Υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά;
Στο στόχαστρο τα ελαιοτριβεία και τα τυποποιητήρια
Ξανακυκλοφόρησε το «τρομοκρατικό σενάριο» της μελέτης mcKinsey για 1-2 μεγαθήρια των 100.000 – 150.000 τόνων, που θα καταργήσουν τα περίπου 2.000 ελαιοτριβεία και τις 500 μονάδες συσκευασίας – τυποποίησης
Αν σας έλεγαν, ότι σε δέκα χρόνια από τώρα θα υπάρχουν μόνο τέσσερις εταιρείες, που θα αναλαμβάνουν την καλλιέργεια, παραγωγή, επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων, τα οποία θα διοχετεύουν σε μία μόνο εταιρεία, με σκοπό να τα εξάγει, εξουδετερώνοντας κάθε παραγωγό ή αγρότη, που δεν συνεργαζόταν, θα λέγατε, ότι συνωμοσιολογούμε.
Αν σας παραθέταμε τη σχετική μελέτη, που εγκρίθηκε (εκτός από την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους) στο Eurogroup της 5ης Μαΐου 2014; Για την υλοποίηση του σχεδίου, θα αντληθούν κεφάλαια από το ΕΣΠΑ, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο, στο οποίο θα συμμετάσχει και η γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα KfW.
Το μεγαλόπνοο σχέδιο
Στο Eurogroup της 5ης Μαΐου ο τότε υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, πέραν της διαπραγμάτευσης του χρέους πήγε εφοδιασμένος με έναν οδηγό ανάπτυξης για την Ελλάδα με άξονα τα επόμενα 10 χρόνια!
Το σχέδιο βασίστηκε στη μελέτη “Greece 20/20” της εταιρείας McKinsey (του 2012 με χρηματοδότες τον ΣΕΒ και την Εθνική Τράπεζα) καθώς και σε μελέτη του ΙΟΒΕ.
Μάλιστα ένας τετρασέλιδος οδηγός του σχεδίου αυτού παρουσιάστηκε κατά τη συνεδρίαση του EuroWorking Group στις Βρυξέλλες από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), Πάνο Τσακλόγλου, ενώ για την υλοποίησή του τα κεφάλαια θα αντληθούν από το ΕΣΠΑ, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο, στο οποίο θα συμμετάσχει και η γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα KfW. Η KfW υπέγραψε τη συμμετοχή της στο Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο για τον σκοπό αυτό μαζί με τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα και τον τότε υπουργό Ανάπτυξης, Κωστή Χατζηδάκη στις 23 Απριλίου 2014.
«Στόχος η ενοικίαση κενής-αδρανούς δημόσιας γης σε τέσσερις μεγάλες εταιρείες προκειμένου να εγκαταστήσουν μονάδες για παραγωγή, επεξεργασία και εξαγωγή προϊόντων βασισμένες πάντα σε νέες μεθόδους. Έτσι και η εξασφάλιση νέων θέσεων εργασίας θα επιτευχθεί και η Ελλάδα δίνοντας σημασία στη μαζική παραγωγή προϊόντων με τη χρήση της εξελιγμένης τεχνολογίας θα αναδειχθεί σε μεγάλη εξαγωγική δύναμη».
Φυσικά αναφέρεται και στην παροχή κινήτρων στους παραγωγούς για να εξάγουν τα προϊόντα τους, καλύτερη εκπαίδευση στον τομέα της γεωργίας, αλλά και τη θέσπιση βελτιωμένου συστήματος πιστοποίησης των προϊόντων των παραγωγών. Τα ερωτήματα που εγείρονται. Έστω ότι τίθεται σε εφαρμογή:
Α) Ποιος θα δίνει στις τέσσερις μεγάλες εταιρείες που θα ασχοληθούν την πιστοποίηση; Ποιος θα τις ελέγχει; Και κυρίως ποιοι θα είναι οι ιδιοκτήτες αυτών των εταιρειών;
Β) Οι αγρότες θα παράγουν και οι τέσσερις εταιρείες θα αγοράζουν για επεξεργασία τα προϊόντα. Πώς θα εξασφαλιστεί, ότι οι παραγωγοί δε θα θιγούν πωλώντας για ένα κομμάτι ψωμί τη σοδειά τους, όταν οι τέσσερις θα διαμορφώνουν τις τιμές μεταξύ τους δημιουργώντας συνθήκες μονοπωλίου; Εκ των πραγμάτων εάν επιτρέπεται μόνο σε τέσσερις εταιρείες η εξαγωγή των προϊόντων, ένας παραγωγός, που μόνος του καλλιεργεί και εξάγει τα τρόφιμα, δε θα έχει άλλη επιλογή παρά να αποταθεί σε αυτές.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί νέοι άνθρωποι στράφηκαν στη γη, έκαναν συνεταιρισμούς, καλλιεργούν κρόκο, σπαράγγια, ελιές, παράγουν παραδοσιακά προϊόντα, όπως χυλοπίτες, ελαιόλαδο και παράγωγα των ελιών, και πλήθος άλλων τροφίμων, τα οποία και εξάγουν, παρουσιάζουν σε εκθέσεις διατροφής στο εξωτερικό. Όταν όμως τέσσερις θα καθορίζουν τις τιμές εξαγωγής, οι άνθρωποι αυτοί, μόνοι τους, δε θα μπορούν να σταθούν σε μια αχανή αγορά.
Την ίδια στιγμή οι εν λόγω εταιρείες θα μπορούσαν να αναλάβουν αποκλειστικά την παραγωγή προϊόντων εξαλείφοντας έτσι και τη γεωργία, εκτός κι αν αυτή πραγματοποιείται μόνο στο πλαίσιο των δικών τους παραγωγικών αναγκών. Ο κάθε παραγωγός αντί να πουλάει αντί πινακίου φακής τη σοδειά του, θα πηγαίνει κατ’ ευθείαν σε αυτές να εργαστεί. Και η γεωργία, ως βασικός πυλώνας της ελληνικής ανάπτυξης θα λάβει μορφή βιομηχανίας. Όμως ο απλός πολίτης, που σκέφτεται τη γη ως το μόνο σίγουρο μέσο εξασφάλισης των προς το ζην; Απλώς ξεχνάει αυτή την επιλογή.
Ένα ερώτημα ακόμη: Καλύτερη εκπαίδευση στον τομέα της γεωργίας: Αυτό σημαίνει, ότι θα εκπαιδεύονται οι γεωργοί να χρησιμοποιούν μεταλλαγμένα, επειδή κοστίζουν λιγότερο και παράλληλα έτσι επιτυγχάνεται μαζικότερη παραγωγή; Η ποιότητα, η θρεπτική αξία των τροφίμων θυσία στον βωμό του κέρδους!
Μία εταιρεία διαχείρισης της διανομής και αποθήκευσης. Στη συνέχεια κάνει λόγο για μια μόνο δημόσια ή ιδιωτική εταιρεία (και εδώ γεννάται βέβαια το ερώτημα σε ποιον θα ανήκει), την Εταιρεία Ελληνικών Τροφίμων (Greek Food Company), που μεταξύ άλλων: «Α) Θα καθορίζει το δίκτυο των παραγωγικών μονάδων και θα αποτελεί δεξαμενή τροφίμων προς εξαγωγή. Β) Θα διαχειρίζεται τη διανομή και αποθήκευση των προϊόντων εντός της χώρας». Δηλαδή αυτά που θα παράγουν οι τέσσερις μόνο εταιρείες παραγωγής και επεξεργασίας τροφίμων, θα πηγαίνουν στη μία μόνο εταιρεία, από όπου θα προγραμματίζεται η διανομή.
Ποιος όμως θα διασφαλίζει, ότι θα καταμετρώνται σωστά οι εσωτερικές ανάγκες κατανάλωσης, και ότι δε θα κρατούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής για να το εξάγουν δημιουργώντας ελλείψεις σε προϊόντα, που τώρα αυτονόητα υπάρχουν στο καθημερινό τραπέζι μας;
Κάτι αντίστοιχο είχαν κατά νου και με το παράλληλο εμπόριο φαρμάκων, αλλά οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες εξάγουν το μεγαλύτερο ποσοστό, με αποτέλεσμα να λείπουν από τα ράφια των φαρμακείων σωρεία φαρμάκων, όπως εξηγούν και οι φαρμακοποιοί, που ζητούν ξανά και ξανά την παύση του παράλληλου εμπορίου. Οι υπογραφές μπήκαν! Βασικός άξονας υλοποίησης η προαναφερθείσα μελέτη. Πρόκειται για προγράμματα, που θα πραγματοποιηθούν! Όχι για θεωρίες συνωμοσίας!
Για το ίδιο θέμα, ο Βασίλης Ζαμπούνης στην εφημερίδα “Ύπαιθρος Χώρα” σημειώνει: Η υπόθεση δεν είναι τωρινή. Το 2006 στο ΕΣΣΑΑ (Εθνικό Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης) του ΥΠΑΑΤ για την προγραμματική περίοδο 2007 – 2013, διαβάζουμε (σελ. 17): «9. Σε ό,τι αφορά το ελαιόλαδο. […] Ένα ελαιοτριβείο – τυποποιητήριο, που θα έπαιρνε την πρώτη ύλη από τα μικρότερα πιστοποιημένα ελαιοτριβεία, και τα δύο οικονομίας κλίμακος, θα μπορούσε να δώσει τη λύση σε αυτό τον τομέα».
Το 2011 εμφανίστηκε η μελέτη της McKinsey «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά: Προσδιορίζοντας το νέο εθνικό μοντέλο ανάπτυξης», η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, την Τράπεζα της Ελλάδος και παραδόθηκε με επισημότητα στον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Άλλωστε, η Mckinsey είχε αναλάβει και ως σύμβουλος του Υπ.ΟΙΚ. Γ. Παπακωνσταντίνου. Τότε, μάλιστα, είχε σχολιαστεί με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο.
Το 2014, η μελέτη McKinsey επανήλθε προωθούμενη και από το νέο Υπ. ΟΙΚ. Ι. Στουρνάρα στο Eurogroup. Τώρα, βρισκόμαστε στο 2016, και βλέποντας έναν νέο γύρο δημοσιότητας, τελικά αναρωτιόμαστε, υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά; Μήπως κάποιοι εποφθαλμιούν τα δισεκατομμύρια ευρώ του νέου ΠΑΑ:
Συστάσεις
Η μελέτη καταπιάνεται με πάρα πολλούς τομείς της οικονομίας, μεταξύ αυτών τον αγροτικό, τα τρόφιμα, συνεπώς και με το ελαιόλαδο. Μετά από διάφορες χιλιοειπωμένες κοινοτυπίες (ότι πρέπει να τυποποιούμε το λάδι μας κ.λπ.), η επίμαχη πρότασή της, που είχε ξεσηκώσει και τη θύελλα των αντιδράσεων είναι η εξής:
«α) Διερεύνηση δυνατότητας ανάπτυξης 4-6 ανταγωνιστικών μονάδων επεξεργασίας και συσκευασίας μεγάλου μεγέθους, π.χ. Δύο ή τρεις μονάδες για ελιές και ελαιόλαδο (πιθανότατα στην Πελοπόννησο ή την Κρήτη, με ικανότητα επεξεργασίας 100 – 150 χιλιάδων τόνων. Δύο ή τρεις μονάδες για πατάτες, ντομάτες και επιλεγμένα φρούτα (π.χ. ροδάκινα, μήλα, σταφύλια, πορτοκάλια), πιθανότατα στην κεντρική ή βόρεια Ελλάδα ή την Πελοπόννησο.
β) Συνέχιση και εντατικοποίηση της ενοποίησης μονάδων για την κατά το δυνατόν μεγαλύτερων σύγχρονων μονάδων γάλακτος.
γ) Ίδρυση της εταιρείας Ελληνικών Τροφίμων (ιδιωτική ή ΣΔΙΤ) με κύριες αρμοδιότητες: Τη συγκέντρωση της παραγωγής μικρών και μεσαίων παραγωγικών μονάδων. Το συντονισμό με τις μονάδες επεξεργασίας και το σχεδιασμό πόρων σε προϊόντα και αγορές. Το σχεδιασμό, τη δημιουργία και τη λειτουργία κατάλληλου μοντέλου εμπορικής παρουσίας στις αγορές. Τη διαχείριση των logistics εντός και εκτός Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένων εξαγωγών). Την ανάπτυξη δικτύου λιανέμπορων και χονδρέμπορων στο εξωτερικό».
Μεθόδευση
Ο καθένας που στοιχειωδώς γνωρίζει τους τομείς του ελαιολάδου και της επιτραπέζιας ελιάς, μπορεί να κρίνει πόσο σοβαρές, και πόσο ρεαλιστικές είναι αυτές οι «συμβουλές». Δηλαδή, η δημιουργία 2-3 μεγάλων καθετοποιημένων μονάδων, από την έκθλιψη του ελαιοκάρπου μέχρι τη συσκευασία και στο επόμενο στάδιο να έρχεται μία (και μόνη) εταιρεία (η «Εταιρεία Ελληνικών Τροφίμων») που θα αναλαμβάνει να συγκεντρώνει, να διαχειρίζεται και να διακινεί όλο (;) το ελληνικό λάδι (και ελιές).
Το γεγονός, όμως, ότι η συγκεκριμένη μελέτη παραγγέλθηκε από τόσο ισχυρούς οικονομικοπολιτικούς παράγοντες, παρακάμπτοντας πλήθος άλλων μελετών και υπομνημάτων, που βρίσκονται στα συρτάρια των Υπουργείων και αραχνιάζουν εδώ και πολλά χρόνια, όπως και το ότι επανέρχεται, ίσως κάτι να σημαίνει. Ίσως, λοιπόν, κάποιοι σοβαρολογούν.
Άλλωστε, και με τη χρυσοπληρωμένη από το Υπουργείο Ανάπτυξης «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ έτσι έγινε. Μπορεί η συμβολή της να κυκλοφορήσουν τα μείγματα ελαιολάδου με σπορέλαια να μην «πέρασε» (τότε τουλάχιστον), αλλά το γάλα επτά ημερών ήδη είναι στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Τι μπορεί να σημαίνουν;
Το μοντέλο που προτείνει η McKinsey μπορεί να μοιάζει με Σοβιετική Ένωση σε συνθήκες άκρατου νεοφιλελευθερισμού, μπορεί να θυμίζει Όργουελ, όμως ας μην εφησυχάζουν οι θιγόμενοι και ενδιαφερόμενοι, σκεπτόμενοι ότι «αυτά τα πράγματα δεν γίνονται».Όλα γίνονται και μετά βαφτίζονται «μεταρρυθμίσεις». Αεροδρόμια, λιμάνια, γιατί όχι και το «εθνικό μας προϊόν», ο «υγρό χρυσός» μας;
Δεν υπάρχει εδώ ο χώρος και ο χρόνος να καθίσει κανείς να ανασκευάσει στα σοβαρά τα όσα προτείνει η μελέτη. Να τονίσουμε ότι το ελληνικό ελαιόλαδο δεν χρειάζεται, σε υλικοτεχνική υποδομή, ούτε ένα ευρώ. Αρκετά σπαταλήθηκαν επί δεκαετίες. Είναι «δημοσιονομικά ουδέτερο». Αυτό που χρειάζεται είναι ξεκάθαρους κανόνες λειτουργίας και καλής οργάνωσης από τους ελαιοπαραγωγούς έως τους υπουργούς.
Και μία ακόμη διευκρίνιση για τη μελέτη McKinsey: Δεν πρόκειται για μίμηση, αλλά για κακή και λανθασμένη απόπειρα αποτίμησης του ισπανικού μοντέλου. Εκεί παράγονται τεράστιες ποσότητες (μόνη της η Ανδαλουσία έχει πολλαπλάσια ποσότητα από ολόκληρη την Ελλάδα), συγκεντροποιημένη σε συνεταιρισμούς (κοοπερατίβες) των 100-200 χιλιάδων τόνων μαζικής ποιότητας (commodity) και σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες που κατακλύζουν τις διεθνείς αγορές με χαμηλές τιμές. Και όλοι στηρίζονται στη συμμαχία – συνεταιρισμοί, εταιρείες, (δι)επαγγελματικές οργανώσεις, τράπεζες, περιφερειακές και κεντρική κυβέρνηση, αξιοποίηση των κοινοτικών επιδοτήσεων, έρευνα στα πανεπιστήμια και σε άλλα πολλά.
Στην Ελλάδα, το βασικό (μοναδικό) πλεονέκτημα που διαθέτουμε είναι η βιοποικιλότητα, το μικροκλίμα σε κάμπους, ραχούλες και νησάκια, που δίνουν αυτές τις κορυφαίες ποιότητες καρπού και λαδιών.
Το ελαιόλαδο, και ιδίως το εξαιρετικά παρθένο, δε είναι μαζικό προϊόν, δεν είναι commodity, και γι’ αυτό το σύγχρονο μάρκετινγκ βασίζεται στην ταυτότητα και στην προσωπικότητά του, στα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά (που οι Ισπανοί αρνούνται τη μέθοδο), στα Ονομασίας Προέλευσης/Γεωγραφικής Ένδειξης, στα Κτήματα (όπως τα κρασιά), κ.ο.κ.
Όλα αυτά θα ισοπεδωθούν, σε περίπτωση εφαρμογής του μοντέλου McKinsey, χωρίς να υπάρχει και το όφελος του «μεγάλου μεγέθους» γιατί η Ελλάδα των διασκορπισμένων 250.000 τόνων ποτέ δεν θα μπορέσει να ανταγωνιστεί – σε αυτό το επίπεδο των χαμηλών τιμών – την Ισπανία των 1,5 εκατ. τόνων.
Το μόνο που θα «επιτύχει» η μέθοδος McKinsey είναι, στον βαθμό που εφαρμοστεί, να οδηγήσει σε αποδεκατισμό των ιδιωτικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων (ελαιοτριβεία, τυποποιητήρια, έμποροι, εξαγωγείς) και σε νέου τύπου «κολλιγοποίηση» των ελαιοπαραγωγών. Ίσως και σε ένα γιγαντιαίο πάρτι σπατάλης των εκατομμυρίων τη επένδυσης, που θα ζήλευε και ο Ηρόστρατος. Παράλληλα, όμως, θα προκαλέσει και ένα γιγαντιαίο κύμα αντιδράσεων, όχι μ όνο από τους χιλιάδες ελαιοτριβείς, τυποποιητές και εμπόρους, που άμεσα καταστρέφονται, αλλά και από τους εκατοντάδες χιλιάδες ελαιοπαραγωγούς, που δεν θέλουν να γίνουν κολίγοι κάποιας «Εταιρείας Ελληνικών Τροφίμων». Τότε θα δούμε ένα άλλο πάρτι, με πολύ ροκ – και νταούλια και πίπιζες και λύρες και αγρίμια και αγριμάκια μου.
Η συγκεκριμένη μελέτη παραγγέλθηκε από ισχυρούς οικονομικοπολιτικούς παράγοντες, παρακάμπτοντας πλήθος άλλων μελετών και υπομνημάτων, που βρίσκονται στα συρτάρια των υπουργείων και αραχνιάζουν εδώ και πολλά χρόνια”.
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης