Εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στην Καλαμάτα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο

Εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στην Καλαμάτα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο

Στις 7 Ιουλίου η Ελλάδα θα προχωρήσει μπροστά 
Την κεντρική προεκλογική του εκδήλωση πραγματοποίησε χθες το βράδυ στο λιμάνι της Καλαμάτας ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρόντες ήσαν οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος στο νομό, ενώ κεντρικός ομιλητής ήταν ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Στην ομιλία του ο υπουργός, αναφερόμενος στην Ελλάδα προ του 2015 και μετά, σχολίασε ότι η χώρα σήμερα δε θυμίζει σε τίποτα αυτό που παραλάβαμε το 2015. Όλοι οι δείκτες, κυρίως οι κοινωνικοί, αλλά και οι οικονομικοί: της φτώχειας, της ανεργίας, της υγειονομικής κάλυψης, της επισφάλειας, της κοινωνικής προστασίας, έχουν αλλάξει προς το θετικότερο.
Παράλληλα, μιλώντας για  το διακύβευμα των εκλογών και… παίζοντας στο γήπεδό του, που είναι η οικονομία, υπήρξε ξεκάθαρος. Η Ν.Δ. υποστηρίζει ότι θα μειώσει τους φόρους (αν και δε γνωρίζουμε το πότε) κόβοντας τις δαπάνες (αλλά δε λέει ποιες) και έτσι θα φέρει ανάπτυξη.
Το πρόγραμμα της Ν.Δ. είναι μια πολυφορεμένη δεξιά λογική, χωρίς όμως κοστολόγηση. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι στιγμής η Ν.Δ. αποφεύγει κάθε προγραμματική συζήτηση. Πέραν όμως, συνέχισε, της κοστολόγησής τους, αξίζει να συγκρίνουμε τα δύο προγράμματα και να δούμε ποιο ωφελεί ποιες κοινωνικές ομάδες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μεγαλύτερη μείωση του ΕΝΦΙΑ για το 77% των ιδιοκτητών και μικρότερη για τους υπόλοιπους. Η Ν.Δ. προτείνει ίδια μείωση για όλους. Λέει, επίσης, πλήρη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει κατάργησή της για το 92% της κοινωνίας και μείωσή της για τα υψηλότερα εισοδήματα. Αυτό, όμως, εξοικονομεί μισό δισεκατομμύριο ευρώ που θα πάει στην Υγεία και την Παιδεία.
Τα συμπεράσματα, μάλιστα, ενισχύονται αν συμπεριλάβουμε το κοινωνικό κράτος, τα εργασιακά ή την ενίσχυση των νέων επιχειρηματιών. Να γιατί η Ν.Δ. αποφεύγει τον προγραμματικό λόγο με φανατισμό.   
Για τον Ευκλείδη Τσακαλώτο το παιχνίδι είναι ανοιχτό, είναι στο χέρι των προοδευτικών δυνάμεων να χτίσουν μια νέα ηγεμονία για ένα παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο που απευθύνεται σε αυτά τα δύο τρίτα.
Στην ελληνική οικονομία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δε γίνεται να έχουμε δίκαιη ανάπτυξη χωρίς συντονισμό, συνεργατικότητα, δίκαιη κατανομή των πόρων και ένα πλαίσιο προστασίας των επιχειρηματιών από παράνομες πρακτικές των ανταγωνιστών τους. Αλλιώς το αποτέλεσμα είναι το μεγάλο ψάρι να τρώει το μικρό.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει να χτίζει ένα τέτοιο πλαίσιο με τη δημιουργία της Αναπτυξιακής Τράπεζας, με το σχεδιασμένο πλαίσιο για τις μικροπιστώσεις, με τη στήριξη στα τεχνολογικά πάρκα για νεοφυείς επιχειρήσεις, με τη μεγάλη πρόσφατη επιτυχία μας στη FATF που κατέταξε την Ελλάδα στους πρωτοπόρους στην καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Για τους ρυθμούς ανάπτυξης που υπόσχεται η Ν.Δ., υποστήριξε ότι η ανάπτυξη δεν έρχεται κατ’ εντολήν. Θέλει σχέδιο, διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, χτίσιμο της ικανότητας των επιχειρηματιών να μεταφράζουν το όραμά τους σε χειροπιαστά αποτελέσματα. Χωρίς αυτά, η όποια ανάπτυξη θα είναι πρόσκαιρη. Και δε θα είναι για όλες και όλους, αλλά μόνο για τους μεγάλους εις βάρος των μικρών και των μεσαίων.
Ζήτησε από τους πολίτες της Μεσσηνίας να συγκρίνουν τα δύο προγράμματα για το μέλλον. Της Ν.Δ., που δε διαφοροποιείται σε τίποτα από τη συνταγή που εφαρμόστηκε την περίοδο 2000-2010 και μας οδήγησε στην κρίση, και του ΣΥΡΙΖΑ, που προτάσσει την ενίσχυση της εργασίας, την αλληλεγγύη και την ασφάλεια για την κοινωνία μέσω της ενίσχυσης της Υγείας και της Παιδείας και τη δικαιότερη φορολόγηση με στοχευμένες φοροελαφρύνσεις. Και μετά να αποφασίσουν.
Κλείνοντας την ομιλία του πρόσθεσε: «Στις 7 Ιουλίου θα ψηφίσουμε για τις ζωές μας. Δεν είναι μια ψήφος αφηρημένη ή μία επιλογή ανάμεσα σε δύο συγκλίνοντα σχέδια. Υπάρχει ένα ξεκάθαρο ερώτημα: επιστροφή στο γνώριμο παρελθόν της ανασφάλειας ή συνέχιση της προσπάθειας για ένα νέο οικονομικό και πολιτικό υπόδειγμα. Και από αυτό το βασικό ερώτημα προκύπτει το επόμενο: θα συνεχίσουμε την προσπάθεια να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες ή θα εμπιστευτούμε τις τύχες της κοινωνίας σε όσους θεωρούν τις ανισότητες και την όξυνσή τους μία φυσική συνθήκη των κοινωνιών;».
Α.Π.