κλαρίνο και ο άλλος έπαιζε κιθάρα. Έπαιξαν κάμποση ώρα. Έπαιζαν τόσο ωραία που εμένα με σημάδεψε. Κάτι έγινε μέσα μου. Πήρα τότε ένα κλαρίνο (ΝΤΟ), αυτά τα μικρά. Ήταν όμως πολύ καλά κλαρίνα, είχαν μέταλλο. Άρχιζα λοιπόν να παίζω λίγο λίγο. Όταν όμως πέθανε ο μακαρίτης ο Παντελής ο Σαραντάς, που έπαιζε ντούμπανο (τον λέγαμε μπάρμπα τότε), με κάλεσε ο κουμπάρος μου ο Τρίγκας (τον είχα στεφανώσει,) να πάω στην ζυγιά τους. Εγώ στο κλαρίνο, ο Κώστας ο Κουτουμάνος (Κοκοτρούπη τόνε ‘λέγαμε) να παίξει βιολί, κι ο κουμπάρος μου ο Τρίγκας να παίξει λαούτο. Από ‘κει και πέρα πια άρχισα κανονικά.

Οργανοπαίχτες είχαμε πολλούς. Θυμήθηκα τον μακαρίτη το γερο-Γιαννάκη ή Γιαννακίνη. Θεοδωρακόπουλος ήταν το επώνυμο. Έπαιζε καραμούζα, όπως ο Βουρλιώτης από του Λαδά. Βγαίνανε κι άλλοι στη δουλειά, όπως ο Μητσώνης από την Αρτεμισία με το τούμπανο. Τον έπαιρνε πολλές φορές ο Τρίγκας. Ο γιός του Βουρλιώτη ο Παναγιώτης, κι αυτός έπαιζε τούμπανο. Είχαμε όμως και μουσικούς από άλλες περιοχές. Θυμάμαι ερχόσαντε από την Καλαμάτα, ο Γκαλιούνης ο Μήτσος, έπαιζε κλαρίνο, ο Καντρονάς ο Νιόνιος (έτσι τον ξέραμε) έπαιζε βιολί. Και ένας Αποστολόπουλος έπαιζε λαβούτο”».

Εδώ, ο Κώστας Καντζιλιέρης σημειώνει: «Για τα δύο τελευταία πρόσωπα μας δίνει περισσότερα στοιχεία ο Σίμωνας Καράς, που το 1963-64 κατέγραφε τραγούδια και μουσικούς της Μεσσηνίας. Μας πληροφορεί για έναν Διονύσιο Παπαδόπουλο (ή Καλονά) του Βασιλείου και της Ανέτας, ετών 76, που έπαιζε βιολί. Όπως και για έναν Γρηγόρη Αποστολόπουλο του Γεωργίου και της Χαρίκλειας, ετών 64, που έπαιζε λαβούτο».

Και η αφήγηση του μπαρμπα-Κώστα Αλεξανδράκη καταλήγει: «Τρία πολύ καλά κλαρίνα που ερχόσαντε από την “πίσω ρίζα”, ήταν ο Σουφλέρης από το Λογγανίκο, ο Γκέκος από την Αλευρού και ο Τσερωτάς ο Σωτήρης από την Σπάρτη. Από την Σπάρτη ήταν και ο Χρίσταρχος που έπαιζε κιθάρα .Ήταν και άλλοι που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Όλα τα χωριά κάνανε ωραία γλέντια και ήσυχα. Ιδιαίτερα οι Λαδιώτες. Αλλά και στην Αρτεμισία ήτανε πεντ’ έξη μερακλήδες, όπως ο κουμπάρος μου ο Λαγόγιαννης, ο Καρνούσκος ο κουρέας, ο Γιώργης ο Καντζιλιέρης, ο Παπαβασιλόπουλος (το Λυκόσκυλο) κι άλλοι.

Θυμάμαι μια φορά με τον Βασίλη τον Μαρκόπουλο και τον Γιώργο, τον γιό του Τρίγκα που έπαιζε λαβούτο, είχαμε πάει τις ελιές στη Θεοτόκο. Γυρίζοντας σταματήσαμε για λίγο στου Κουρόγιαννη. Κουτσοπίναμε και το ρίξαμε στο τραγούδι. Ήρθε λίγο λίγο και γιόμισε το μαγαζί. Κάποιος πετάχτη και μου είπε να πιάσω το κλαρίνο. Το κλαρίνο εγώ το ‘χα στο σπίτι, αφού είχα πάει τις ελιές στο λιοτρίβι. Βρήκανε τη λύση να πάει ένα παιδί να το φέρει. Γυρίζει τότε ο Βασίλης ο Μαρκόπουλος και μου λέει. Κώστα δώστου το μαντήλι σου και το μουλάρι μαζί, για σημάδι. Δε μου λες, το διαλύσαμε το πρωΐ που βγήκε ο ήλιος! Ευτυχώς που έστειλα το μουλάρι πίσω. Ωραίες εποχές, δύσκολες αλλά αθρώπινες».

Τέλος, ο Κώστας Καντζιλιέρης παραθέτει, μαζί με κάποιες υποσημειώσεις, δύο τραγούδια τα οποία είναι καταγεγραμμένα στην περιοχή της Αλαγονίας και περιλαμβάνονται στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» (σελ. 135 με τίτλο «Δημοτικά Τραγούδια» από τις συλλογές Α. ΘΕΡΟΥ-Ν. ΠΟΛΙΤΗ), που κυκλοφόρησε το 1957:

ΤΟΥ ΚΙΟΥΛΚΑ (ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ—ΑΛΑΓΟΝΙΑΣ, 1760)

Φύσα βοριά, φυσά καιρέ, φύσα καλέ μου αγέρα

Φύσα κι αγέρι στα παιδιά, του Κιούλκα του λεβέντη.

Που πολεμά κατάκαμπα, μ’ ούλο το μεσημέρι

Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, με λίγα τα φυσέκια.

Πουλάκι πήγε κι έκατσε, στου Κιούλκα το κεφάλι

Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι.

Μον’ εκελάηδη κι έλεγε, μ’ ανθρώπινη λαλίτσα

Σήκω Κιούλκα και πήγαινε, σήκω Κιούλκα και φεύγε.

Και πάψε και τον πόλεμο, κι αμπόλα και τους σκλάβους.

Γιατί εφτάσαν ο Ντιρ’ Αλής, με δυο με τρεις χιλιάδες.

Όσο είν’ ο Κιούλκας ζωντανός, τους Τούρκους δε φοβάται.

Σημείωση: Στο βιβλίο του Σοφοκλή Δημητρακόπουλου «Ιστορία και Δημοτικό Τραγούδι» (σελ. 66) υπάρχει αναφορά στον Καπετάν Τσούλκα να καυχιέται: «[…] όσο είν’ ο Τσούλκας ζωντανός, τους Τούρκους δεν φοβάται».

Επίσης, στη σελ. 123 αναφέρεται πως ο Τσούλκας καταγόταν από τον Ζυγό της Αιτωλίας και σκοτώθηκε σε μάχη με τουρκικό απόσπασμα, στο Καλούδι Αιτωλίας.

Η ΜΑΓΟΠΟΥΛΑ (ΑΛΑΓΟΝΙΑΣ)

Μαύρα μου χηλιδόνια κι άσπρα μου πουλιά

αυτού ψηλά που πάτε, χαμηλώσετε.

Για να σας δώκω γράμμα για τον τόπο μου

να πάτε της καλής μου και της μάνας μου.

Να μη με παντηχαίνουν και με καρτερούν

τι εμένα με παντρέψαν ‘δω στην ξενιτιά.

Μου δώκαν μαγοπούλα, μάγισσας παιδί

μαγεύει τα καράβια και δεν αρμένουν.

Μαγεύει τις βαρκούλες και δεν περπατούν

μαγεύει τα πουλάκια και δεν πέτουνται.

Με μάγεψε και μένα, δεν μπορώ να ‘ρθω

όντας κινάω για να ‘ρθω, χιόνια και νερά.

Κι όντας γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριά

σελώνω τ’ άλογό μου, ξεσελώνεται.

Φορώ και τ’ άρματά μου, ξεφοραίνουνται.

Σημείωση: Το τραγούδι αυτό της ξενιτιάς το συναντάμε και σε

άλλες περιοχές με το ίδιο θέμα, αλλά με κάποιες διαφορές στο

στίχο.

Της Χριστίνας Ελευθεράκη