Αληθινές ιστορίες που συνέβησαν στην Καλαμάτα πριν από 225 χρόνια (1790)

Αληθινές ιστορίες που συνέβησαν στην Καλαμάτα πριν από 225 χρόνια (1790)

Ήταν τα χρόνια που την πόλη μας κυβερνούσε ο Βελή Αγάς, ο αιμοβόρος Τούρκος που εκδικήθηκε την Ορλωφική Επανάσταση και από το χατζάρι του πέρασαν πολλοί Έλληνες.
Ήταν 30 χρόνων, με ηγεμονικό παράστημα και φάνταζε απάνω στο άλογό του με τη χρυσοκέντητη στολή του και το μαλαμοστόλιστο σπαθί του.
Τύπος φιλήδονου άντρα, με παχιά χοντρά χείλια σαρκώδη, σεργιάναγε στα σοκάκια της Καλαμάτας και θαύμαζε τις ροδοκόκκινες Καλαματιανοπούλες που συγύραγαν τα χαγιάτια των κονακιών τους.
Πότε πότε ξεστράτιζε στα καλντερίμια του κάστρου και περνούσε επιδεικτικά από τα ερείπια του πύργου του Μπενάκη, που ο ίδιος είχε κάψει.
Μεγάλο σεβντά είχε να ταπεινώσει την Παντζεχρούλα Μπενακοπούλα, να τη βάλει στο χαρέμι του, να την κάνει μία από τις γυναίκες του.
Η όμορφη Μπενακοπούλα τού ξέφυγε με αριστοτεχνικό τρόπο και έφυγε για το κάστρο της Ζαρνάτας. Ο Βελής λύσσαξε και ξέσπασε στο σκλάβωμα άλλων όμορφων γυναικών της πόλης μας, για να σβήσει το ακόρεστο πάθος του.
Το πέρασμα του Βελή Αγά από την πόλη μας ήταν μια μεγάλη κατάρα. Σκότωσε ραγιάδες, παλούκωσε Καλαματιανούς, έκαψε κονάκια και στόλισε το χαρέμι του με τα πιο δροσερά ζωντανά λουλούδια της Καλαμάτας. Τρύγησε τον αιθέρα των γυναικών και ρούφηξε την ομορφιά τους σαν ανθόσμιο κρασί.
Όμως, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο μισερός καταχτητής έβαζε χέρι στις ωραίες Καλαματιανοπούλες.
Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε πέντε, ούτε δέκα ήταν οι όμορφες Καλαματιανές που σκλαβώθηκαν και καταχωνιάστηκαν στα χέρια των Τούρκων πασάδων και μπέηδων, αλλά δεν είναι και λίγες που αντιστάθηκαν στην τέτοια σκληρή τους μοίρα και προτίμησαν το θάνατο παρά την ντροπή του χαρεμιού. Άλλες φουρκίστηκαν και άλλες φαρμακώθηκαν για να μην τις μολέψουν οι Αγαρηνοί άπιστοι.
Δεν ήταν και λίγα τα Καλαματιανά παλικάρια που πήραν με το μαχαίρι τους άγρια εκδίκηση, απ’ τους τυράννους, που πάτησαν την τιμή της αδελφής τους, της γυναίκας τους ή της αρραβωνιαστικιάς τους.
Τα μαύρα κιτάπια της πολιτείας έχουν πολλά τέτοια δράματα τιμής να σου διηγηθούν για τα χρόνια εκείνα που ο ραγιάς – Έλληνας δεν όριζε το κεφάλι του.
Η ιστορία έχει καταγράψει την περίπτωση της πανέμορφης Καλαματιανής Αννιώς Δημητρέλη, που ήταν ερωτευμένη με το γιο ενός Καλαματιανού άρχοντα, τον Κωστή Μπαλντή, και είχαν δώσει λόγο.
Ο Κωστής ήταν ένα ωραίο λεβέντικο γεροδεμένο παλικάρι, αντάξιος της Αννιώς.
Τα χρόνια εκείνα διαφέντευε στην πόλη μας ο Ταχήρ – μπέης. Ένας πλούσιος κτηματίας, που έπεσε σε μεγάλο νταλκά για την πανέμορφη και αφράτη Αννιώ.
Την είδε μια μέρα στο χαγιάτι της και πότιζε τα μηρυκαστικά της. Την είδε ο Μπέης και τρελάθηκε…
Τι ομορφάδα ήταν αυτή… τι χυτό κυματιστό κορμί… τι φωτερά μάτια… και τι αφράτα στήθια…
Το μυαλό του θόλωσε, μερμήδιασε το κορμί του, χοροπήδηξε η καρδιά του και άναψε μεγάλη πυρκαγιά στα στήθια του, του ακόλαστου Τουρκαλά.
Απ’ την ημέρα εκείνη δεν είχε μάτια να δει καμιά γυναίκα απ’ το χαρέμι του.
Ο νους του όλο κλωθογύριζε στην Αννιώ Δημητρέλη. Με το μυαλό της φαντασίας του, την αγκάλιαζε, την γλυκοφύλαγε, μαραφούλαγε το λυγερό κορμί της.
Του κάκου η Τζενάν Χανούμ, η ομορφότερη του χαρεμιού του, πάσκιζε να τον ξαναφέρει στη ζεστή αγκαλιά της. Του κάκου προσπαθούσε να τον κάνει να ξεχάσει την πεντάμορφη Καλαματιανή.
Αυτός κρυφόλιωνε στη σκέψη της Αννιώς. Άρχισε να της στέλνει με μηνύματα, με μπιστικό του άνθρωπο, ότι αν στέρξει, θα την κάνει αρχόντισσα, θα την κάνει βασίλισσα του χαρεμιού του. Και η Αννιώ τού διαμήνυσε ότι δεν ήταν για τα δόντια του, ότι δεν είχε σκοπό να τουρκέψει. Αλλά η καρδιά της Αννιώς ήταν αλλού δοσμένη.
Είδε και αποείδε ο παλιομουρντάρης και σκέφτηκε την απαγωγή. Θα την έπαιρνε με το ζόρι. Για το σκοπό αυτό έβαλε τρεις δικούς του μπιστικούς.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Οι Χριστιανοί είχαν σκορπιστεί στις εκκλησίες της πολιτείας για τον Εσταυρωμένο. Οι νταήδες του Σαχήρ, αρματωμένοι λόχεβαν στο σκοτεινό σοκάκι των Αγιαποστόλων που έβγαινε στον Άη Θανάση (Τζάνε).
Απόλυκαν κάποτε οι εκκλησίες.
Βγήκε η Αννιώ με τη μανούλα της απ’ τους Αγιαποστόλους για να γυρίσουν στο φτωχικό κονάκι τους.
Πήραν το σοκάκι της Πεπαντής, αλλά δεν πρόφτασαν να κάνουν εκατό βήματα και τις ζύγωσαν οι βαλτοί του μπέη.
Άρπαξαν γερά στα χέρια τους την Καλαματιανοπούλα και χάθηκαν στο πρώτο στρίψιμο του σοκακιού.
Έβγαλε φωνή σπαραχτική η μανούλα της, τρέξαν να τις συμπαρασταθούν κάμποσοι χριστιανοί που έρχονταν ξοπίσω τους, μα του κάκου. Η Αννιώ είχε γίνει άφαντη.
Ποιος να τα βάλει τότε με την Τουρκιά, και πού να βρει το δίκιο του ο δύστυχος ραγιάς!
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και κατάγγειλαν τα καθέκαστα στον Βοϊβόντα και κείνος τους διεμήνυσε ότι θα ενημερώσει τον καϊμακάμη… και πάει λέγοντας…
Ο Ταχήρ σιγούρεψε στο χαρέμι του την Αννιώ και έβαλε τα δυνατά του να μαλακώσει την καρδιά της.
Έπεσε στα πόδια της και την περικαλούσε, άλλοτε την φοβέριζε… τίποτις… τίποτις…
Του φώναζε… «φύγε, άπιστε, από κοντά μου, μη με μαγαρίζεις. Καλύτερα ο θάνατος παρά να τουρκέψω»…
Η ιστορία δεν έγραψε ποια ήταν η τύχη της Αννιώς. Μπορεί και να τη σκότωσε απ’ τη ζήλεια του και την άγρια λύσσα του…
Ώσπου ένα πρωινό επισκέφθηκε το αρχοντικό του ένας ραγιάς, ψηλός, γεροδεμένος λεβέντης, καλοντυμένος μορφονιός.
Είπε στην Αραπίνα δούλα του πως ήταν μεγάλη ανάγκη να του μιλήσει.
Ο Ταχήρ – μπέης μόλις είχε πάρει τον πρωινό του καφέ, καθόταν ανακούρκουδα στο ντιβάνι του οντά του και απολάμβανε το ναργιλέ του με το μακρύ μαρκούτσι.
Το παλικάρι τού έκανε τον καθιερωμένο τεμενά… και αμίλητα έβγαλε το μακρύ μαυρομάνικο μαχαίρι του και όρμησε σαν λιοντάρι βυθίζοντας το μαχαίρι κατάκαρδα.
Έτρεξαν οι σωματοφύλακες και τον λιάνισαν κυριολεκτικά με τα χαζάρια τους.
Το παλικάρι δεν έβγαλε ούτε ένα ωχ!
Μόνο ξεψυχώντας είπε τέσσερις λέξεις: «Για σένα, Αννούλα μου».
Τίποτε άλλο!

Έρευνα – μεταφορά: Βασίλης Ι. Μανιάτης