Χειμερινοί κολυμβητές

Χειμερινοί κολυμβητές

Της Βένας Γεωργακοπούλου
 
Όχι, δεν το διάβασα προσεχτικά το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για τον αιγιαλό και την παραλία. Δεν πρόλαβα. Και ομολογώ ότι άργησα να πάρω και ανάποδες. Φταίει που έχω βαρεθεί κάθε νομοσχέδιο να αντιμετωπίζεται σε χρόνο dt από σχετικούς και άσχετους σαν ξεπούλημα, φταίει που έχω σιχαθεί να μας βλέπω να σουρνόμαστε πίσω από κάθε συντεχνία που παριστάνει το θύμα.
Αλλά, στην περίπτωση αυτή, ξύπνησε μέσα μου ο Μεσσηνιακός και ζήτησε το δίκιο του. Εγώ δεν είμαι που γεννήθηκα και μεγάλωσα στις ακτές του; Εγώ δεν τις αγνάντευα από το μπαλκόνι μου, τις περπάταγα και χρησιμοποιούσα την άπλα και την ερημιά τους για χρόνια ολόκληρα σαν δεύτερο σπίτι, στέκι, καταφύγιο, χειμώνα-καλοκαίρι;
Εγώ δεν αναγκάστηκα με το πέρασμα των χρόνων να τις δω να εξαφανίζονται, να κουκουλώνονται, να μεταμφιέζονται, να γίνονται ένας μοδάτος και θορυβώδης αχταρμάς από καφετέριες, μπαρ, ιταλικά ρεστοράν και παιδότοπους; Εγώ δεν έλεγα ψέματα, ναι ψέματα, σε όλους, «α, σαν την πλαζ της Καλαμάτας δεν έχει άλλη, μέσα στην πόλη, παρακαλώ, απλώνεται απέραντη, κατακάθαρη, Γαλάζια Σημαία παίρνουμε κάτω από το σπίτι μου»;
Ε, λοιπόν, εδώ και χρόνια για να κάνεις βόλτα και συγχρόνως να βλέπεις την πλαζ της Καλαμάτας πρέπει να πας τσίμα-τσίμα στην ακρογιαλιά, να βρέξεις τα παπούτσια σου. Αν δεν υπήρχε και το ευλογημένο το λιμάνι μας, που όσο να ’ναι ένα μεγάλο πλακόστρωτο χωρίζει ακόμα τα νερά και τις βαρκούλες του από καμιά κατοσταριά μαγαζιά της μόδας, για να αντικρίσεις ελεύθερη, ανοιχτή θάλασσα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου πρέπει να πάρεις τα ποδαράκια σου, το ποδηλατάκι σου ή το αυτοκινητάκι σου και να ξενιτευτείς.
Και κανένας δεν ενοχλείται. Η νεολαία τσαλαπατιέται σε μπαρ με ντάμπα-ντούμπα, οι γονείς ξεφορτώνονται τα παιδιά τους στα συγκρουόμενα (το ‘χω κάνει κι εγώ άπειρα καλοκαίρια ακούγοντας Βίσση και Ρουβά από τα μεγάφωνα), οι καταναλωτές πάνε πάνω-κάτω αγοράζοντας μπιχλιμπίδια από τους πάγκους, τρώγοντας βάφλες και παγωτά και σκουντουφλώντας στο διπλανό τους. Και λίγο πιο πέρα, σκοτεινά, μοναχικά, παραπονεμένα σκάνε τα κυματάκια. Κανείς δεν τα κοιτάει. Γιατί θα ‘πρεπε να έχει τα μάτια ξέρω ‘γώ ποιου υπερήρωα, αυτά που τρυπάνε μπετά, τέντες και κατασκευές, ακόμα και έναν τοίχο από κακοφωνίες, πού τον βάζεις αυτόν.
Δεν έχω τίποτα με την ανάπτυξη, τις δουλειές, το χρήμα που περνάει από τσέπη σε τσέπη. Ακριβώς το αντίθετο. Ούτε με τις μαρίνες έχω, τις θεωρώ απαραίτητες και μία που έχουμε στην Καλαμάτα, όταν τη βλέπω τίγκα κάθε καλοκαίρι στα ξένα και ελληνικά ιστιοπλοϊκά, την καμαρώνω. Ούτε τις μεγάλες ξενοδοχειακές επενδύσεις εχθρεύομαι, έτσι ξεκινήσαμε με την Costa Navarino, το κοιτάζαμε με μισό μάτι, και τώρα γουστάρουμε και τις δουλειές που έφερε στη Μεσσηνία και να κουτσομπολεύουμε το ζεύγος Μπέκαμ και τη Ράνια της Ιορδανίας που έρχονται να παίξουν γκολφ, κι ας μην αξιωθούμε εμείς να περάσουμε τις πόρτες του.
Ούτε καν με τις ξαπλώστρες δεν έχω αμάχη, που στην εποχή μου δεν τις ξέραμε, μια πετσετούλα, άντε ψάθα είχαμε, και σήμερα, τουλάχιστον εγώ, να ’ναι καλά τα λουμπάγκα μου, έχω κάνει διατριβή πάνω σε όλες τους. Πλαστικές, ξύλινες ή ψάθινες. Με πολλά ή λίγα δοντάκια. Με στρώμα ή σκέτες. Με τραπεζάκι για τα ποτάκια και τασάκι για τα τσιγάρα ή άνευ. Έγκλειστες σε στιλάτα αραβικά παραβάν για τους vip (ναι, το έχω δει κι αυτό το αίσχος) ή εκτεθειμένες σε κοινή θέα για τους πληβείους.
Αλλά την ψυχή μου και τον Μεσσηνιακό κόλπο δε θα τον πουλήσω εγώ για τις ανέσεις μου. Ό,τι ανέχτηκα, ανέχτηκα. Ας στύψουν το μυαλό τους οι πολιτικοί μας να βρουν λύσεις για δουλειές και επενδύσεις. Όχι το πρώτο που κατεβάζει η κούτρα τους. Κάτι που να έχει προοπτική και μέλλον και αντοχή. Γιατί είδαμε με την κρίση πόσο μαράζωσαν, εξαφανίστηκαν τα πάλαι ποτέ τεκμήρια της καταναλωτικής μας ευμάρειας. Μαγαζιά στην παραλία έκλεισαν, αλλά δεν έκαναν καν τον κόπο να μαζέψουν τα συμπράγκαλά τους, τα άφησαν να σαπίζουν. Μια αηδία.
Έλπιζα ότι η κρίση έβαλε μυαλό σ’ αυτούς που μας κυβερνάνε και ιδρώνουν και ξεϊδρώνουν για να μας πείσουν. Αλλά ή μας δουλεύουν ή είναι όντως απελπιστικά ανεπαρκείς. Βιαστικοί, ανενημέρωτοι, αγράμματοι, κολλημένοι στα παλιά τους τικ. Είναι έτοιμοι να καταστρέψουν ό,τι μας έχει απομείνει. Να μας κάνουν όλους μας χειμερινούς κολυμβητές. Είναι οι μόνοι που σε λίγα χρόνια θα κάνουν το μπανάκι τους και θα ακούν το φλοίσβο. Άντε και καμιά κραυγή «μπούζι, μπούζι».
-Εφημερίδα των Συντακτών