Οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στα Αρχαία Ελληνικά (περίπου 45% των γραπτών ήταν κάτω από τη βάση του 10), οι οποίες βεβαίως και καθόλου περιέργως ανταγωνίζονται τη συγκλονιστική κατάρρευση της βαθμολογίας στην περίπτωση των Μαθηματικών, πρέπει να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα, διότι αναδεικνύουν το τεράστιο έλλειμμα αρχαιογλωσσίας και αρχαιογνωσίας των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, ύστερα μάλιστα από έξι έτη διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (κατ’ ουσίαν της αττικής διαλέκτου) και λογοτεχνίας.
Οι λύσεις στο πρόβλημα αυτό δεν είναι ούτε εύκολες ούτε αυτονόητες. Τολμώ να υποστηρίξω ότι η απομάκρυνση του θεμελιώδους αυτού μαθήματος από το ουσιώδες και το καίριο υπέσκαψε τη βιωματική σχέση των ελληνόπουλων με την κλασική μας παράδοση σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια.
Στο Γυμνάσιο ειδικότερα, η χρήση απρόσφορων διδακτικών εγχειριδίων γλωσσικής κατάρτισης, τα οποία, πλην των άλλων, ελάχιστα επικεντρώνονται στα ουσιώδη της αττικής διαλέκτου, δημιούργησε απέχθεια για ένα εμβληματικό γνωστικό αντικείμενο, καθώς επίσης στο Λύκειο, και ιδίως στη Γ’ Λυκείου, η υιοθέτηση αμφιλεγόμενων παιδαγωγικών μεθόδων διδασκαλίας της αρχαιότητας μέσω κακόσημων και κακόηχων φακέλων υλικού (sic), όπου το αρχαίο κείμενο λειτουργεί μόνον και αποκλειστικά ως θλιβερή αφόρμηση για ατέρμονη φιλοσοφική θεωρητικολογία και πλατειαστική λογοκοπία, επέφερε τρομερή ζημία στην εθνική υπόθεση των κλασικών γραμμάτων. Τα αρχαία ελληνικά, όπως βεβαίως και τα μαθηματικά, είναι οι κρηπίδες εκείνες, επάνω στις οποίες καλούμαστε να οικοδομήσουμε την παιδεία του τόπου μας. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να υπάρξει εκ θεμελίων ανασχεδιασμός της διδακτέας ύλης και, κυρίως, της μεθόδου διδασκαλίας και εν γένει μεταλαμπάδευσης απαιτητικών γνώσεων στα παιδιά μας.
Θα ήθελα, λοιπόν, σε αυτήν την επιφυλλίδα να επισημάνω μερικούς λόγους, για τους οποίους, κατά την άποψή μου, οι μαθητές προσέρχονται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις με σημαντικά ελλείμματα σε κρίσιμες πτυχές της αρχαιογλωσσίας και της αρχαιομάθειας, καθώς επίσης επιθυμώ να προτείνω ορισμένα διορθωτικά μέτρα.
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι οι πρόσφατες βελτιωτικές παρεκβάσεις της ελληνικής πολιτείας σχετικά με την επαναφορά των προαγωγικών εξετάσεων στο Γυμνάσιο ως προς το μάθημα των αρχαίων ελληνικών και της αρχαιοελληνικής γραμματείας δεν έχουν δώσει ακόμη καρπούς λόγω πανδημίας. Επίσης, η χρήση των ίδιων ακατάλληλων διδακτικών εγχειριδίων γλωσσικής κατάρτισης, με τις γνωστές αδυναμίες και την ανοικονόμητη εμμονή στην υπερβολή και όχι στο ουσιώδες και πρωταρχικό, δυσχεραίνουν κάθε σύντονη προσπάθεια αναβάθμισης του μαθήματος και ενδυνάμωσης της αρχαιογλωσσίας των σπουδαστών.
Δυστυχώς, συν τοις άλλοις, στο Λύκειο, αν και ορισμένα διδακτικά εγχειρίδια είναι αξιόλογα, παρατηρείται αφενός μία έκδηλη ανισορροπία μεταξύ αρχαιογλωσσίας και αρχαιομάθειας εις βάρος της πρώτης και αφετέρου μία αναίτια πολυδιάσπαση της διδασκόμενης ύλης, που επιτείνεται με την εξουθενωτική επισώρευση περικειμενικών σχολίων και παρατηρήσεων, με εύλογο αποτέλεσμα οι μαθητές να εκλαμβάνουν το αρχαίο κείμενο και την ερμηνεία του (γλωσσική και νοηματική) ως ad hoc ασκήσεις θεματογραφικές επάνω σε ένα κατατεμαχισμένο σώμα.
Το πρόβλημα κορυφώνεται στην τελευταία και κρισιμότερη τάξη του Λυκείου, όπου ο δυσώνυμος αυτός Φάκελος Υλικού ελάχιστη σχέση έχει με τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής γραμματείας μας, επειδή εκεί το αρχαίο κείμενο λειτουργεί αποκλειστικά και μόνον ως αξιολύπητο πρόσχημα, για να εισβάλει έπειτα μία πλημμυρίδα παράλληλων κειμένων και «αυτενεργητικών» αποσπασμάτων, τα οποία επιβαρύνουν τους μαθητές με περιττές πληροφορίες και συσκοτίζουν το μυαλό τους με ανερμάτιστες θεωρητικολογίες. Κοινώς οι μαθητές δε διδάσκονται την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, δε βιώνουν ουδέ κατ’ ελάχιστον τη σαγήνη που χαρακτηρίζει το γνήσιο φιλοσοφικό προβληματισμό της αρχαιότητας, αλλά αναζητούν συνεχώς προφύλαξη από τις καταιγιστικές ριπές μιας ανώφελης ρητορικής εκζήτησης.
Τι πρέπει να γίνει, για να μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε την αρχαιογλωσσία και την αρχαιομάθεια των παιδιών μας; Πρώτον, πρέπει να αντικατασταθούν τα γλωσσικά εγχειρίδια του Γυμνασίου με απλούστερα, ολιγοσέλιδα και μεστότερα αναγνωσματάρια, τα οποία σκόπιμο θα ήταν να επικεντρώνονται μόνο στα ουσιώδη και στα βασικά της γραμματικής και του συντακτικού.
Δεύτερον, πρέπει να εισαχθεί στο Λύκειο διακριτό Εγχειρίδιο Γλωσσικής Διδασκαλίας, το οποίο στόχο θα έχει να ενισχύσει τη γνώση των μαθητών σε καίριες εκφάνσεις της γραμματικής και του συντακτικού, με σκοπό να ελαφρύνει τα μαθήματα των διδαγμένων αρχαίων κειμένων από τον αμιγώς φορμαλιστικό φόρτο.
Τρίτον, ενδεδειγμένο θα ήταν να εκπονηθούν νέα διδακτικά βιβλία σύντομα, εύληπτα, ουσιωδέστερα, οικονομικότερα ως προς την εξεταστέα ύλη και τη γενικότερη παιδαγωγική στόχευση (όχι πάντως άνω των 100-150 σελίδων), όπου θα προβάλλεται εμφαντικά το αρχαίο κείμενο και θα έπονται σε βαρύτητα ο περικειμενικός σχολιασμός και η πραγματογνωστική πλαισίωση.
Οι μαθητές, συνεπώς, πρέπει να έλθουν σε άμεση και στενή επαφή με ολόκληρα κείμενα, όχι με συστάδες αποσπασματικών και απομονωμένων κειμενικών νησίδων, και εκ παραλλήλου σκόπιμο θα ήταν οι ίδιοι αυτοί μαθητές να εμπεδώσουν την πολύτιμη γνώση της αττικής διαλέκτου, η οποία θα τους επιτρέψει να επισκεφτούν ευχερώς όλες τις ιστορικές φάσεις της ελληνικής γλώσσας. Εξυπακούεται ότι η απόπειρα αυτή αναβάθμισης του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση χρήσιμο θα ήταν να συνοδεύεται από την προσεκτική και μετρημένη αξιοποίηση των τεχνολογικών εφαρμογών στο πεδίο των κλασικών σπουδών.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, μέλος του Δ.Σ. του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και επόπτης Αρχαίων Ελληνικών στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.