Απόφαση που… σκάβει το λάκκο στα αγροτικά μας προϊόντα

Απόφαση που… σκάβει το λάκκο  στα αγροτικά μας προϊόντα

ΑΡΣΗ ΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ

Με την απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων απαξιώνεται ο πρωτογενής τομέας

Του Αντώνη Πετρόγιαννη

Όταν ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Αθανάσιος Τσαυτάρης, αναφέρεται στο «χρυσάφι» της ελληνικής γης (βλέπε ελαιόλαδο), θα πίστευε κανείς ότι γίνεται μια τόσο συστηματική προσπάθεια από την πλευρά του υπουργείου που προΐσταται για την προώθησή του, που σίγουρα θα υπάρχουν σημαντικές επιτυχίες για να… καυχιέται.
Ωστόσο, όπως σε μια σειρά πράγματα, έτσι κι εδώ, ο… θησαυρός αποδεικνύεται άνθρακας. Περιγράφοντάς μας επιχειρηματίας του χώρου την κατάσταση που επικρατεί, μας έλεγε πρόσφατα ότι είναι περισσότερα τα προβλήματα που δημιουργεί το υπουργείο στο συγκεκριμένο προϊόν, παρά αυτά που λύνει. Ένα ελάχιστο, αλλά ενδεικτικό, παράδειγμα είναι η αποψίλωση από προσωπικό δομών ελέγχου και ποιότητας του προϊόντος.
Διαβάζουμε από σχετικό έγγραφο που έχουμε στα χέρια μας και το οποίο προέρχεται από τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων. Θέμα του: «Άρση ελέγχων εξαγόμενων ελληνικών παραδοσιακών ελληνικών προϊόντων από τις χημικές υπηρεσίες»: Καταργείται προηγούμενη απόφαση στην οποία προβλέπεται η υποχρέωση λήψης δειγμάτων από τα Τελωνεία στο 10% των πράξεων εξαγωγής (διασαφήσεις) παραδοσιακών ελληνικών τροφίμων… Εφεξής η λήψη δειγμάτων για τον έλεγχο των εξαγωγών ελληνικών παραδοσιακών τροφίμων θα πραγματοποιείται στις περιπτώσεις που αυτό καθίσταται υποχρεωτικό με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνου.
Από τα παραπάνω θεωρούμε ότι δε χρειάζεται κανείς να διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις για να καταλάβει πού πάει η κατάσταση. Η ανθρώπινη αποψίλωση των κρατικών δομών ελέγχου ανοίγει την… όρεξη στον όποιον αεριτζή να βάλει σε κάποια μπουκάλια λάδια από διάφορες χώρες και να τα πουλάει ως έξτρα παρθένα.
Θα αναρωτηθεί κάποιος, καλά οι χώρες- καταναλωτές τέτοιου είδους προϊόντων δε θα καταλάβουν τι γίνεται; Το πιθανότερο είναι αυτό. Μαζί, όμως, με τα… ξερά μπορεί να καούν και τα χλωρά κι έτσι επιχειρήσεις που, όντως, μοχθούν και νοιάζονται για την άριστη ποιότητα του προϊόντος τους, να τρέχουν να αποδείξουν ότι δεν είναι… ελέφαντες.
Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ απευθυνθήκαμε σε ανθρώπους που έχουν χιλιόμετρα ζωής και προσπάθειας στο ποιοτικό προϊόν. Στην αρχή απευθυνθήκαμε στον κ. Βασίλη Ζαμπούνη, εκδότη του ιστορικού περιοδικού «Ελιά και Ελαιόλαδο» και διευθυντή σήμερα της ιστοσελίδας olivenews,gr.
Ο κ. Βασίλης Ζαμπούνης σπούδασε Αγροτική Οικονομία στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει αφιερώσει την πολύχρονη καριέρα του στην προώθηση του ελληνικού ποιοτικού ελαιολάδου: «Από μια πλευρά, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι η συγκεκριμένη απόφαση μειώνει τη γραφειοκρατία. Αυτή, όμως, είναι μόνο μια επιφανειακή εξήγηση. Επί της ουσίας, εκείνο που κάνει είναι να ανοίγει την όρεξη σε… μαϊμουδιές επί του προϊόντος, πρακτική που πληρώσαμε ακριβά στο παρελθόν, αλλά υπάρχουν ακόμα και σήμερα κάποιοι που τη συνεχίζουν. Επί της ουσίας, δηλαδή, βγάζουμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια. Όταν η μία μετά την άλλη χώρα- εισαγωγέας βάζει όλο και πιο αυστηρά κριτήρια για τα αγροτικά προϊόντα που καταναλώνουν οι πολίτες της, εμείς χαλαρώνουμε τα λουριά. Δυστυχώς, δε με εκπλήσσει πλέον αυτή η τακτική. Στην πράξη, με μια σειρά αποφάσεις και παραλείψεις, θάβουμε το προϊόν μας – ναυαρχίδα και δεν αντιδρά κανένας».
Η μεσσηνιακή εταιρεία Agrovim A.E. έχει στρώσει από μόνη της… πριν πεινάσει. Είναι κατά 95% ελληνική εξαγωγική εταιρεία και έχει παρουσία σε 50 χώρες του εξωτερικού. Φέτος μπήκε στην αγορά της Ιαπωνίας, με το business plan να περιλαμβάνει την ενδυνάμωση της παρουσίας σε χώρες όπως Ισπανία, Βραζιλία, Πολωνία, Νότια Αφρική και της Άπω Ανατολής. Πρόσφατα δε βραβεύτηκε στην εκδήλωση “Diamonds of the Greek Economy”, εκπροσωπώντας με τον καλύτερο τρόπο τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα. Τα προϊόντα της ελέγχονται με τα πλέον αυστηρά κριτήρια από τους ίδιους τους ανθρώπους της πριν πάρουν το δρόμο για τα ράφια του εσωτερικού ή του εξωτερικού.
Παρ’ όλα αυτά, η κα Τζένη Γυφτέα, αντιπρόεδρος της εταιρείας, μας είπε ότι τέτοιες αποφάσεις, αντί να ενισχύουν την προστιθέμενη αξία του προϊόντος, τη μειώνουν: «Όταν μια περιοχή σαν τη Μεσσηνία έχει ένα Χημείο του Κράτους που είναι υποστελεχωμένο και αναγκαζόμαστε να στέλνουμε δείγματα για ανάλυση στην Πάτρα, δεν είναι δυνατό να περιμένει κανείς και πολλά πράγματα από το κράτος. Αν και εμείς είμαστε αρνητικοί στην κατάργηση των ελέγχων. Όχι μόνο τους επιζητούμε, αλλά θέλουμε δίπλα μας και ανθρώπους να μας συμβουλέψουν και να μας υποστηρίζουν».
Από την πλευρά του, ο κ. Νίκος Μαυροειδής, χημικός μηχανικός, υπεύθυνος παραγωγής και ποιοτικού ελέγχου της εξαγωγικής εταιρείας Blauel, τόνισε στο «Θάρρος» ότι η παραπάνω εξέλιξη ασφαλώς και δε θα μπορούσε να κριθεί ως θετική. «Ξέρετε, όταν μαθαίνουν οι επιτήδειοι ότι το Γενικό Χημείο του Κράτους δεν προβαίνει σε ελέγχους, δημιουργούνται αρνητικές καταστάσεις ντόμινο στο συγκεκριμένο προϊόν. Το παράρτημα στην Καλαμάτα λειτουργούσε από το 1994 με τριπλάσιο προσωπικό και σημαντικές υποδομές. Με τις πολιτικές των επόμενων χρόνων, αυτή τη στιγμή παραμένει ζωντανό μόνο με… μηχανική υποστήριξη. Κι όλα αυτά για ένα φορέα που θα μπορούσε να διαδίδει τεχνογνωσία, σε συνεργασία με τα τοπικά τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η Μεσσηνία και οι εταιρείες της έχουν ήδη καταφέρει να έχουν ένα καλό όνομα στις χώρες του εξωτερικού. Ας μην ανοίγουμε, με διάφορες αποφάσεις, παράθυρο για ο αντίθετο», σχολίασε.
Τέλος, ο οικονομολόγος και επίκουρος καθηγητής στο ΤΕΙ Πελοποννήσου (Καλαμάτας), Δημήτρης Πετρόπουλος, τόνισε: «Η συγκεκριμένη απόφαση, για άρση των δειγματοληπτικών ελέγχων στις εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων, είναι γεγονός ότι ξαφνιάζει. Έρχεται σε αντίθεση με τις προφορικές διακηρύξεις των υπευθύνων του υπουργείου Γεωργίας και με τις συγκεκριμένες έγγραφες αποφάσεις τους.
Πίσω από κάθε απόφαση, θα πρέπει να αναζητείται ποιοι ωφελούνται. Σίγουρα δεν ωφελούνται ούτε οι παραγωγοί ούτε οι τυποποιητές, οι οποίοι χρόνια προσπαθούν να διαφυλάξουν την ποιότητα, να αναδείξουν την τοπικότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αγροτικών προϊόντων.
Η συγκεκριμένη απόφαση θα δώσει τη δυνατότητα ή εξυπηρετεί ήδη εταιρείες οι οποίες αναζητούν το μέγιστο κέρδος, μέσω της ποσότητας στις διεθνείς αγορές. Έτσι, από τη μια, θα χρησιμοποιήσουν το όνομα, τη φήμη, τις προσπάθειες χρόνων για την ανάδειξη και καθιέρωση συγκεκριμένων ονομάτων (brand name, όπως “Ελαιόλαδο Καλαμάτας”, “Ελιές Καλαμάτας” κ.ά.) στις διεθνείς αγορές και, από την άλλη, το ανεξέλεγκτο και την ασυδοσία, που τους προσφέρει η συγκεκριμένη απόφαση.
Δηλαδή, με την προτροπή του κράτους θα γίνονται ελληνοποιήσεις αγροτικών προϊόντων και θα εξάγονται. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, μεσοπρόθεσμα, τη μείωση των τιμών πώλησης των αγροτικών προϊόντων και τη δυσφήμηση του ονόματός τους στις διεθνείς αγορές. Μακροπρόθεσμα, η εφαρμογή της συγκεκριμένης απόφασης θα συμβάλει στον εκτοπισμό από τις διεθνείς αγορές του συνόλου των μικρών και μεσαίων τυποποιητικών επιχειρήσεων».