Μια συνέντευξη -«κατάθεση ψυχής» της εκπαιδευτικού που λάτρεψαν μαθητές της και πλέον ετοιμάζεται να αφήσει τις τάξεις
Τριάντα χρόνια υπηρεσίας στο Μουσικό Σχολείο Καλαμάτας συμπλήρωσε τη φετινή σχολική χρονιά η φιλόλογος Εύη Ντινοπούλου. Θεωρείται, δε, από τους «στυλοβάτες» του σχολείου, καθώς υπήρξε κατά κάποιον τρόπο συν-ιδρύτριά του μαζί με τον πρώτο διευθυντή, Αλέξανδρο Μπουφέα.
Αυτό ίσως να μη σήμαινε και τόσα πολλά, αν δε συνυπολογιζόταν η έντονη παρουσία και εμπλοκή της σε πολλές καινοτόμες δράσεις που αδιάλειπτα όλα αυτά τα τριάντα χρόνια έχει οργανώσει με τις εκάστοτε ομάδες των μαθητών της. Με άλλα λόγια και πέραν των εκπαιδευτικών της υποχρεώσεων ως φιλόλογος, δε σταμάτησε ποτέ να εμπνέει τα παιδιά, προσφέροντάς τους ευκαιρίες για να δημιουργούν και μαζί τους, όχι μόνο πρόβαλε τα επιτεύγματα και τις παραγωγές του ΜΣΚ, αλλά εργάστηκε σε πολλούς τομείς, προκειμένου το ΜΣΚ να αποτελέσει έναν σημαντικό πυρήνα πολιτισμού της πόλης.
Εν όψει της αποχώρησής της από την εκπαίδευση, τη συναντήσαμε και κάναμε μια συζήτηση μαζί της, μέσα από την οποία μάθαμε όχι μόνο τα επιτεύγματα του συγκεκριμένου σχολείου, στα οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε και η δική της προσφορά, αλλά και το σύστημα αξιών βάσει του οποίου λειτούργησε όλα αυτά τα χρόνια, δίνοντάς μας την ευκαιρία να «ταξιδέψουμε» στην ιστορία του Μουσικού και να σχηματίσουμε μία εικόνα για το ρόλο της ως εκπαιδευτικού.

Κυρία Ντινοπούλου, αν λάβουμε υπόψη μας πως από την αρχή της υπηρεσίας σας στο ΜΣΚ, όπως έχετε επανειλημμένα τονίσει, είχατε ένα όραμα: Το σχολείο αυτό να αποτελέσει έναν σημαντικό πολιτιστικό πυρήνα της πόλης μας, τι έχετε να πείτε σήμερα;
Θα σας απαντήσω κάπως διαφορετικά. Όταν έμαθα ότι ιδρύθηκε το πρώτο Μουσικό Σχολείο (Πειραματικό) στην Παλλήνη το 1988, το είδα σαν ένα δώρο πολιτισμού, αφού για μένα η μουσική και γενικότερα η τέχνη είναι αυτή που θα κάνει τη διαφορά στην εκπαίδευση, καλλιεργώντας παράλληλα στους μαθητές την αγάπη τους για τον πολιτισμό. Και δεν αμφισβητείται πια -εκ του αποτελέσματος- ότι τα πενήντα δύο μουσικά σχολεία σήμερα αποτελούν μία από τις σημαντικότερες τομές στη Δημόσια Εκπαίδευση. Ακριβώς γιατί – εκτός από το γνωστικό επίπεδο στον τομέα των γενικών μαθημάτων και κατεξοχήν στον τομέα της ευρωπαϊκής και παραδοσιακής μουσικής – προσφέρουν στους μαθητές τους μια γενικότερη αισθητική παιδεία με τα αντίστοιχα εξαιρετικά αποτελέσματα.
Όταν, λοιπόν, στα τέλη του 1993 ιδρύθηκε το εδώ Μουσικό Σχολείο, ένιωσα πως υπήρχε το κατάλληλο έδαφος να «ανθίσουν» μέσα σε αυτό όλες οι εκφάνσεις του πολιτισμού. Ήμουν σίγουρη από την πρώτη στιγμή πως πολύ γρήγορα θα καταξιωθεί ως πολιτιστικός πυρήνας της πόλης με απήχηση στην τοπική κοινωνία, εγχείρημα που, όπως αποδεικνύει η πορεία και προσφορά του σχολείου μας στον πολιτισμό με δεκάδες σπουδαίες συναυλίες, παραστάσεις, παραγωγές, βραβεία και διεθνείς διακρίσεις, έχει πετύχει, κι αυτό με γεμίζει με χαρά και ικανοποίηση.
-Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εσείς πότε διοριστήκατε στο Μουσικό Σχολείο Καλαμάτας;
Πήρα την οργανική μου θέση στο Μουσικό τη σχολική χρονιά 1995-96, όμως υπηρέτησα και την προηγούμενη χρονιά, 1994-95, ως αποσπασμένη από το Γυμνάσιο της Λογγάς. Περίμενα πώς και πώς να έρθω στο Μουσικό, αφού αυτό ήταν το όνειρό μου. Δύο χρόνια πριν συνυπηρετούσαμε στο τότε Πολυκλαδικό (στην Αθηνών) με το μετέπειτα διευθυντή του ΜΣ, Αλέξανδρο Μπουφέα, και συμμετείχα μάλιστα στην ορχήστρα που είχε φτιάξει εκεί. Εκείνος τότε-ξέροντας την αγάπη μου για τη μουσική-με πληροφόρησε ότι το Δεκέμβριο του 1993 ιδρύθηκε Μουσικό Γυμνάσιο στην Καλαμάτα και ότι θα το αναλάμβανε ως διευθυντής. Είχα μάθει για την ίδρυση του Πειραματικού Μουσικού Σχολείου της Παλλήνης και όπως καταλαβαίνετε, επιθυμούσα διακαώς να βρίσκομαι σε ένα τέτοιο σχολείο, εφόσον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου ήταν πάντα η μουσική.

-Θυμάστε την πρώτη σας μέρα στο σχολείο αυτό;
Εκείνη τη μέρα ξύπνησα με χαρά, αν και είχα τρακ για το τι θα συναντήσω. Έφθασα στο σχολείο πολύ νωρίς, δεν υπήρχε ψυχή στην αυλή, και κατευθύνθηκα προς το διάδρομο που οδηγούσε στην τζαμένια πόρτα, χωρίς να είμαι σίγουρη αν είναι αυτή η είσοδος του σχολείου. Πλησιάζοντας είδα μια μαθήτρια, τη Γεωργία Μαρίνη, την οποία θυμόμουν από την πρώτη καλοκαιρινή συναυλία του σχολείου στο Πνευματικό Κέντρο που είχα πάει (ήταν γύρω στους 30 θεατές…), και τη ρώτησα αν είναι εδώ το Μουσικό. Εκείνη μου απάντησε καταφατικά και με ρώτησε αν είμαι η καινούργια καθηγήτρια που περίμεναν πώς και πώς. Της είπα γελώντας «ναι» και εκείνη τη στιγμή θυμάμαι πως είπα μέσα μου: «Ε, λοιπόν, εδώ θα μείνω». Είχα μια σιγουριά πως θα ήταν πλέον κάτι μόνιμο για μένα. Σημειωτέον ότι μέχρι τότε άλλαζα σχολεία συνεχώς λόγω μεταθέσεων και αποσπάσεων.
-Ποια ήταν η εντύπωσή σας από το κτήριο εκείνο;
Μέσα από την επικοινωνία που είχα με το διευθυντή, με είχε ενημερώσει πως ο Δήμος μάς διέθεσε αυτό το κτήριο, που ήταν παλιά το Ορφανοτροφείο, στην οδό Εθνικού Σταδίου, στην Παραλία, ενώ έπειτα από μία ανακαίνιση θα μπορούσαμε, προσωρινά πάντα, να το χρησιμοποιήσουμε. Τελικά, μείναμε «προσωρινά» δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια…
Η πρώτη εντύπωση ήταν πολύ καλή. Μου άρεσε που ήταν στο παλιό στυλ, άλλωστε ήταν φρεσκοβαμμένο, μου άρεσαν και τα χρώματα- είχε βαφτεί σε τόνους παστέλ ροζ και πράσινο. Μπαίνοντας ένιωσα πως βρίσκομαι σε ένα «οικοτροφείο» θα έλεγα, μου θύμισε σπίτι, και με έκανε να νιώσω οικεία.
Βέβαια, πολύ αργότερα, και στη μεγάλη έρευνα που κάναμε με ομάδα μαθητών μας, με προτροπή της θεατρολόγου μας Κατερίνα Κωνσταντινάκου, μάθαμε την πονεμένη ιστορία του ιδρύματος μέσα από τις μαρτυρίες των τότε «παιδιών» του που μας εμπιστεύτηκαν και μας μίλησαν γι’ αυτό.
Αποτέλεσμα αυτής της έρευνας- που θεωρώ ως μία κορυφαία στιγμή στη διάρκεια της θητείας μας, καθώς μέσα από την ανάγκη μας να τιμήσουμε το κτήριο που μας φιλοξένησε επί τόσα χρόνια, βιώσαμε μία δυνατή εμπειρία, γνωρίζοντας ανθρώπους που μας συγκλόνισαν με τις προσωπικές τους ιστορίες- ήταν και το βιβλίο «Εθνικό Ορφανοτροφείο Αρρένων Καλαμάτας: Το κλουβί και η φωλιά», αλλά και οι εκδηλώσεις μνήμης που κάναμε με αφορμή την αποχώρησή μας από εκεί και την εγκατάστασή μας σε σύγχρονο καινούργιο κτήριο (Γ. Καρέλια, Παραλία) το Σεπτέμβριο του 2013.

-Στο κτήριο του παλιού Ορφανοτροφείου, λοιπόν, ζήσατε 18 ολόκληρα χρόνια. Σας λείπει κάτι σε σχέση με το υπερσύγχρονο κτήριο στο οποίο βρίσκεστε από το 2013, με πολλούς πλέον μαθητές αλλά και καθηγητές;
Σίγουρα τα παλιότερα χρόνια με τα λίγα παιδιά ήταν πιο «οικογενειακό» το κλίμα. Σε εκείνο το παλιό κτήριο τραγουδούσαμε σε κάθε διάλειμμα όλοι μαζί, το ίδιο και στις αξέχαστες εκδρομές μας. Τώρα δεν είναι πια έτσι λόγω του μεγάλου αριθμού καθηγητών και μαθητών και του αχανούς κτηρίου. Εννοείται, βέβαια, ότι ανέκαθεν επιδίωξή μου ήταν και είναι η δημιουργία κλίματος επικοινωνίας και «παρέας» μέσα στο σχολείο, με τη βοήθεια πάντα της μουσικής, γεγονός που συμβάλλει θετικά στην ψυχολογία των μαθητών μας, και σήμερα και πάντα!
-Πόσα παιδιά είχε τότε το σχολείο και πόσα σήμερα;
Το σχολείο τότε είχε ήδη δύο τάξεις, πρώτη και δευτέρα Γυμνασίου, με 19 και 16 μαθητές αντίστοιχα. Περιττό να σας πω ότι έκανα όλα τα φιλολογικά μαθήματα και στις δύο τάξεις. Από τα πρώτα μαθήματα έφερα την κιθάρα και τραγουδήσαμε, ένιωσα υπέροχα. Ειδικά με την πρώτη τάξη και τα καταπληκτικά εκείνα παιδιά (τα θυμάμαι όλα), εκείνη τη χρονιά κάναμε ένα σωρό δραστηριότητες και εκδηλώσεις, όπως το πρώτο πρόγραμμά μας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης με τίτλο «Δάσος: Πηγή έμπνευσης και δημιουργίας: Το δάσος του Ταϋγέτου», με αξέχαστες εκδρομές και δράσεις και πολλά τραγούδια που λίγο αργότερα (1998) συμπεριλήφθηκαν στο πρώτο μας CD με τίτλο «Όσο οι άνθρωποι θα σκέφτονται τη Γη». Κυκλοφόρησε το 1998 και έκανε αίσθηση με τα 16 πρωτότυπα τραγούδια που αναφέρονταν στο περιβάλλον και στις ομορφιές της Μεσσηνίας, παιγμένα και τραγουδισμένα από τους μαθητές μας, με τη βοήθεια και τη συμμετοχή δύο σπουδαίων καλλιτεχνών, του Γιώργου Ανδρέου και της Ελένης Τσαλιγοπούλου. Ακολούθησαν και άλλες παραγωγές, αλλά ο δίσκος αυτός (σε εποχές που τα cd είχαν… αξία) είχε κάνει θραύση. Θυμάμαι ότι τα τραγούδια μας μεταδίδονταν συστηματικά από πολλούς σταθμούς, ενώ είχαμε κάνει και παρουσίασή του στην κρατική τηλεόραση, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημά σας, σήμερα στο Μουσικό Σχολείο (Γυμνάσιο και Λύκειο) φοιτούν 300 μαθητές! Όπως καταλαβαίνετε, είμαι πολύ περήφανη για αυτή την εξέλιξη του σχολείου μας, που το βρήκα με 36 μαθητές και 3-4 καθηγητές και τώρα αριθμεί 300 μαθητές και 85 καθηγητές! Αισθάνομαι πως τότε φυτέψαμε έναν σπόρο και σήμερα θαυμάζουμε ένα θαλερό δένδρο, που αποδίδει πολλούς καρπούς, χάρη στις προσπάθειες και την πίστη πολλών άξιων και ταλαντούχων εκπαιδευτικών που το υπηρέτησαν και το υπηρετούν από διάφορες θέσεις ευθύνης όλα αυτά τα χρόνια, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους.

-Ποιες ήταν οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετώπισε το σχολείο σας;
Η δυσπιστία της τοπικής κοινωνίας, ιδίως τα πρώτα χρόνια. Κι ενώ από την αρχή το σχολείο μας με τις καινοτόμες δράσεις και τις εκδηλώσεις του «ακουγόταν» στην πόλη, ο περισσότερος κόσμος πίστευε πως πρόκειται για μία σχολή μουσικής, όπου τα μαθήματα γενικής παιδείας ήταν υποβαθμισμένα. Αυτό ήταν μια μεγάλη παρεξήγηση, αφού τα σχολεία αυτά δε διαφέρουν από τα υπόλοιπα γυμνάσια και λύκεια της πόλης όσον αφορά στα μαθήματα γενικής παιδείας, η οποία παρέχεται σε υψηλό επίπεδο από εξαιρετικούς συναδέλφους. Απόδειξη, οι πολλές επιτυχίες των μαθητών μας στα ΑΕΙ κάθε χρόνο.
Άλλες δυσκολίες ήταν τα χρόνια προβλήματα όλων αυτών των σχολείων (καθυστερήσεις στην πρόσληψη καθηγητών Μουσικής- που τα τελευταία χρόνια με τους πολλούς διορισμούς τείνει να λυθεί-, η έλλειψη κοινής διδακτέας ύλης σε κάποια ατομικά όργανα…).
Τέλος, δυσκολίες πολλές είχαμε και με το παλιό κτήριο και κάναμε πραγματικά πολλούς αγώνες -με τη βοήθεια πάντα και του Συλλόγου Γονέων- για να καταφέρουμε να έχουμε ένα καινούργιο κτήριο, αυτό στη Γ. Καρέλια.
-Αναφερθήκατε στο Σύλλογο Γονέων. Θέλετε να μας πείτε περισσότερα για αυτή τη συνεργασία;
Ο Σύλλογος Γονέων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής κοινότητας. Με τον εκάστοτε σύλλογο γονέων η συνεργασία μας ήταν πάντα στενή και άψογη, και το έργο του ήταν και είναι υποστηρικτικό και σπουδαίο. Να σας πω χαρακτηριστικά ότι ειδικά τα πρώτα χρόνια -λόγω του μικρού ακόμη αριθμού μαθητών- ήμασταν μια παρέα, βρισκόμασταν συχνά, συνεργαζόμασταν στενά και δεθήκαμε ανθρώπινα. Υπήρξαν, θυμάμαι, οικογένειες ολόκληρες που στάθηκαν δίπλα μας και μας στήριξαν παντοιοτρόπως: Κατ’ αρχάς θέλω να αναφερθώ στους «πρώτους» αυτούς γονείς που εμπιστεύτηκαν τα παιδιά τους στον τότε νέο θεσμό των Μουσικών Σχολείων. Μου έρχονται στο νου η Βάγια Αγαδάκου και ο Σωτήρης Μαρίνης, η αγάπη τους και η πίστη τους σε αυτό το σχολείο (πριν αυτό ακόμη υπάρξει καλά καλά…) με έμπρακτη και ουσιαστική βοήθεια. Η οικογένεια Καμβυσίδη με τα τέσσερα τόσο ταλαντούχα παιδιά της που φοίτησαν στο Μουσικό, η οικογένεια Λαμπροπούλου (μάλιστα, με τον πατέρα των δύο επίσης καταξιωμένων κοριτσιών τους στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής, εκδώσαμε για κάποια χρόνια την εφημερίδα «Μουσώνας», που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία και αναγνωσιμότητα στα χρόνια προ ίντερνετ), η οικογένεια Ρούση με τα δύο αγόρια τους και τη δραστήρια μέσα στο Σύλλογο μητέρα τους, η οικογένεια Κουφουδάκη με τρία παιδιά, η οικογένεια Κουφαλάκου με τα πέντε παιδιά στο σχολείο και τον πατέρα που υπήρξε και πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων, η οικογένεια Ηλιόπουλου και η οικογένεια Λάμπου με τρία παιδιά έκαστη στο σχολείο και τόσοι άλλοι (δυστυχώς, είναι πρακτικά αδύνατον να αναφερθώ σε όλους μέσα από την παρούσα συνέντευξη). Όλους αυτούς που λειτούργησαν ως οι καλύτεροι διαφημιστές μας, προτρέποντας και τα συγγενικά τους πρόσωπα να στείλουν τα παιδιά τους στο Μουσικό. Αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα, απλώς νιώθω πως έχω υποχρέωση να κάνω ιδιαίτερη μνεία σε εκείνες τις πρώτες οικογένειες που στήριξαν με αγάπη και ανιδιοτέλεια το σχολείο. Φυσικά, είναι και πολλοί και αγαπημένοι φίλοι και γονείς που πίστεψαν στην «ιδέα του Μουσικού και ήταν-και είναι πάντα- εκεί, κοντά μας και στις επιτυχίες, αλλά και στα δύσκολα.
-Επιχειρώντας σήμερα έναν απολογισμό σας ως εκπαιδευτικός και παιδαγωγός, θέλετε να μας πείτε τις αρχές και αξίες βάσει των οποίων λειτουργήσατε;
Ως εκπαιδευτικός επιδίωκα πάντα, πέραν μίας στείρας παροχής γνώσεων, να κάνω τα παιδιά χαρούμενα μέσα από μία επικοινωνιακή σχέση, να τους ανοίξω την όρεξη για δημιουργία, να τους εμπνεύσω, και με το δικό μου παράδειγμα, να τους μεταδώσω το μεράκι και την αγάπη μου για ουσιαστική μάθηση. Θυμάμαι πάντα κάτι που διάβασα και με αντιπροσωπεύει: «πυρήνας της διδασκαλίας είναι η ομορφιά και η απόλαυση. Γιατί ο καλύτερος δάσκαλος είναι εκείνος που θέλει να βρεις νόημα και σε όσα χαίρεται ο ίδιος, ώστε η χαρά για την ομορφιά τους να επιζήσει και μετά απ’ αυτόν».
Γενικότερα, στο σχολείο μου προσπάθησα να είμαι πάντα «παρούσα», επιδιώκοντας -εκτός από το διδακτικό μου έργο και τις εξωδιδακτικές υποχρεώσεις- να υλοποιώ ποικίλες δράσεις, άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγαλύτερες, αλλά (κι αυτό έχει για μένα τη μεγαλύτερη σημασία) κάθε χρόνο, χωρίς να σταματήσω ποτέ, με στόχο να προσφέρω στα παιδιά αυτό το κάτι παραπάνω, εστιάζοντας στην ομαδική δουλειά και στη βιωματική γνώση, όπως και σε ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, με πολλές συνεργασίες με τους τοπικούς φορείς, συλλόγους και οργανώσεις.
Ως παιδαγωγός πολύ απλά θα έλεγα ότι με ενδιαφέρει και δίνω μεγάλη σημασία στον κάθε μαθητή ξεχωριστά, επιδιώκω να τον/την γνωρίσω όσο βαθύτερα μπορώ, να τον/την ενδυναμώσω και να τονώσω την αυτοεκτίμησή του/της, τέλος να του/της προσφέρω εφόδια με τα οποία θα μπορέσει να χτίσει σταδιακά την προσωπικότητά του/της και να «βρει τη θέση του/της στον κόσμο».
Κι επειδή σήμερα γίνεται πολύς λόγος για την έλλειψη του «σεβασμού» προς τους καθηγητές, νομίζω- κι αυτό πάντα το καταλαβαίνουν τα παιδιά από την πρώτη στιγμή- ότι όταν τα σεβόμαστε χωρίς διακρίσεις, ο σεβασμός και από τη μεριά τους προς τους δασκάλους τους έρχεται φυσικά, χωρίς να τον εκβιάσουμε.
-Ξέρουμε ότι όλα αυτά τα χρόνια έχετε εκπονήσει δεκάδες προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, πολιτιστικά, αγωγής υγείας με τους μαθητές σας, διαθέτοντας χρόνο και πέραν του ωραρίου σας. Γιατί γίνεται αυτό;
Δυστυχώς, έπειτα από τόσα χρόνια έχω οριστικά απογοητευτεί από το εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του σημερινού εφήβου. Ευτυχώς είμαστε πολλοί οι εκπαιδευτικοί- και σε αυτό το σχολείο και σε άλλα σχολεία φυσικά- που αναλαμβάνουμε τέτοιου είδους προγράμματα, ακόμη και πέραν του διδακτικού μας ωραρίου Διαθέτουμε, για παράδειγμα, ώρες από τα Σαββατοκύριακα για να δουλέψουμε με τις ομάδες που συγκροτούνται πάνω σε επίκαιρα ή και διαχρονικά θέματα.
Προσωπικά, ως σύμβουλος Σχολικής Ζωής τα τελευταία 4-5 χρόνια, εκπονώ το πρόγραμμα της σχολικής διαμεσολάβησης, που έχει να κάνει με την ειρηνική επίλυση διαφορών μεταξύ συνομηλίκων μέσα στο σχολείο, επιμορφώνοντας με βιωματικό τρόπο τα παιδιά στις επικοινωνιακές δεξιότητες, π.χ. την ενσυναίσθηση, την ενεργητική ακρόαση, την αναγνώριση συναισθημάτων, τη διαχείριση συγκρούσεων, τη λήψη αποφάσεων κ.λπ. Μάλιστα και εν όψει της αποχώρησής μου λόγω συνταξιοδότησης, συζητάμε με το διευθυντή μου να συνεχίσω -βρίσκοντας μία θεσμική λύση- να προσφέρω τη στήριξή μου και την εμπειρία μου στο πρόγραμμα αυτό, συνεργαζόμενη με τους νεότερους συναδέλφους. Πιστεύω ακράδαντα πως η προσφορά αυτής της επιμόρφωσης στα παιδιά είναι απαραίτητη, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστούν κοινωνικά φαινόμενα όπως η έξαρση της νεανικής βίας και παραβατικότητας, αλλά και η εξάρτηση των παιδιών- όλο και από μικρότερη ηλικία- από τις οθόνες και η έκθεσή τους σε νέους κινδύνους.

-Τι αισθάνεστε όταν εισπράττετε την αποδοχή από τους πάλαι ποτέ μαθητές σας;
Είναι τόσο συγκινητικό -όπως και για κάθε εκπαιδευτικό πιστεύω– να απολαμβάνω την αναγνώριση και την εκτίμηση των μαθητών μου, παλιών και νέων. Ακόμη πιο συγκινητικό, όταν έχω ως μαθητές τα παιδιά τους ή όταν κάποιοι παλιοί μου μαθητές είναι πλέον συνάδελφοι και, μάλιστα, στο ίδιο σχολείο. Και πράγματι με τους περισσότερους παλιούς μαθητές μάς δένουν τόσες και τόσες αναμνήσεις και εμπειρίες. Είναι για μένα μεγάλη χαρά να συνεργάζομαι και σήμερα μαζί τους, και φυσικά νιώθω μεγάλη περηφάνια όταν διαπρέπουν σε πολλούς τομείς. Νιώθω ότι συνέβαλα κι εγώ στο να γίνουν χρήσιμοι στην κοινωνία. Κι αυτό το τελευταίο νομίζω πως είναι η μεγάλη ηθική ικανοποίηση που εισπράττουμε όλοι οι εκπαιδευτικοί γενικότερα που αγαπάμε και υπηρετούμε με συνέπεια το λειτούργημα αυτό.
-Κυρία Ντινοπούλου, σας ευχαριστώ για αυτή τη συνέντευξη-«κατάθεση ψυχής» που μας παραχωρήσατε εδώ. Κάτι τελευταίο από εσάς;
Αισθάνομαι πως έχω μία ακόμη «υποχρέωση» προς το σχολείο αυτό που τόσα μου πρόσφερε- και πιστεύω του πρόσφερα. Να αξιοποιήσω το υλικό που έχω μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια, για να πραγματοποιηθεί μία μεγάλη έκθεση, σε συνεργασία και τη συνδρομή των τόσο πολλών και αγαπητών μου συναδέλφων, υλικό που θα συγκεντρωθεί και θα οργανωθεί σε μία ανοιχτή έκθεση με αφορμή τα τριάντα (και δύο) χρόνια από την ίδρυση του Μουσικού Σχολείου. Μια έκθεση που θα πλαισιωθεί από ποικίλες εκδηλώσεις και συναυλίες. Μια επιθυμία και του νυν διευθυντή του σχολείου μας, Θωμά Παλάντζα. Όπως καταλαβαίνετε, με περιμένει ακόμα πολλή δουλειά!
Δε σταματάτε ποτέ! Ευχόμαστε να συνεχίσετε να προσφέρετε, καθώς το μεράκι και η αγάπη σας για την «ιδέα» που, όπως λέτε, είναι το Μουσικό για σας. Ευχόμαστε να είστε πάντα καλά, δυνατή και δημιουργική. Θέλουμε να κλείσετε με έναν στίχο από ένα από τα πολλά τραγούδια που φτιάξατε με τα παιδιά και που, όπως είναι γνωστό, έχουν τραγουδηθεί και αγαπηθεί, έχουν χρησιμοποιηθεί από πολλά σχολεία ως εκπαιδευτικό υλικό και, όπως προείπατε, είναι για σας τρόπος έκφρασης:
Είναι το «Ουράνιο τόξο», τραγούδι που γράφτηκε με αφορμή μία εκδρομή στη Μάνη που είχαμε προγραμματίσει και παραλίγο να μη γίνει λόγω βροχής. Είχαμε απογοητευτεί, αλλά ξαφνικά η βροχή σταμάτησε, βγήκε ένα ουράνιο τόξο και αποφασίσαμε να πάμε-το σχολείο τότε, το 1996, δεν είχε πάνω από 40-45 παιδιά. Είχαμε περάσει τόσο ωραία, που έγραψα αυτό το τραγούδι, μέσα στο οποίο υπάρχει ο στίχος αυτός με τον οποίο και κλείνω την κουβέντα μας: «Παιδιά του ανέμου δεν μας φοβίζει η ζωή, τραγουδάμε και χορεύουμε μαζί». Πάντα.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση