Οι θετικές εξελίξεις για δικαστικούς υπαλλήλους της Καλαμάτας που δικαιώνονται όσον αφορά στα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας, συνεχίζονται. Ήδη έχουν δικαιωθεί σε πρώτο και δεύτερο βαθμό πέντε δικαστικοί υπάλληλοι, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και εκκρεμεί η αναίρεση του Δημοσίου στον Άρειο Πάγο.
Η εκδίκαση της έφεσης από το Πρωτοδικείο Καλαμάτας δικαίωσε τους συγκεκριμένους υπαλλήλους, διατάσσοντας το Δημόσιο να καταβάλλει τα επιδόματα που έκρινε ότι δικαιούνται.
Το δρόμο της Δικαιοσύνης έχουν ακολουθήσει και μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι της Καλαμάτας με κατάθεση αγωγής για την καταβολή των δώρων. Άλλωστε, εκκρεμεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η αναίρεση που έχει κατατεθεί κατά της απόφασης που δικαίωνε μόνιμους δικαστικούς υπαλλήλους του Ναυπλίου.
Απόφαση
Η πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας για τους πέντε δικαστικούς υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ήταν από τις πρώτες πανελλαδικά και αποτέλεσε «μπούσουλα» για πολλές άλλες παρόμοιες διεκδικήσεις ανά την Ελλάδα. Σε αυτή, με ένα ιδιαίτερα αναλυτικό και εμπεριστατωμένο σκεπτικό, το Ειρηνοδικείο Καλαμάτας αντικρούει τους ισχυρισμούς περί δημοσιονομικού ελλείμματος που επέβαλαν τις εν λόγω περικοπές.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι οι πολίτες έχουν περισσότερη ανάγκη, όταν επικρατούν συνθήκες οικονομικής κρίσης και επικαλείται το άρθρο 106 του Συντάγματος για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης.
Σε σημείο δε αυτής αναφέρεται: «Ο νομοθέτης δύναται καταρχήν να επιβάλει στους πολίτες, προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι έχουν περιορισμένη διάρκεια, ότι είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογες σε σχέση προς αυτόν. Ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένες και ότι κατανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών, των απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Επομένως, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων – κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων – προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία, ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών ή συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα και εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματος τους. Τούτο, μάλιστα, ιδίως όταν οι εν λόγω μειώσεις επέρχονται αιφνιδιαστικά και κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των ατόμων ή ανατρέπουν καταστάσεις στις οποίες αυτά είχαν καλόπιστα αποβλέψει».
Καταβολή δώρων
Επίσης, στην απόφαση τονίζεται πως και ο νομοθέτης ελέγχεται «ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης».
Ακολούθως γίνεται εκτενής αναφορά στις περικοπές που επήλθαν από τα μνημόνια και επισημαίνεται ότι «ουδόλως προκύπτει ότι τα λαμβανόμενα μέτρα ήταν αναγκαία, αλλά και τα μόνα ικανά και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό τηρουμένων και των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας».
Προστίθεται δε ότι ο νομοθέτης «πριν από την κατάργηση των δώρων και του επιδόματος αδείας όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου, οδηγούν σε επιτρεπτή μείωση του επιπέδου ζωής των μισθωτών. Ως εκ τούτου, για τη θέσπιση των περικοπών αυτών δεν αρκεί η επίκληση αορίστως του σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, αλλά η τεκμηρίωση με τη δέουσα σαφήνεια και παράθεση αναλυτικών στοιχείων του λόγου για τον οποίο η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων είναι η μόνη πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας».
Η πρωτόδικη απόφαση καταλήγει δικαιώνοντας τους υπαλλήλους με το αιτιολογικό ότι οι περικοπές αυτές «τους στερούν το δικαιούμενο, ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης χαμηλόμισθων Ελλήνων μισθωτών» και διατάσει την καταβολή των δώρων και, μάλιστα, με το νόμιμο τόκο.
Της Βίκυς Βετουλάκη